Μια φορά κι έναν καιρό

3.1K 208 250
                                    

Book's Theme Song: Summer Wine

«Ήρθες κι εσύ μόνη σου στο πιο ερωτικό νησί των Κυκλάδων.»

«Μόνη μου δεν με λες.»

«Η φωτογραφική σου πραμάτια δεν μετράει.»

Η κατάξανθη κοπέλα αφήνει κάτω ό,τι κρατά και κάθεται στην σιδερένια καρέκλα δίπλα από εκείνη του κύριου Μέλιου, με ένα ίδιο τραπεζάκι να τους χωρίζει. Δέχεται το κρύο νερό από την εγγονή του ιδιοκτήτη, την Κατερίνα, και ξεδιψά μόνο με μια μεγάλη γουλιά.

«Που είναι το κακό με το να πηγαίνεις μόνος σου διακοπές;»

«Πουθενά, αντιθέτως. Μα η Σαντορίνη θέλει παρέα.»

Η Δόμνα χασκογελά μα δεν απαντά στον ηλικιωμένο που της κάνει παρέα ήδη εδώ και τέσσερις μέρες, από την μέρα που έφτασε στο νησί. Το ταξίδι της, οκτώ ώρες, ήταν κουραστικό, μα το κατάλυμα που είχε κλείσει από τον Φεβρουάριο –για σιγουριά– είχε έτοιμο ένα αμάξι για εκείνη στο λιμάνι. Ο οδηγός την ανέβασε μέχρι τα Φηρά και έπειτα, την άφησε έξω ακριβώς από το μικρό μαγαζάκι του κύριου Μέλιου.

Ο κύριος Μέλιος, ένας συνταξιούχος ναυτικός που δεν μπόρεσε να αφήσει την πατρίδα του άλλο να περιμένει, της είχε έτοιμο το κλειδί για το σπίτι του πάνω ορόφου και πριν την ξεναγήσει στα δωμάτια, στο μαγαζί και στην γύρω γειτονιά, την κέρασε ούζο από την Μεσαριά. Την τράταρε μερικούς μεζέδες που η εγγονή του είχε ετοιμάσει λίγη ώρα πριν την άφιξή της και έπειτα την άφησε να τακτοποιηθεί.

Τις επόμενες μέρες, ο ηλικιωμένος άνδρας και η Δόμνα έγιναν καλοί φίλοι.

Πέρα από τις ανεκτίμητες προτάσεις του για τις επισκέψεις της στο νησί, της δίνει απλόχερα όση σοφία διαθέτει, με την υπόσχεση της κοπέλας πως κάθε σπιθαμή του λόγου του θα βρει αντίκρισμα.

Όπως και τις προηγούμενες τέσσερις μέρες, έτσι και σήμερα, η Δόμνα έβγαλε από την τσάντα της το μαγνητόφωνό της, το άνοιξε και άφησε τον κύριο Μέλιο να πει όσα η ψυχή του του έλεγε. Εκείνη άκουγε χωρίς να μιλά, κοιτώντας τις φωτογραφίες που τράβηξε το πρωινό από το Φηροστεφάνι και άφηνε το αεράκι των δώδεκα να την δροσίσει από τον ήλιο που έκαιγε από νωρίς το πρωί.

«Κλείσε το μαραφέτι τώρα Δόμνα, τα είπα όσα ήθελα.»

Η κοπέλα τον άκουσε αμέσως. Έβαλε την συσκευή πίσω από όπου την έβγαλε και πριν κάνει το ίδιο και με την φωτογραφική της μηχανή, αποτύπωσε παντοτινά τον κύριο Μέλιο να της χαμογελάει, στην κάρτα μνήμης της.

Μια φορά κι ένας ΑύγουστοςWhere stories live. Discover now