Άνοιξε τα μάτια του στο πρωινό φως κι αμέσως τον χτύπησαν ασυνήθιστες ευωδιές: μια διαφορετική λουλουδάτη αύρα στα σεντόνια, απ'την κουζίνα κάτι άγνωστο μοσχοβολούσε και ήδη του άνοιγε την όρεξη... έκανε να τεντωθεί κι ένιωσε άλλη μια έκπληξη, το χέρι του άγγιξε πίσω του ένα ζεστό ξύλο, αντί για το σιδερένιο κεφαλάρι του κρεβατιού τους. Πριν προλάβει να επεξεργαστεί την πληροφορία, δύο παιδάκια όρμησαν στο δωμάτιο τιτιβίζοντας. Τα χασε εντελώς... «Λενιώ;» το κοριτσάκι που έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά του ήταν ίδιο, ολόιδιο, με το κοριτσάκι που έκατσε τότε δίπλα του την πρώτη μέρα στο σχολείο, τα ίδια καστανά μαλλιά, τα ίδια λακάκια στα μάγουλα, τα ίδια μάτια που όλη του τη ζωή είχε μάθει ν'αποζητάει για να ζεσταίνει την καρδιά του...
«Καλά, τεμπέλιασες σήμερα μπαμπά; Γιατί δεν σηκώθηκες ακόμα;» είπε η μικρή, τραβώντας παιχνιδιάρικα το τσουλούφι του.
«Μπαμπά εγώ το έμαθα τελικά το ποιηματάκι, να στο πω;» είπε το αγοράκι.
«Μπαμπά»; Αυτή η λέξη... λέξη αγαπημένη και πολύτιμη, λέξη που τόσο είχε λαχταρήσει, που τόσο είχε στερηθεί... Μέσα στο κεφάλι του, ένα μικρό σύννεφο διαλύθηκε:
«Να μου το πεις σε λίγο Μίλτο μου, κι εσύ Βαλεντίνη μαλώνεις εμένα αλλά ακόμα τη νυχτικιά σου φοράς, δεν τρέχεις να ετοιμαστείς;» - άκουσε τον εαυτό του να μιλάει, αλλά τα λόγια δεν ήταν δικά του. Το μυαλό του έπαιρνε χίλιες στροφές και δεν ήξερε που να καταλήξει: από τη μια η πραγματικότητα όπως την ήξερε δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ζούσε εκείνη τη στιγμή, από την άλλη όλα ήταν τόσο απτά, τόσο αληθινά και τα πρόσωπα και οι φωνούλες των παιδιών τού γεννούσαν μνήμες-εικόνες που δεν είχε ιδέα ότι υπήρχαν.
Τσιμπήθηκε μήπως και ξυπνήσει από όνειρο, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και περίμενε... τίποτα. Τα παιδιά ήταν ακόμα εκεί, είχαν τρέξει έξω από την κάμαρη, αλλά οι φωνούλες τους ακούγονταν ακόμα. Και η ίδια η κάμαρη... τόσο γνώριμη αλλά και τόσο διαφορετική...τα έπιπλα φαίνονταν καινούρια, οι τοίχοι φρεσκοβαμμένοι, όλα φροντισμένα στην εντέλεια. Όπως θα ταν αν δεν...
Πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του άκουσε φασαρία στο κουζινάκι. Κάτι τσιτσίριζε στο τηγάνι, πιατικά, κουζινικά χτυπούσαν...Το κεφάλι του βούιζε και σφυροκοπούσε με κάθε δυνατό ήχο. Πάλεψε με τη θολούρα και σηκώθηκε να πάει στη σάλα.
Αντικρίζοντας το κουζινάκι η καρδιά του έχασε κι άλλους χτύπους. Ένα νεαρό κορίτσι, θα ταν δε θα ταν 15 χρονών, έφερνε βόλτα το περίπλοκο μαγείρεμα με επιδέξιες κινήσεις. Γύρισε και του χαμογέλασε. Ένα πρόσωπο πολυαγαπημένο, ένα χαμόγελο τόσο οικείο...Το χαμόγελο της μάνας του; Όχι...πώς μπορεί...
«Που... η Ελένη που είναι;» αν υπάρχουν απαντήσεις, σίγουρα εκείνη τις έχει – πάντα εκείνη τις έχει.
«Η μάνα είναι στα χωράφια για πότισμα απ'τα χαράματα με τον παππού και με το Γιώργη, το ξέχασες;»
Παφ! Άλλο ένα μικρό σύννεφο σα να έσκασε μέσα στο μυαλό του.
«Με συγχωρείς Ευγενία μου, ξύπνησα με μια ζαλούρα σήμερα και τα χω λίγο μπλέξει» την κοίταξε απολογητικά
«Δεν είσαι καλά; Έφτιαχνα καφέ, αλλά αν είναι να σου φτιάξω ένα τίλιο καλύτερα»
«Όχι κορίτσι μου, καλά είμαι»
Δεν ήταν καλά. Το μυαλό του πλημμύριζε με εικόνες, καινούριες μνήμες που εισέβαλλαν απ'το πουθενά.
Το πρώτο τους μωρό ήταν κοριτσάκι. Γεννήθηκε στο σπιτάκι τους στη Θήβα, λίγους μήνες αφότου εγκαταστάθηκαν εκεί στον πρώτο του διορισμό. Θυμάται την κυρα-μαμή να την απιθώνει στην αγκαλιά του, θυμάται τη μυρωδιά της, θυμάται τα δάκρυα χαράς...κι ύστερα τα πρώτα της γενέθλια, τις βόλτες που έκαναν οι τρεις τους όταν το κοριτσάκι έλεγε πια τα πρώτα του λογάκια και ρωτούσε για τα πάντα... Δίπλα σε θάλασσα ήταν... Α ναι, το Μεσολόγγι, ο δεύτερος διορισμός του. Τα μάτια της μικρής καθρέφτιζαν τη λιμνοθάλασσα και είχαν κάτι από τα μάτια της μακαρίτισσας της μάνας του, ταιριαστό που της έδωσαν το όνομά της. Θυμάται τη μικρή Ευγενία να ακουμπάει τρυφερά το κεφαλάκι της στην κοιλιά της μαμάς της που ήταν ήδη φουσκωμένη έχοντας μέσα το δεύτερο παιδάκι τους...
«Μίλτο, Βαλεντίνη, ελάτε γρήγορα να φάτε, θ'αργήσετε σήμερα!» η φωνή της Ευγενίας τον έβγαλε από την ονειροπόλησή του – αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος να μη χαθεί εντελώς στο λαβύρινθο του μυαλού του ήταν να συγκεντρωθεί στο πρακτικό κομμάτι της καθημερινότητας.
Η Ευγενία τους σέρβιρε: φρέσκο ψωμί, μια ομελέτα που του είχε σπάσει τη μύτη απ'την ώρα που άνοιξε τα μάτια του, καφέ για κείνον, γάλα για τα παιδιά... «Χρυσοχέρα είσαι κόρη μου» την παίνεψε. Εκείνη χαμογέλασε πλατιά. Άραγε είναι κάτι που της το λέει συχνά;
Λίγο αργότερα κίνησε για το σχολείο με τα δύο μικράκια. Ο Μίλτος, ο βενιαμίν, τον κρατούσε απ'το χέρι, η Βαλεντίνη έτρεχε μπροστά και έσκυβε κάθε τόσο να μαζέψει αγριολούλουδα. Μια όμορφη άνοιξη είχε μόλις μπει στο Διαφάνι.
YOU ARE READING
Το Δώρο
Fanfiction[Άγριες Μέλισσες one-shot] Είμαστε αρχές Απρίλη του 1967, λίγους μήνες μετά τη μαύρη νύχτα του Διαφανιού. Ο Λάμπρος ξυπνάει ξαφνικά σε μια παράλληλη, άγνωστη πραγματικότητα, η οποία γίνεται παράδοξα οικεία, καθώς στο νου του εμφανίζονται σιγά σιγά...