Ήταν Παρασκευή. Κόντευε το δειλινό. Σε λίγο ξεκινούσε η επιβεβλημένη απαγόρευση κυκλοφορίας, μα όπως και να χει δεν είχαμε σκοπό να κυκλοφορήσουμε. Ο Σέργιος, ευτυχώς, μετά το σχολείο είχε φύγει με το Νικηφόρο στη Λάρισα. Ο Θεός το φύλαξε το παιδί και το πήρε μακριά απ' το σπίτι εκείνη τη μέρα. Το βραδινό μας ήταν σχεδόν έτοιμο. Τα κορίτσια έστρωναν τραπέζι και εγώ διόρθωνα τις τελευταίες εργασίες των παιδιών. "Να τελειώνω από σήμερα", σκεφτόμουν, "και όλο το σαββατοκύριακο να αφιερωθώ σ' εκείνη".
Θα ήταν ένα όμορφο τραπέζι. Είχαμε λόγο να χαιρόμαστε. Τα νέα χωράφια, θαρρείς ανταποκρινόμενα στην αγάπη και στο μεράκι όσων τα δούλευαν, απέδιδαν άριστο καρπό, άρα και υψηλό εισόδημα. Εκείνη τη μέρα, η Λενιώ και ο Φανούρης είχαν είσπραξη από έναν πολύ καλό έμπορο, όλοι οι εργάτες είχαν πληρωθεί, είχαν μείνει και λεφτά στην άκρη. "Η περίσταση απαιτεί και κρέας και καλό κρασί και γλυκό", είχε αποφασίσει η Ελένη μου. Ποιος να της αρνηθεί, που τα είχε καταφέρει τόσο καλά και όλοι τη θαυμάζαμε;
Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, φυσικά, μας είχαν αναστατώσει όλους. Ωστόσο, την ώρα του φαγητού δεν κάναμε ποτέ τέτοιες συζητήσεις. Το 'χαμε συμφωνήσει, εκείνες τις ώρες να λέμε μόνο ευχάριστα. Ιστορίες δικές μου απ' το σχολείο, κάποιο περιστατικό στο χωριό ή στα χωράφια, τα αστεία καμώματα ή τα κατορθώματα του ανιψιού μου, οτιδήποτε, τέλος πάντων χωρίς καμιά πολιτική χροιά.
Έτσι και κείνο το βράδυ. Σέρβιρα το κρασί, τσουγκρίσαμε με χαμόγελο. "Εις ανώτερα, Λενιώ!" ευχήθηκαν τα κορίτσια. "Πάλι τα κατάφερες, καρδιά μου", της είπα όλο καμάρι και τη φίλησα. Το φαγητό μύριζε υπέροχα, η Ασημίνα και η Δρόσω είχαν βάλει τα δυνατά τους. Αρχίσαμε να τρώμε με όρεξη, μας είχε σπάσει τη μύτη και πεινούσαμε αρκετά. Ίσα που προλάβαμε να γευτούμε δυο μπουκιές...
Το χτύπημα στην πόρτα μας ξάφνιασε και κοιταχτήκαμε ανήσυχοι. Τέτοια ώρα δεν μπορούσε να μας επισκεφτεί κανείς. Παραξενεμένη, όπως και οι υπόλοιποι, η Δρόσω σηκώθηκε ν' ανοίξει. Οι δύο χωροφύλακες μπήκαν και στάθηκαν χωρίς να μιλήσουν. Μ' έζωσαν τα φίδια. Τα χέρια μου ενστικτωδώς βρέθηκαν στους ώμους της Ελένης.
"Εσύ είσαι ο Λάμπρος Σεβαστός;" ρώτησε ανέκφραστα ο ένας αστυνόμος.
"Μάλιστα". Απορώ πώς βγήκε η φωνή μου.
"Συλλαμβάνεσαι", είπε ο άλλος.
"Τι; Γιατί;" αντέδρασε η Ελένη και έκανε να μπει μπροστά μου. Ήθελε να με προστατεύσει. Την έσπρωξα μαλακά από τον ώμο για να παραμείνει στη θέση της. Φοβήθηκα μην έχει μπελάδες κι εκείνη.
"Αντικαθεστωτική δράση", απάντησε αόριστα ο ένας, ενώ είχε εμφανίσει τις χειροπέδες και ερχόταν προς το μέρος μου. Μια στιγμή μετά, τα χέρια μου ήταν αιχμάλωτα. Το βλέμμα της Λενιώς, γεμάτο πανικό και φόβο, είχε καρφωθεί στο δικό μου, που βουβά την ικέτευε να μην μιλήσει, να μην τους προκαλέσει. Για το καλό της. Το χέρι του αστυφύλακα με πίεζε να κινηθώ προς τη πόρτα. Οι ματιές μας ακόμα μαγνητισμένες.
Κατέβαινα τα σκαλοπάτια στον αυτόματο, δεν ένιωθα, δεν έβλεπα γύρω μου, είχα μουδιάσει ολόκληρος, δεν μπορούσα να σκεφτώ τι συνέβαινε. Λίγο πιο κει περίμενε ένα περιπολικό. "Ελένη, μη!" άκουσα έντονη τη φωνή της Ασημίνας, μόλις κατέβηκα και το τελευταίο σκαλί. Δυο βήματα μετά, ένας εκκωφαντικός, βροντερός ήχος απ' το εσωτερικό του σπιτιού. Παράλληλα, γυαλιά να σπάνε, αντικείμενα να εκτοξεύονται. Είχε αναποδογυρίσει το τραπέζι απ' την οργή της. Μα ο θόρυβος δεν προερχόταν από κει. Έτσι ακούγονταν οι καρδιές μας που ράγιζαν ταυτόχρονα και ο κόσμος μας που γκρεμιζόταν για άλλη μια φορά...
Την έκπληξη δεν πρόλαβα να στην κάνω, συγγνώμη, καρδιά μου. Υπολόγιζα να γίνει μετά, μόνοι στην κάμαρη μας. Το κολιέ που σου είχα αγοράσει έμεινε κρυμμένο στο συρτάρι του κομοδίνου μου. Το χα παραγγείλει ειδικά για σένα, με τα αρχικά μας και την ημερομηνία του γάμου μας. Επίτηδες δεν διάλεξα ακριβό υλικό. Ήθελα να το φοράς συνέχεια, μέρα νύχτα, ακόμα και στα χωράφια. Κι ας χαλούσε, θα σου 'παιρνα καινούργιο... Αν τυχόν το χεις βρει, φόρα το, ψυχή μου... Χαλάλι η έκπληξη...
Της είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν μαζί. Ότι θα ήταν ευτυχισμένοι. Ότι δεν θα ξαναχώριζαν ποτέ. Πάλι δεν τον άφησαν να τηρήσει τον όρκο του. Πάλι άλλοι μπλέχτηκαν με τη ζωή τους. Πάλι η ζωή τον πήρε μακριά της. Γιατί; Γιατί; Γιατί;
YOU ARE READING
ΧΑΔΙ
FanfictionΟ Λάμπρος περνάει τους πρώτους μήνες εξόριστος στη Λέρο. Η σκληρή πραγματικότητα που βιώνει πιθανόν να γίνει ακόμα σκληρότερη, όταν κάποιο πρωινό αντικρίζει ένα θέαμα που του κόβει την ανάσα...