~5~

373 17 3
                                    


Ο ήλιος του γαργάλησε τα βλέφαρα. Είχε ξημερώσει. «Όχι, όχι, όχι είχα πει ότι δε θα κοιμηθώ!» σκέφτηκε. Πανικοβλήθηκε. Σε τι κόσμο να είχε ξυπνήσει άραγε; Η θέση στο κρεβάτι δίπλα του άδεια. Ανασηκώθηκε. Η κάμαρη ήταν πάλι άβαφη, με τα παλιά της έπιπλα, το σιδερένιο κρεβάτι. Η καρδιά του βούλιαξε. Θυμήθηκε τα παιδικά γέλια που τον ξύπνησαν το προηγούμενο πρωί, άραγε χάθηκαν για πάντα; Τα βλέμματά τους, τα χάδια τους, οι αγκαλιές... η αγκαλιά του πατέρα του;

Ζαλισμένος ακόμα κατευθύνθηκε στο κουζινάκι. Τον χτύπησε η μυρωδιά του καφέ. Πάνω απ'το μπρίκι η γυναίκα του. Τα μάτια της, τα μπουκλάκια της, το χαμόγελό της. Ανάσανε ανακουφισμένος.

«Καλημέρα» είπαν ταυτόχρονα χαμογελώντας πλατιά. Τη φίλησε στο στόμα, μα εκείνη αποτραβήχτηκε ντροπαλά κοιτάζοντας πίσω του.

Ο μικρός Σέργιος είχε μόλις ξυπνήσει. «Καλημέρα θείε, καλημέρα θεία»

«Καλημέρα αγοράκι μου» είπε η Ελένη όλο χαρά.

Πίσω του κατέφθασαν η Δρόσω με την Ασημίνα, η μία κουβαλώντας τη σάκα του κι η άλλη το κολατσιό του.

«Κοίτα κακομοίρη μου να το φας το κολατσιό σου σήμερα, μην ακούσω πάλι ότι το τάισες στις κοτούλες!» τον μάλωσε τρυφερά η Ασημίνα.

Η δικιά του τσάντα βρισκόταν δίπλα στο τζάκι. Εκεί κρεμόταν και το πένθος που ακόμα φορούσε στο μανίκι. Το φόρεσε, όπως κάθε μέρα. «Κάθε μέρα...εκτός από μία» σκέφτηκε χαμογελώντας πικρά. Στον τοίχο τα κορίτσια είχαν κρεμάσει μια φωτογραφία του Γιώργη.

«Στους αγγέλους μας» - θυμήθηκε πάλι την ευχή-σπονδή του παπα-Γρηγόρη, αγγίζοντας απαλά το πένθος του και κοιτώντας ακόμα τη φωτογραφία στον τοίχο. Ένιωσε για μια στιγμή σα να ξανασυναντούσε το βλέμμα του απ'το προηγούμενο βράδυ...Υπήρξε στ'αλήθεια εκείνη η συνάντηση; Κάτι μέσα του έλεγε πως ναι – υπήρξε, ΥΠΑΡΧΕΙ, κάπου, κάπως, στο άπειρο σύμπαν υπάρχει και εκείνη η πραγματικότητα.

Του ξέφυγε ένας αναστεναγμός, αλλά σύντομα ένα καινούριο αίσθημα ήρθε ν'αντικαταστήσει το σφίξιμο που ένιωσε προηγουμένως. Ένα παράξενο αίσθημα γαλήνης, σιγουριάς και ίσως εμπιστοσύνης στη σοφία του σύμπαντος.

«Λοιπόν, κορίτσια – και μικρέ κύριε» είπε κοιτάζοντας τη μικρή του οικογένεια «τι θα λέγατε σήμερα μετά το σχολείο, να πάρουμε όλοι το κολατσιό μας και να το φάμε μαζί στην εξοχή – έχετε δει πόσο ολάνθιστα είναι τα λιβάδια;»

«Ναιιιί!» ξεφώνισε ο μικρός.

Οι αδελφές τον κοίταξαν με απορία αλλά και χαμόγελα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες που τον έβλεπαν έτσι κεφάτο και ανάλαφρο. Η Ελένη τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.

«Αφού ο άντρας μου θέλει σήμερα να γιορτάσουμε την άνοιξη, αυτό θα κάνουμε» είπε και το γέλιο της γέμισε το σπίτι.

Τα μάτια της δυο ήλιοι φωτεινοί, το μεγαλύτερο δώρο που του φερε η ζωή.



Το ΔώροWhere stories live. Discover now