Εκείνη τη νύχτα, είχε παιδευτεί πολύ μέχρι να κλείσει μάτι. Ο φόβος και η ανησυχία είχαν κατσικωθεί στην καρδιά του και δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν με τίποτα. Γύριζε και ξαναγύριζε πλευρό ο Λάμπρος, μπας και πάρουν πόδι κάποτε, αλλά τίποτα. Ανακάθισε μερικές φορές, προσπάθησε να πάρει δυο βαθιές ανάσες μπας και ξαλαφρώσει, προσευχήθηκε, μίλησε νοερά στην Ελένη του, ξάπλωσε πάλι. Ώσπου κάποια στιγμή, αποκαμωμένος σφάλισε τα μάτια του...
Πρέπει να κοιμόταν ελαφριά, αφού το αισθάνθηκε κατευθείαν το άγγιγμα στο χέρι του. Δε χρειαζόταν να ανοίξει τα μάτια του. Το ήξερε, ήταν το δικό της χάδι! Εκείνο που είχε στερηθεί τόσο άδικα όλο αυτό το διάστημα! Το άρωμα της γέμισε τα ρουθούνια του. Εισέπνευσε γερά και τα βλέφαρα του πετάρισαν. Ήταν εκεί! Μπροστά του, καθισμένη στην άκρη του ράντζου, του χάιδευε τρυφερά το χέρι. Τα μάτια της έλαμπαν, τον κοίταζε όλο αγάπη, του χαμογελούσε γλυκά... Φώτισε ο κόσμος του σαν την αντίκρισε... Ήταν πανέμορφη... Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο φουστάνι, οι μπούκλες της σκέπαζαν την πλάτη και τους ώμους της. Δε χόρταινε να την κοιτάζει... Πόσο του είχε λείψει!
"Αγόρι μου... Αγόρι μου, είσαι καλά;" τον ρώτησε χαϊδεύοντας το μάγουλο του.
Ο Λάμπρος βούρκωσε. Αχ, αυτό το χάδι της! Όλος του ο καημός πήρε δρόμο με μιας. Έτριψε το μάγουλο του και κείνος πάνω στο χέρι της, να κρατήσει κι άλλο αυτή η αίσθηση.
"Καλά είμαι, ψυχή μου, μην ανησυχείς... Εσύ, αγάπη μου, πρόσεχε... Πρόσεχε, σε παρακαλώ...". Έτρεχαν πια ποτάμι τα δάκρυα του.
"Σσσσσσς, ησύχασε, καρδιά μου, είμαι εντάξει... Είμαι εντάξει, πίστεψε με...", του αποκρίθηκε σκουπίζοντας τα δάκρυα του. "Τι είναι αυτό στο μάγουλο σου, τι έπαθες;" απόρησε, παρατηρώντας τη μελανιά που του είχε προκαλέσει ένας δεσμοφύλακας, όταν αποφάσισε μια ωραία πρωία να κάνει νταηλίκια.
"Τίποτα, εντάξει είμαι, θα περάσει..."
Έσκυψε και ακούμπησε τα χείλη της απαλά σ' εκείνο το σημείο του προσώπου του. Τα άφησε εκεί για ώρα, λες και μαγικά η μελανιά θα εξαφανιζόταν. Έχωσε το χέρι της μέσα στα μαλλιά του, τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο, μετά στα χείλη. Πολλές φορές. Πόσο διψούσε ο Λάμπρος για τα φιλιά της! Τα δεχόταν αχόρταγα, ευχόταν να μην τελειώσουν ποτέ... Έκλεισε ύστερα το χέρι της στα δικά του και το φίλησε ξανά και ξανά και ξανά...
"Κορίτσι μου... κορίτσι μου, φύγε από δω... Δεν είναι αυτό το μέρος για σένα, Λενιώ μου..."
"Πάντα μαζί σου είμαι, Λάμπρο μου... Δε θα χωριστούμε ποτέ πια... Πάντα δίπλα σου θα μ' έχεις... Όπου βρίσκεσαι εσύ, εκεί είναι η θέση μου στον κόσμο..."
Χάιδευε τρυφερά το μέρος της καρδιάς του όσο μιλούσε. Η φωνή της στ' αυτιά του, σαν το τραγούδι των αγγέλων! Του μιλούσε τόσο ήρεμα, τόσο γαλήνια... Τα χέρια τους έσμιξαν γερά, σαν μια γροθιά.
"Μου λείπεις τόσο, ψυχή μου..." της είπε με δάκρυα στα μάτια. "Αλλά θα γυρίσω... Θα γυρίσω να σε κάνω ευτυχισμένη. Λίγο υπομονή και θα 'ρθω... Φίλησε με μια φορά ακόμα και φύγε... Είναι επικίνδυνα εδώ..."
"Σ' αγαπώ", του ψιθύρισε και έσκυψε προς το μέρος του...
YOU ARE READING
ΧΑΔΙ
FanfictionΟ Λάμπρος περνάει τους πρώτους μήνες εξόριστος στη Λέρο. Η σκληρή πραγματικότητα που βιώνει πιθανόν να γίνει ακόμα σκληρότερη, όταν κάποιο πρωινό αντικρίζει ένα θέαμα που του κόβει την ανάσα...