Λέρος, καλοκαίρι 1967
Είχαν ήδη περάσει δύο μήνες. Δύο ολόκληροι μήνες. Δύο ατελείωτοι μήνες, που κυλούσαν αβάσταχτα αργά και βασανιστικά για το Λάμπρο. Δύο μήνες που βρισκόταν μακριά. Μακριά από τον τόπο του, μακριά απ' τη ζωή του, μακριά από τη δουλειά του, μακριά από εκείνη...
Ο Λάμπρος έβραζε. Έβραζε από θυμό, θλίψη και οργή. Ποια κατάρα τον κυνηγούσε; Γιατί δεν μπορούσε επιτέλους να ζήσει μια φυσιολογική ζωή στο πλευρό της γυναίκας του; Όλα πήγαιναν τόσο καλά τελευταία... Τα ζητήματα που απασχολούσαν την οικογένεια του σιγά σιγά τακτοποιούνταν. Η πληγή από τον χαμό του πατέρα του, αν και δεν θα γιατρευόταν ποτέ τελείως, με τη στοργή και την αγάπη της Ελένης του είχε κάπως επουλωθεί. Σαν ξεκίνησε και το σχολείο, είχε καταφέρει να ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό. Και ύστερα...
Ύστερα οι συνταγματάρχες κατέλαβαν την εξουσία. Μια βδομάδα αργότερα, ο Ακύλας Μεγαρίτης εγκαταστάθηκε στο χωριό τους, αποφασισμένος να εκδικηθεί για το θάνατο του αδερφού του, εκείνου του καλού του παιδιού! Εκείνου που τακίμιασε με τη Μυρσίνη για να σκοτώσει την Ελένη και τις αδερφές της! Είχε και το κοπρόσκυλο το Μελέτη για τσιράκι ο Ακύλας... Ο Μελέτης, τι άλλο θα μπορούσε να ναι παρά τσιράκι κάποιου! Τελειωμένη υπόθεση πια εκείνος... Μετά και το χαμό της Αννέτ, τίποτα δεν συγκρατούσε το τέρας μέσα του. Για να μην τιμωρήσει τον εαυτό του, τιμωρούσε τυφλά τον οποιοδήποτε. Του ήταν αναγκαίο μονίμως να μισεί, μονίμως να κάνει το κακό. Το μίσος ήταν το οξυγόνο του. Τώρα, είχε αποφασίσει να στρέψει τη μανία του στην Ελένη και στο Λάμπρο. Έτσι, επειδή, εξαιτίας του πατέρα του, είχε στραβώσει το θανάσιμο σχέδιο που τόσο θα είχε ικανοποιήσει και τον ίδιο, και τον φιλαράκο του που πήγε από το χέρι του Μιλτιάδη. Με τον Ακύλα για νέο αφεντικό, καθώς και υποστηρικτή του νέου καθεστώτος, ήξερε ότι τίποτα δεν θα πήγαινε λάθος αυτή τη φορά...
Τον είχαν κατηγορήσει άδικα, φυσικά. Άδικα και αβάσιμα. Παιχνιδάκι ήταν γι' αυτούς να φακελώσουν έναν δάσκαλο ως κομμουνιστή. Ο Λάμπρος το ήξερε και πρόσεχε πολύ. Και μέσα στην τάξη και εκτός. Ωστόσο, μερικά πλαστά χαρτιά, δυο τρεις ψεύτικες μαρτυρίες και μερικά τηλεφωνήματα ήταν αρκετά. Ξεσηκώθηκε όλο το χωριό. Εννοείται δεν τα πίστευε κανείς αυτά τα ψέματα, όλοι γνώριζαν τι άνθρωπος ήταν ο Λάμπρος, μετά από τόσα χρόνια. Όλοι μακάριζαν την τύχη τους για το δάσκαλο που είχε λάχει στα παιδιά τους. Οι μικροί του μαθητές, εξοργισμένοι μόλις κατάλαβαν ότι θα έχαναν τον αγαπημένο του δάσκαλο, συνωμότησαν και, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς, ένα απόγευμα, βρέθηκαν να πετάνε αυγά, γιαούρτια, ντομάτες και κάθε είδους ζαρζαβατικό σε έναν τοίχο του σπιτιού του Μεγαρίτη. Έξαλλοι όλοι, όλοι στο πλευρό του Λάμπρου, πάσχιζαν να βρουν τρόπο να βοηθήσουν να ανατραπεί η απόφαση αυτή. Ο Λάμπρος είχε δίκιο. Ο Ακύλας είχε γνωριμίες. Μάταιος κόπος...
YOU ARE READING
ΧΑΔΙ
FanfictionΟ Λάμπρος περνάει τους πρώτους μήνες εξόριστος στη Λέρο. Η σκληρή πραγματικότητα που βιώνει πιθανόν να γίνει ακόμα σκληρότερη, όταν κάποιο πρωινό αντικρίζει ένα θέαμα που του κόβει την ανάσα...