Ο Μιλτιάδης άνοιξε την πόρτα απορημένος, είχε στα χέρια του μια πετσέτα, τον είχε πετύχει πάνω στο ξύρισμα.
«Πατέρα» είπε ξέπνοα και έπεσε στην αγκαλιά του. Τα δάκρυα γρήγορα έγιναν αναφιλητά. «Πατέρα μου».
Ο Μιλτιάδης κατατρόμαξε. «Τι συμβαίνει παιδί μου; Λάμπρο μου; Έχει γίνει κάτι;»
Εκείνος δεν μπορούσε να συνέλθει, αγκάλιαζε τον πατέρα του σφιχτά, σαν για να μην του ξαναφύγει. Τότε ακούστηκε άλλη μια φωνή «Αδερφέ μου είσαι καλά;» Ο Γιάννος! Άφησε για λίγο την αγκαλιά του πατέρα του κι έπιασε να παρατηρεί μέσα απ'τα δάκρυά του αυτό το νέο θαύμα. Ο Γιάννος τους, ζωντανός και υγιής, μεγαλύτερος απ'ό,τι τον θυμόταν, στεκόταν στη μέση της σάλας. Τον πλησίασε αργά, προσεκτικά, σα να φοβόταν μην τον τρομάξει. Χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπό του. «Γιάννο μου, παλικάρι μου». Άλλο ένα κύμα λυγμών τον κατέκλυσε. Πώς είναι δυνατόν;
Πάνε εννιά χρόνια πια από τότε που γύρισαν. Θυμάται πώς πέταξαν απ'τη χαρά τους όταν ήρθε επιτέλους η πολυπόθητη μετάθεση. Επιτέλους πίσω στο Διαφάνι τους. Η Ευγενία και ο Γιώργης τους θα ξεκινούσαν το σχολείο εκεί, κοντά στους παππούδες, τις θείες και το θείο τους. Τα πράγματα όμως στο χωριό δεν ήταν όπως τα άφησαν. Ο Δούκας κι ο πρωτότοκός του, αυτός ο διάολος ο Σέργιος, τους έκαναν πόλεμο για τα χωράφια κι αν δεν ήταν το πείσμα της γυναίκας του, μαζί με τη βοήθεια του Νικηφόρου και της θείας Ανέτ, ακόμα στα μαχαίρια θα βρίσκονταν, το χωριό θα χε γίνει τσιφλίκι του θείου ή – χειρότερα – άγονο πια και μολυσμένο, θα χε προστεθεί στις παράπλευρες απώλειες μιας παράνομης βιομηχανικής ζώνης. «Πάνω στην ώρα γυρίσατε πίσω δάσκαλε» έλεγαν για καιρό μετά οι χωριανοί, που τους ευγνωμονούσαν για τον αγώνα που έδωσαν. Εκείνος όμως τα θυμάται αλλιώς. Θυμάται ν'αναρωτιέται αν η επιστροφή τους στο χωριό ήταν καταραμένη, γιατί έγιναν και τόσα άλλα τότε, εκείνα τα δύο πρώτα χρόνια που έρχονταν τα δεινά το ένα μετά το άλλο...
Σαν αστραπή πέρασε απ'το μυαλό του μια σκέψη «δεν είναι όμως αυτή η ΔΙΚΙΑ μου ιστορία, αυτή είναι η ιστορία κάποιου άλλου». Ο Γιάννος, που είχε μείνει να τον κοιτάει στα μάτια, σα να τη διάβασε αμέσως. «Είσαι διαφορετικός Λάμπρο, δεν είσαι ο ίδιος». Ταράχτηκε. Ξέρει; Πάντα το μυαλό του λειτουργούσε διαφορετικά απ'των άλλων, πάντα έβλεπε και μια άλλη πραγματικότητα αυτό το παιδί. Μήπως αυτή είναι η ένδειξη ότι κι εκείνος πια ακροβατεί στους κόσμους που τόσα χρόνια χάνεται ο αδερφός του;
YOU ARE READING
Το Δώρο
Fanfiction[Άγριες Μέλισσες one-shot] Είμαστε αρχές Απρίλη του 1967, λίγους μήνες μετά τη μαύρη νύχτα του Διαφανιού. Ο Λάμπρος ξυπνάει ξαφνικά σε μια παράλληλη, άγνωστη πραγματικότητα, η οποία γίνεται παράδοξα οικεία, καθώς στο νου του εμφανίζονται σιγά σιγά...