Η Ελένη βγήκε από το βιβλιοπωλείο και στάθηκε στον ίσκιο. Ήταν ευχαριστημένη και ανυπόμονη. Ανυπομονούσε να δει το δώρο της στα χέρια του Λάμπρου, να τον δει να χαμογελά, να διαβάζει τα ποιήματα και να τα απαγγέλει και σε κείνη με την υπέροχη φωνή του. Άραγε, αν διάβαζε τους στίχους που διάβασε εκείνη πρωτύτερα, θα ένιωθε το ίδιο; Θα ένιωθε πως βρέθηκε έναν άνθρωπος σ' αυτόν τον κόσμο να ντύσει την αγάπη τους με λέξεις;
Η καρδία της ήταν κάπως πιο ανάλαφρη τώρα που το σχέδιο της προχωρούσε καλά. Σε καλό της είχε βγει το ψεματάκι για την τράπεζα, έτοιμη δικαιολογία για να ξανακατέβει στην πόλη. Τότε πια συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν μόνη σε ξένο μέρος, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, μερικά χιλιόμετρα μακριά απ' όσα την βάραιναν. Κατάλαβε πόσο ανάγκη είχε αυτήν την απομόνωση και την ανωνυμία, τόση που τα βήματα της αρνούνταν να την πάνε προς τον τερματικό του λεωφορείου. Προς την αντίθετη κατεύθυνση την τραβούσαν και λόγο δεν είχε να μην τα υπακούσει. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας. Ήταν νωρίς ακόμα, μπορούσε να επιστρέψει με το επόμενο δρομολόγιο. Μια βόλτα ανάμεσα στο πλήθος ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, και άλλη τέτοια ευκαιρία δεν ήξερε πότε θα ξαναείχε. Ήθελε να περπατήσει μέχρι να αδειάσει το μυαλό της από κάθε σκέψη.
KAMU SEDANG MEMBACA
Δυο Γουλιές Κρασί
Fiksi PenggemarΚαλοκαίρι του 1966 και μια άκρως σημαδιακή ημερομηνία κινεί τα νήματα για τη συνάντηση δύο ανθρώπων που με μια ειλικρινή συζήτηση αφήνουν πίσω τα παλιά...