Έφαγαν όλοι μαζί. Κοιτούσε μια την Ελένη και μια τα παιδιά τους και δεν τους χόρταινε. Τόση γλύκα στα πρόσωπά τους, τόση αγάπη κι ομορφιά. Ώστε έτσι είναι να νιώθεις ευλογημένος από το Θεό. Ήθελε να ρουφήξει το κάθε λεπτό μαζί τους, το κάθε δευτερόλεπτο που η αξία του μετριόταν μονάχα σε χρυσάφι.
Μόνο το βλέμμα του πεθερού του απέφευγε. Κι εκείνος πάλι σα να απέφευγε το δικό του. Δεν ήξερε γιατί, ένιωθε σα να υπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί μεταξύ τους παρόλο που δεν μπόρεσε ν'ανασύρει απ' την πρόσφατη μνήμη του κάτι σχετικό.
Αποφάσισε να βάλει στην άκρη αυτή την ανησυχία και απορροφήθηκε στην κουβέντα. Την Κυριακή ετοίμαζαν γλέντι τρικούβερτο. Η Ασημίνα με το Νικηφόρο θα φερναν πρώτη φορά τη μπέμπα τους στο χωριό. Θα ερχόταν και η Δρόσω από τη Λάρισα όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια δουλεύοντας σ'ένα μαγαζί με ρούχα το πρωί και σε μια μπουάτ το βράδυ. Ο Γιώργης δεν ενέκρινε τη βραδινή δουλειά της μικρής του κόρης – που δεν έλεγε να βάλει στεφάνι, παρά τα τόσα προξενιά – όλη η Λάρισα όμως είχε να λέει για τη φωνή της, «το αηδόνι του κάμπου» την έλεγαν και ένα δισκάκι που είχε γυρίσει τον τελευταίο χρόνο είχε γίνει ανάρπαστο. Αυτό του θύμισε και τώρα η Ελένη όταν πήγε πάλι να γκρινιάξει. Την Κυριακή δε θα υπήρχε χώρος για γκρίνιες – μόνο για χαρές. Θα μαζευόταν όλο το Σταμιρέικο κι όλο το Σεβαστέικο – όσοι από δάυτους είχαν απομείνει δηλαδή, για μια μεγάλη γιορτή πριν από τη βάφτιση της μικρής.
«Η μικρή μας μπέμπα, η μικρή μας Ανέτα!» έλεγε και ξανάλεγε η Βαλεντίνη και εκείνος αγαλλίαζε στο άκουσμα του ονόματος της αγαπημένης του θείας. Δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς ο Νικηφόρος, κι ας έσκαγε απ'το κακό της η Μυρσίνη που η πρώτη της εγγονή δε θα παιρνε το όνομά της. Στιγμιαία, το μυαλό του πέταξε σ'ένα άλλο παιδάκι. Ένα παιδάκι που τα μεγάλα έξυπνα μάτια του έλειπαν σήμερα από το σχολείο, ένα παιδάκι που η φωνούλα του αντηχούσε ακόμα στ'αφτιά του «θείε Λάμπροοο». Όχι. Έπρεπε ν'αντισταθεί. Εδώ υπήρχαν μόνο τα τέσσερα δικά του παιδιά, που κάθονταν σ'αυτό το τραπέζι, και η μπεμπούλα της Ασημίνας. Τα πέντε εγγόνια του Γιώργη που ήταν όλα τους μια ευλογία.
Όταν τελείωσαν το βραδινό, τα μικρότερα παιδιά πήγαν για ύπνο και τα μεγαλύτερα βοήθησαν στο μάζεμα κι ύστερα αποσύρθηκαν στη δικιά τους κάμαρη, στο κατώι του σπιτιού, δίπλα από αυτήν του παππού τους. Ο γερο-Σταμίρης πάλι βγήκε στην αυλή να καπνίσει ένα τελευταίο τσιγάρο.
YOU ARE READING
Το Δώρο
Fanfiction[Άγριες Μέλισσες one-shot] Είμαστε αρχές Απρίλη του 1967, λίγους μήνες μετά τη μαύρη νύχτα του Διαφανιού. Ο Λάμπρος ξυπνάει ξαφνικά σε μια παράλληλη, άγνωστη πραγματικότητα, η οποία γίνεται παράδοξα οικεία, καθώς στο νου του εμφανίζονται σιγά σιγά...