Στην πόρτα του σχολείου τον περίμεναν ένα τσούρμο παιδιά, τα μικρότερα συνοδευόμενα απ'τις μαμάδες τους. Είχε αργήσει. Πέρασε μπροστά ν' ανοίξει την πόρτα, κοκκινίζοντας λίγο από ντροπή για την καθυστέρηση. Τα παιδιά ξεχύθηκαν στην αίθουσα, ούτε που τα είχε νοιάξει. Ανάμεσα στις μαμάδες που τον καλημέρισαν εν χορώ, αναγνώρισε κοντινούς του ανθρώπους.
«Τι μάθατε από τη φιλενάδα μου δάσκαλε; Πότε καταφθάνουν;»
Η Ουρανία. Ήταν ανάγκη να του κάνει ερωτήσεις τώρα; Ο αρχικός πανικός όσο έψαχνε στο μυαλό του την απάντηση αντικαταστάθηκε από νέα έκπληξη: ναι, ήξερε τι να της πει. Η πληροφορία βρισκόταν εκεί, σαν ώριμος καρπός ενός δέντρου που είχε ξεφυτρώσει μαγικά μέσα σε μια νύχτα.
Η φιλενάδα της, η Ασημίνα τους δηλαδή, θα έφτανε το Σάββατο απ'το Παρίσι. Μαζί με το Νικηφόρο και το νέο μέλος της οικογένειάς τους, ένα μωράκι που είχαν καταφέρει να υιοθετήσουν πριν λίγους μήνες. Κόντευαν δυο χρόνια απ'την τελευταία φορά που είχαν έρθει στο χωριό και ήξερε ότι είχαν λείψει σε όλους. Το ένιωθε μέσα του κι ας ένιωθε ταυτόχρονα και την πίεση μιας άλλης μνήμης, τελείως διαφορετικής... θα παιρνε όρκο ότι την Ασημίνα την είδε μόλις χτες, ήταν στο σπίτι τους μαζί με... όχι. «Όχι πάλι» είπε στον εαυτό του και τίναξε ελαφρά το κεφάλι του για να διώξει την ομίχλη. «H δουλειά σου περιμένει, δεν σε παίρνει να τα χάσεις τώρα». Ήξερε πολύ καλά τι ήταν ο ανομολόγητος φόβος που φώλιαζε στα βαθύτερα μέρη της καρδιάς του. Εκεί που δεν ήθελε ποτέ να κοιτάξει. Ο φόβος της αρρώστιας που πρώτα ο αδερφός του και μετά ο πατέρας του... Απόδιωξε γρήγορα κι αυτή τη σκέψη και ρίχτηκε με ζήλο στη δουλειά.
Δεν είχε ιδέα πώς τα κατάφερε, αλλά το μάθημα κυλούσε όμορφα. Τα παιδιά τον αγαπούσαν και τον υπάκουαν όπως πάντα. Τα δυο τα δικά του ήταν επιρρεπή στις σκανδαλιές, αλλά ένα του αυστηρό βλέμμα έφτανε για να τα βάλει στη θέση τους. Μπορούσε ν'ακούσει τον εαυτό του να τους λέει «τα παιδιά του δασκάλου επιβάλλεται να ναι τα πιο φρόνημα, αν δε δώσετε εσείς το καλό παράδειγμα τότε ποιος;».
Όσο κόντευε η ώρα για το σχόλασμα, η διάθεσή του άρχισε ν'αλλάζει. Μια σκέψη άρχισε να θρονιάζεται στο κέντρο του μυαλού του και να κυριαρχεί πάνω σε όλες τις άλλες. «Ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου». Η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και κάθε φορά που αντηχούσε η φράση στο μυαλό του, ένιωθε ότι το στήθος του θα σπάσει «ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου;».
Έβαλε τα παιδιά να κάνουν σιωπηλή ανάγνωση τα τελευταία λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι για το σχόλασμα. Είχε ανάγκη την ησυχία μήπως και μπορέσει και συγκεντρωθεί, μήπως και καταλαγιάσει η καταιγίδα μέσα του, αλλά μάταια. Με το που έληξε η ώρα του μαθήματος έτρεξε προς την έξοδο, σχεδόν ξεχνώντας πως πρέπει να περιμένει πρώτα να βγουν όλα τα παιδιά ώστε να κλείσει την πόρτα. Η Βαλεντίνη και ο Μίλτος αντιλήφθηκαν τη βιασύνη του.
«Θα πάμε γρήγορα σπίτι σήμερα μπαμπά;» ρώτησε το κορίτσι
Τι ν'απαντήσει;
«Όχι καρδούλα μου, καθίστε να παίξετε στην πλατεία γιατί έχω να περάσω απ'το σπίτι του παππού για λίγο, εντάξει;»
«Εμείς να μην έρθουμε;»
Πάλι δεν ήξερε τι ν'απαντήσει. Πώς γίνεται να ναι τόσο δύσκολες οι πιο απλές ερωτήσεις;
«Όχι, καλύτερα όχι σήμερα. Δε θ'αργήσω όμως το υπόσχομαι!»
Τους χαμογέλασε για να τους καθησυχάσει και τάχυνε το βήμα. Όταν πια βρέθηκε έξω από το οπτικό τους πεδίο άρχισε να τρέχει. Δεν τον κρατούσε τίποτα. Έφτασε λαχανιάζοντας στην πόρτα του πατρικού του και τη χτύπησε δυνατά. Η καρδιά του είχε φτάσει στο στόμα, τα μηνίγγια του χτυπούσαν σα σφυριά.
YOU ARE READING
Το Δώρο
Fanfiction[Άγριες Μέλισσες one-shot] Είμαστε αρχές Απρίλη του 1967, λίγους μήνες μετά τη μαύρη νύχτα του Διαφανιού. Ο Λάμπρος ξυπνάει ξαφνικά σε μια παράλληλη, άγνωστη πραγματικότητα, η οποία γίνεται παράδοξα οικεία, καθώς στο νου του εμφανίζονται σιγά σιγά...