Ε

291 13 0
                                    

Ο Λάμπρος φοβόταν. Έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρος. Όχι για τον εαυτό του. Για εκείνη. Το ήξερε πως, αν ήθελαν εκείνα τα τομάρια, θα τους είχαν στείλει και τους δύο στο ξερονήσι. Όμως όχι. Το σχέδιο τους ήταν ακόμα πιο σατανικό. Ήθελαν πρώτα να τους χωρίσουν, να τους αποδυναμώσουν. Η Ελένη αβοήθητη, χωρίς στήριγμα, και εκείνος μίλια μακριά, ανίδεος για ό,τι μπορεί να συνέβαινε. Το επόμενο τους βήμα, ποιο θα 'ταν άραγε; Στην σκέψη και μόνο τον διαπερνούσε ο πόνος από πάνω ως κάτω. Δεν τολμούσε να σκεφτεί, δεν τολμούσε να φανταστεί... Καμιά φορά, προσπαθούσε να παρηγορηθεί από το γεγονός ότι δεν είχε καθόλου νέα απ' το χωριό. Τέτοιοι σαδιστές, έλεγε στον εαυτό του, αν είχε πάθει κάτι η Ελένη, θα φρόντιζαν να το μάθει. Είχαν τον τρόπο, σίγουρα. Εκεί, εγκλωβισμένος μακριά της, θα του σφύριζαν κακά μαντάτα, για να τον πονέσουν ακόμα παραπάνω. Για να χάσει το μυαλό του...

Με το νου του στη Λενιώ κοιμόταν και ξυπνούσε. Συνέχεια η μορφή της του κρατούσε συντροφιά. Τη σκεφτόταν χαρούμενη, με το γλυκό της χαμόγελο, όπως τη στιγμή που αρραβωνιάστηκαν, όμορφη, σαν τη μέρα του γάμου τους, ξέγνοιαστη, όπως τότε που είχε μεθύσει. Μόνο έτσι μπορούσε να αντέχει την κάθε μέρα που περνούσε. Μόνο με την ελπίδα να την ξαναδεί έτσι και πάλι. Μέσα στην αγκαλιά του.

Η Ελένη του ήταν μαχήτρια. Αγωνίστρια από παιδί. Θα πονούσε, θα έκλαιγε, θα θρηνούσε, θα εξοργιζόταν, θα κατέρρεε, άλλα πάλι θα έσφιγγε τα δόντια για να επιβιώσει. Έτσι ήταν πάντα. Λεβέντισσα από κούνια. Γι' αυτό ο Λάμπρος τη θαύμαζε και την καμάρωνε. Ήταν όμως και επαναστάτρια. Αδάμαστο πνεύμα ανέκαθεν. Δε φοβήθηκε ποτέ κανέναν, ό,τι είχε να πει το 'λεγε κατάμουτρα, χωρίς δισταγμό. Σε τίποτα δεν το είχε να σηκώσει την καραμπίνα. Που και που την έπλαθε κι έτσι το μυαλό του. Πολεμίστρια. Έτοιμη να υψώσει ανάστημα και όπλο, να υπερασπιστεί τον εαυτό της, τους ανθρώπους της και το δίκαιο με κάθε τρόπο. Πώς γινόταν μια εικόνα να τον γέμιζε περηφάνια και τρόμο παράλληλα; Γινόταν, αφού ήξερε ότι αυτό το χαρακτηριστικό της ήταν ικανό να την βάλει σε μπελάδες από το πουθενά. Και τότε το Λάμπρο τον έπιανε απελπισία. Αν μπορούσε, θα έπεφτε στη θάλασσα και θα 'φτανε κολυμπώντας κοντά της. Αυτή η ανημποριά τον άρπαζε απ' το λαιμό και του 'κοβε την ανάσα. "Αχ, Λενιώ μου, μην κάνεις καμιά κουτουράδα, καρδιά μου... Να προσέχεις, ψυχή μου... Κάνε κουράγιο... Κάνε υπομονή...", ικέτευε νοερά, συχνά με δάκρυα στα μάτια, ελπίζοντας η σκέψη του να πετάξει μέχρι το προσκεφάλι της. Να ξαπλώσει δίπλα της και να την αγκαλιάσει, αφού εκείνος δεν μπορούσε...

Μόνο σαν αποκοιμιόταν ηρεμούσε ο Λάμπρος. Κι ας τον έπαιρνε με δυσκολία ο ύπνος, κι ας κοιμόταν ελάχιστες ώρες. Όνειρα δεν έβλεπε ποτέ, μήτε καλά, μήτε κακά. Θαρρείς και τούτο ήταν το φευγιό του, η απόδραση του από τη ζοφερή πραγματικότητα...


Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
ΧΑΔΙWhere stories live. Discover now