Σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Παντρεύομαι τον πιο εκπληκτικό άντρα του κόσμου. Τον λένε Βασίλη και είναι 36 ετών. Γνωριστήκαμε τυχαία όταν είχε έρθει εκδρομή με το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο του. Του άρεσε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Είναι ψηλός, αδύνατος με σγουρό μακρύ μαλλί. Συχνά τα έπιανε κότσο αλλά εγώ λάτρευα όταν τα είχε κάτω. Τα μαλλιά του, τα μάτια του μαύρα σαν τον έβενο, τα χείλη του όταν χαμογελούσε ήταν για να τα γλυκοφιλάς και είχε μια γλυκύτατη, πλακουτσωτή μυτούλα. Εγώ από την άλλη είμαι η Τζώρτζια είμαι 24 χρονών με σγουρά καστανοκόκκινα μαλλιά και καστανά μάτια. Είμαι μετρίου αναστήματος με πιασίματα. Αλλά αυτό που του άρεσε πάντα πάνω μου ήταν η ελιά που είχα στην μύτη μου... Α ναι και φοράω γυαλιά. Σήμερα αποφάσισα να μην φορέσω γυαλιά αλλά φακούς επαφής. Έβαλα το νυφικό μου, ήρθε η φίλη μου και τα κορίτσια να με φτιάξουν και εγώ είχα σκάσει από ευτυχία. Ανυπομονούσα την ώρα που επιτέλους θα ήμασταν μαζί, που θα ήμουν πλάι του, που θα ενωνόμασταν ενώπιον του Θεού. Θα ήμασταν επιτέλους ένα... Γελούσαμε και πίναμε ρακί... Έτσι κάνουμε εδώ στην Κρήτη... Η οικογένεια μου και όλοι οι συγγενείς μας σε ένα ξωκλήσι μας περίμεναν με θέα την γαλάζια αφρουδένια θάλασσα να παφλάζει και να ακούγεται η μελωδία της. Ο Βασίλης δεν ήθελε να μου χαλάσει χατίρι μιας και σε αυτόν άρεσε πάντα το βουνό. Ντλιν ακούγεται ο θόρυβος στο κινητό μου... Σκουπίζω τα μάτια μου από τα δάκρυα χαράς που με έχουν πλημμυρίσει και το ανοίγω. "Σε αγαπώ πολύ ❤️" Του γράφω κι εγώ σε αγαπώ πολύ και ανυπομονώ για την στιγμή που θα ενωθούμε με τα δεσμά του γάμου 😘. Δεν μου απάντησε... Ήρθε η στιγμή να πάω στην εκκλησία. Ένας κόμπος στο λαιμό και στο στομάχι με έχουν πιάσει. Ένας φόβος ότι κάτι δεν πάει ή δεν θα πάει καλά. Κλείνω τα μάτια μου και παίρνω βαθιές ανάσες. Όλα θα πάνε καλά. Έτσι μου έλεγε... Έτσι μου έλεγε να σκέφτομαι... Ότι μας ακούει το σύμπαν... Τον πίστεψα... Πίστεψα κάθε του λέξη... Πίστεψα σε αυτόν... Αφέθηκα σε αυτόν... Έριξα κάθε τείχος που είχα κτίσει γύρω μου για να με προστατεύει, για να προστατεύει εμένα, την καρδιά μου, την ψυχή μου από τον καθένα που μου πουλούσε αγάπες και λουλούδια. Ένιωσα από την πρώτη στιγμή και ας μην το παραδεχόμουν πόσο πολύ ταιριάζουμε. Παρακάτω θα ακούσετε όλη την ιστορία μας... Θα τα πάρω όλα από την αρχή. Μπήκα στο αυτοκίνητο. Ο πατέρας μου περίμενε από έξω από την εκκλησία για να με συνοδεύσει δίπλα στον Βασίλη. Είχα καθυστερήσει όπως έλεγε το έθιμο μισή ώρα. Είχε κίνηση και αυτό μου άρεσε λίγο. Μου άρεσε που θα τον έστηνα, θα έμπαινε σε περιέργεια αν θα πάω ή όχι, τι νυφικό θα φοράω. Φτάσαμε και η καρδιά μου φτερουγιζε, νόμιζα πως θα βγει έξω από το σώμα μου ώστε να πάει σε αυτόν. Ο πατέρας μου ανήσυχος πήγαινε πάνω κάτω έξω από την εκκλησία. Σκέφτηκα ότι περίμενε εμένα με αγωνία. Οι κόρνες του αυτοκινήτου αντήχησαν. Ένα χειροκρότημα έκοψε την σιγή ύστερα από τις αλλεπάλληλες κόρνες. Πλησίασα τον πατέρα μου. "Μπαμπά τι συμβαίνει;" "Ο γαμπρός δεν έχει έρθει ακόμα..." "Πάμε μέσα... Σι-σίγουρα θα έρθει. Θα έχει κίνηση..." Ακούγονταν ψίθυροι και ομιλίες καθώς έμπαινα μέσα μετά συνοδείας. "Που ακούστηκε να έρθει πρώτα η νύφη;" "Λες να την έστησε;" "Μα δεν ταίριαζαν." "Από την αρχή δεν μου γέμισε το μάτι..." Ο παπάς βγήκε αρκετά εκνευρισμένος από το ιερό λέγοντας ότι είχε κι άλλες δουλειές και ότι δεν μπορούσε να περιμένει εμάς. "Σας παρακαλώ πάτερ περίμενε σίγουρα κάτι θα του έτυχε. Ας περιμένουμε. Σίγουρα θα έρθει" είπα προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι θα έρθει. Αυτό το σίγουρα θα με φάει και αυτό που πίστευα τους άλλους πάντα με έτρωγε. Έτρωγε το μέσα μου. Η ώρα περνούσε και άρχισα να ανησυχώ μήπως έπαθε τίποτα. Άρχισα να τον παίρνω τηλέφωνο αλλά κάθε φορά που τον έπαιρνα έλεγε πως ήταν κλειστό. Η φίλη μου προσφέρθηκε να πάει στο σπίτι του να δει γιατί καθυστερούσε. Βασικά από σήμερα θα ήταν το σπίτι μας. Εκεί έμενα, συζούσαμε. Κάθισα στο παγκάκι. Οι καλεσμένοι είχαν βαρεθεί και πήγαιναν πάνω κάτω. Ανυπομονούσαν όπως όλοι οι καλεσμένοι για το τζάμπα φαγητό. Πέρασε λίγη ώρα και ήρθε η φίλη μου. Στα χέρια της κρατούσε έναν φάκελο με το όνομα μου. "Τι έγινε; Πού είναι;" "Δεν ήταν σπίτι... Βρήκα αυτό πάνω στο τραπέζι." Έφυγα από την εκκλησία και πήγα στην θάλασσα. Κάθισα σε έναν βράχο και άνοιξα με τρεμάμενα χέρια το γράμμα. Έλεγε μόνο μια λέξη. "Συγγνώμη" Τα δάκρυα εμφανίστηκαν μονομιάς. Σαν μια καταρρακτώδης βροχή που εμφανίζεται χωρίς να την περιμένεις. Τα μάτια μου μουτζουρωμένα, το κραγιόν είχε βγει από τα κόκκινα χείλη μου, πασαλείφοντας τα μάγουλα μου. Τους πλησίασα και είπα ότι μπορούν να φύγουν. Ότι ο γάμος δεν θα γίνει. Και έφυγα τρέχοντας αφήνοντας τους όλους πίσω με την περιέργεια τους. Η οικογένεια μου και η φίλη μου έτρεξαν από πίσω μου αλλά δεν με πρόλαβαν γιατί μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα. Πήγα στο σπίτι που άλλοτε θα έμπαινα με χαρά, θα με σήκωνε στα χέρια του και θα μπαίναμε μέσα πέφτοντας και χαζογελώντας. Έκλεισα την πόρτα με πάταγο άρχισα να γελάω και ταυτόχρονα να κλαίω. Άρχισα να πετάω ότι έβρισκα μπροστά μου, ότι υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Μπήκα στο δωμάτιο. Υπήρχαν κάποια πράγματα του ακόμα. Αυτό έδειχνε ότι ίσως μια μέρα επέστρεφε. Αλλά εγώ δεν θέλω πλέον να έρθει. Ζητάει συγγνώμη γιατί; Που από εκεί που ένιωθα και πάλι ζωντανή με σκότωσε; Που μαύρισε την πιο όμορφη μέρα της ζωής μου; Που τα έκανε όλα στάχτη; Η συγγνώμη δεν μπορεί να κλείσει τις πληγές που δημιούργησε η καταραμένη φυγή του. Ξέρω ότι δεν μπορούσα να τον κρατήσω για πάντα σε ένα μέρος και συγκεκριμένα σε ένα νησί που δεν του αρέσει. Πάντα του άρεσαν οι βουνίσιες πόλεις. Όπως η Ξάνθη. Αλλά πίστευα ότι η αγάπη μας, εγώ ότι θα τον άλλαζα βασικά ότι τον είχα αλλάξει. Πόσο έξω έπεσα!! Κάθισα στο κρεβάτι... Στο μυαλό μου χιλιάδες γιατί... Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Έβλεπα το νυφικό και καιγόμουν πιο πολύ! Έπιασα ένα ψαλίδι και το έκοψα, το έσκισα όπως και αυτός με έσκισε, με πετσόκοψε σε χιλιάδες κομματάκια. Έμεινα μισόγυμνη... Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα που εγώ δεν καπνίζω. Δακρυσαν τα μάτια μου, ετσουζε ο λαιμός μου, άρχισα να βήχω αλλά δεν το έβγαλα από το στόμα μου. Είδα την φωτογραφία που ήμασταν μαζί αγκαλιά και τόσο χαμογελαστοί. Η ευτυχία όμως δεν κρατάει για πάντα!! Μου την πήρε μέσα από τα χέρια!! Ημίγυμνη κάθισα κάτω δίπλα από το κρεβάτι κοιτώντας τα κομμάτια του σκισμένου νυφικού... Έτσι ακριβώς είχε γίνει και η καρδιά μου...
YOU ARE READING
Γιατί με άφησες;
Teen FictionΔύο άνθρωποι... Δύο διαφορετικοί κόσμοι μα όμως τόσο κοινοί... Η απόσταση τους χωρίζει μα η μοίρα τους ενώνει. Πάντα ζητάμε έναν άνθρωπο να μας αγαπάει, να γιατρέψουμε ο ένας του άλλου τις πληγές και ασφάλεια. Η Τζώρτζια τα βρήκε στο πρόσωπο του Βασ...