Το μέρος αυτό δεν ήταν άλλο από το βιβλιοπωλείο του κύριου Βασίλη στη Λάρισα. Φίλος ο κυρ Βασίλης με τον Μιλτιάδη, πελάτης από παιδί ο Λάμπρος με κάθε ευκαιρία. Και σαν επέστρεψε στο Διαφάνι, διορισμένος δάσκαλος πια, όποτε έπαιρνε το μισθό του, επισκεπτόταν τον αγαπημένο του χώρο. Βιβλία για τον ίδιο, γραφική ύλη για το σχολείο, βιβλία για τους μικρούς μαθητές, όλα μπορούσε να τα βρει εκεί μέσα. Σαν το μικρό του παράδεισο φάνταζε στα μάτια του ανέκαθεν εκείνο το μαγαζί και η εικόνα αυτή δεν θα άλλαζε ποτέ.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, λίγο καιρό πριν, νιόπαντροι ο Λάμπρος και η Λενιώ, είχαν ξαπλώσει αγκαλιά, όπως συνήθιζαν πάντα πριν αποκοιμηθούν. "Χτες μπήκε ο μισθός μου," της είπε "και αύριο μετά το σχολείο σκοπεύω να κατέβω στη Λάρισα, στο βιβλιοπωλείο. Συνεννοήθηκα με τη Βιολέτα να μου δανείσει την κούρσα της. Αλλά αυτή τη φορά δεν θέλω να πάω μόνος. Θέλω να σε πάρω μαζί μου, να το δεις και συ αυτό το μέρος," συνέχισε, με τα μάτια του να λάμπουν. "Δεν θα μου χαλάσεις χατίρι. Θα βάλεις το πιο όμορφο φόρεμα σου, θα χτενίσεις τα μαλλιά σου και θα τα αφήσεις λυτά, θα βάλεις κοκκινάδι στα χείλη και τα χρυσά σκουλαρίκια της μάνας σου που σου πάνε τόσο και ποτέ δεν τα φοράς. Θα κάνω τα ψώνια μου και μετά όλο το απόγευμα θα είναι μόνο δικό μας. Νιόπαντροι είμαστε, δεν μας αξίζει επιτέλους και μας λίγη ξεγνοιασιά; Θα είσαι η πιο όμορφη γυναίκα στην πόλη και όλοι θα με ζηλεύουν γιατί θα είσαι μόνο δική μου. Όταν γυρίσω απ' το σχολείο θέλω να σε βρω έτοιμη. Ούτε λεπτό να μην πάει χαμένο." Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και του χαμογέλασε. "Όπως αγαπάτε, κύριε Λάμπρο! Αύριο θα είμαι όλη δική σας."
YOU ARE READING
Δυο Γουλιές Κρασί
FanfictionΚαλοκαίρι του 1966 και μια άκρως σημαδιακή ημερομηνία κινεί τα νήματα για τη συνάντηση δύο ανθρώπων που με μια ειλικρινή συζήτηση αφήνουν πίσω τα παλιά...