Όλα ξεκίνησαν στα τέλη Ιουλίου. Μια όμορφη καλοκαιρινή ημέρα. Σχεδόν όλος ο κόσμος έτρεχε στις παραλίες. Το ίδιο κι εγώ. Ήμουν στην ξαπλώστρα με το γυαλί, το καπέλο και φυσικά το βιβλίο μου. Η αλήθεια είναι ότι είχα βαρεθεί λιγάκι και πήγα να ρίξω μια βουτιά στην καταγάλανη, γυαλιστερή θάλασσα. Μόλις μπήκα μέσα η θάλασσα και τα κύματα της αγκάλιασαν το σώμα μου. Μου άρεσε αυτή η αίσθηση. Άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο τριγύρω μου και το μάτι μου έπεσε έξω στον δρόμο όπου είχε σταματήσει ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Μου έκανε εντύπωση γιατί δεν είχα ξαναδεί τροχόσπιτο στην πόλη μου. Το σταμάτησε στο πάρκινγκ και κατέβηκε από το τροχόσπιτο. Είδα να κατεβαίνει ένας όμορφος άντρας. Δεν ήταν γυμνασμενος αλλά αδύνατος. Δεν είχε κοντά μαλλιά αλλά μακριά σπαστά, μπουκλωτα μαλλιά. Τα μάτια του γυάλιζαν από πόθο να μπει στην αλμυρένια θάλασσα. Δεν φορούσε τίποτα άλλο πέρα από ένα μπλε σκούρο σορτς. Γύρισα από την άλλη και άρχισα να κάνω βουτιές και να αφήνομαι στα χέρια της θάλασσας που πάντα με γοήτευε. Ύστερα από λίγο αποφάσισα να βγω γιατί είχα να πάω να δω την οικογένεια μου. Βλέπετε η μητέρα μου είναι άρρωστη αλλά πάντα εκεί για εμένα. Πάντα εκεί για να με βοηθήσει, να μου σταθεί, να με στηρίξει. Και τώρα ήρθε η σειρά μου να το κάνω. Να στηρίξω αυτούς που τόσο αγαπώ και μου έχουν σταθεί. Κάθισα στην ξαπλώστρα και άρχισα να ετοιμάζομαι όταν κοίταξα πιο δίπλα και τον είδα να με κοιτάει και να μην παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου. Σαστισα είναι η αλήθεια... Σηκώθηκε από την ξαπλώστρα του και άρχισε να με πλησιάζει. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω από το να το βάλω στα πόδια. Πήγα στην ντουζιέρα για να ξεπλυθώ. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο απαλό και ζεστό νερό να τρέχει πάνω μου. Γυρίζω για να τυλίξω την πετσέτα πάνω μου και για να κλείσω το νερό και ήταν από πίσω μου. Μου χαμογελάει και ανοίγει την παλάμη του. "Σου έπεσαν τα κλειδιά!" Χαχαχα και εγώ φαντάστηκα ότι ήθελε να με φλερτάρει. Τι ανόητη που είμαι. "Ευ-ευχαριστω πολύ" ψέλλισα. Τα πήρα και γύρισα να φύγω. Σίγουρα θα έχω γίνει σαν την ντομάτα. "Περίμενε λίγο..." μου φώναξε... "Ναι;"τόλμησα να του αποκριθώ. "Πως σε λένε;" "Τζώρτζια... Γιατί;" "Γιατί είσαι τόσο όμορφη και γλυκιά όταν κοκκινίζεις. Εμένα με λένε Βασίλη..." Δεν ήξερα τι να απαντήσω... Ήθελα να φωνάξω και να πω ουαουυυ. Δεν περίμενα να με κοιτάξει αυτός ο απίστευτα τέλειος άντρας. Δεν ξέρω αν θα τον βρίσκατε εσείς τέλειο. Αλλά εμένα μου άρεσε. Οι ατέλειες κάνουν τον άνθρωπο όμορφο. "Ευχαριστώ" "Θα ήθελα να βγούμε για καφέ να σε γνωρίσω καλύτερα." "Μα δεν γνωριζόμαστε..." "Για αυτό στο ζητάω. Για να γνωριστούμε." "Εντάξει..." Όσο χαζό κι αν ακούστηκε αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία. Έτσι. Κανονίσαμε να βγούμε το βράδυ και θα πηγαίναμε σε μια καφετέρια που είναι ένα ήσυχο μέρος χωρίς πολλές φασαρίες και άτομα. Ήταν το κατάλληλο μέρος για να γνωριστούμε. Έφυγα χαμογελώντας πως αυτός θα με έκανε μια μέρα πολλή ευτυχισμένη. Τι λάθος που έκανα όμως... Πήγα στην οικογένεια μου και συγκεκριμένα στην μητέρα μου για να δω αν ήταν καλύτερα. Χτύπησα το κουδούνι και άνοιξε ο πατέρας μου στεναχωρημένος. "Γεια σου μπαμπουλη μου (έτσι τον φώναζα από μικρή!) Τι έχεις; Γιατί είσαι έτσι; Έκλαιγες;" "Τίποτα κορουλινι μου... Απλώς δεν μπορώ να βλέπω έτσι την μητέρα σου να υποφέρω και να μην μπορώ να κάνω τίποτα... Καίγομαι να την βλέπω έτσι να πονάει..." "Μπαμπακο μου να ξέρεις ότι υπάρχουν πιθανότητες να το ξεπεράσει. Μην το βάζεις κάτω... Είδες η μαμά δεν το έχει βάλει. Το παλεύει. Χρειάζεται στήριξη η μαμά. Μας θέλει κοντά της και θέλει να βλέπει πως την στηρίζουμε σε αυτόν τον αγώνα που δίνει..." "Έχεις δίκιο μικρή μου αλλά δεν μπορώ να την βλέπω έτσι... Σπαραζει η καρδιά μου..." "Θα βρω και άλλη δουλειά αν χρειαστεί για να βγάλω παραπάνω χρήματα για να την πάμε σε έναν πολύ καλό ειδικό γιατρό" "Ευχαριστώ κόρη μου είσαι η μόνη που ενδιαφέρεται για εκείνη. Όλοι οι συγγενείς δεν δίνουν σημασία μόνο δικαιολογίες... Και εξάλλου ήδη κάνεις δύο δουλειές..." "Για την μαμά θα έκανα και χίλιες δύο.... Σημασία έχει να γίνει καλά... Τίποτα άλλο δεν μετράει αυτή την στιγμή!!" Πήγα μέσα. Φαινόταν εξαντλημένη και χλωμή. Τα μάτια της ίσα που με κοίταξαν κι έκλεισαν. Αλλά το χαμόγελο όσο λίγο κι αν ήταν πάντα φώτιζε το πρόσωπο της και την έδειχνε πιο ζωντανή. Όσο κι αν υπέφερε δεν το έδειχνε. "Γωγούλα μου ήρθες κοριτσάκι μου. Τι κάνεις;" "Καλά είμαι μανουλίτσα μου. Εσύ νιώθεις καθόλου καλύτερα με τα καινούργια φάρμακα που σου έδωσε ο γιατρός;" "Ναι νιώθω πολύ καλύτερα. Δεν νιώθω τόσο πολύ τους φρικτούς πόνους. Απλώς νιώθω εξαντλημένη... Αλλά πιστεύω πως σύντομα θα είμαι πολύ καλύτερα!" "Άντε το εύχομαι μανούλα μου... Να δώσεις και πάλι ζωντάνια σε αυτό το σπίτι αλλά και σε εμάς..." Την φίλησα και την άφησα να κοιμηθεί. Συζητήσαμε λίγο με τον πατέρα μου κι ύστερα έφυγα. Άρχισε να βραδιάζει και ήθελα να ετοιμαστώ. Ήθελα να του κάνω καλή εντύπωση. Μόλις μπήκα πήγα να κάνω ένα ντουζ για να φύγει η αλμύρα από πάνω μου και ύστερα πήγα και ίσιωσα λίγο τα μαλλιά μου. Τόσο όσο. Έβαλα ένα μάξι φόρεμα σαν τώρα το θυμάμαι μαύρο, με διάφορα πράσινα, ροζ, κόκκινα, χρυσά,μπλε και πορτοκαλιά λουλούδια και πλατφόρμες μαύρες που το λουράκι τους έμοιαζε σαν αυτό της μπαλαρίνας. Βάφτηκα με ένα κόκκινο κραγιόν, λίγο κόκκινο ρουζ για να τονίσω τα μάγουλα μου, μάσκαρα και σκιά ροζ προς το μωβ για τα μάτια. Πήρα την τσάντα, το κινητό και τα κλειδιά και έφυγα. Ελπίζω -σκεφτόμουν- σε όλο τον δρόμο να μην έχω ντυθεί too much. Έφτασα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Μπαίνω και τον βλέπω. Μια φωνή μέσα μου μου λέει να κάνω στροφή και να φύγω. Αλλά η καρδιά μου με σπρώχνει να πάω εκεί κοντά του και να τον γνωρίσω, να τον μάθω... Σηκώνεται και πηγαίνω κοντά του. Όλοι με κοιτάζουν περίεργα. Αυτός μου χαμογελάει γλυκά. "Πάλι κοκκίνισες; Μπορώ να ρωτήσω γιατί;" "Γιατί ντύθηκα μάλλον too much 😂 Κοίτα πως με κοιτάζουν!!" "Εμένα μου αρέσεις έτσι... Άσε τους να κοιτάζουν... Κοίτα τους κι εσύ... Με αυτά τα σπινθηροβόλα μάτια σου..." Δεν ήξερα τι να απαντήσω και έσκυψα το πρόσωπο μου προς τα κάτω... Έβαλε το χέρι του στο πηγούνι μου και μου σήκωσε το κεφάλι μου απαλά. "Μην κρύβεις το πανέμορφο πρόσωπο σου. Δεν χρειάζεται για κανέναν να το κρύβεις... Για πες μου μικρή βιόλα τι θες να σε κεράσω;" "Χαχαχα εμ ένα χυμό ανάμεικτο;" "Με ρωτάς;" "Όχι σου απαντάω! 😂" Παραγγείλαμε. Αυτός έναν καφέ με γάλα και εγώ έναν χυμό ανάμεικτο. Αρχίσαμε και συζητούσαμε μέχρι να έρθει η παραγγελία μας. "Και για πες μου για εσένα..." "Τι θες να μάθεις;" "Τα πάντα για εσένα γλυκούλα" "Εμ δεν έχω να πω πολλά για εμένα... Μένω με την οικογένειά μου, σπουδάζω και προσπαθώ μέσα σε όλα αυτά που μου συμβαίνουν να ζω την κάθε μέρα μου..." "Και τι σπουδάζεις μικρή μου;" Πότε έγινα μικρή ΤΟΥ? "Ζαχαροπλαστική... Μου αρέσει να δημιουργώ αλλά με την μαγειρική δεν το έχω καθόλου έχω τσακωθεί μαζί της..." "Χαχαχα βλέπω ότι διαθέτεις και χιούμορ. Πολύ μου αρέσει αυτό..." "Χαχαχα πες μου για εσένα..." "Εμ κι εγώ πρόσφατα μένω και πάλι με την οικογένειά μου... Και καλά... Οικογένεια... Από τα 20 μου εμένα μόνος αλλά όταν δεν δούλευα πια, όταν δεν έβρισκα πλέον γύρισα πίσω στην οικογένεια... Πάντα με θεωρούσαν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας γιατί μου άρεσε η άστατη ζωή. Και σε ποιον δεν αρέσει!; Σε τέτοια ηλικία είναι που κανείς την επανάσταση σου!! Πάντα επαινούσαν τον αδερφό μου! Πόσο άδικο!!" "Σε νιώθω! Έτσι ήμουν και εγώ... Όχι ότι έκανα άστατη ζωή... Δεν είμαι έτσι... Απλώς αυτό που λες με την οικογένειά σε καταλαβαίνω... Πάντα είχαν την αδερφή και τον αδελφό μου στα ψηλά κι εγώ πάντα ήμουν το κατακάθι... Αλλά τώρα που έφυγαν και έμεινα εκεί για να τους φροντίσω με ευχαριστούν..." Αμηχανία... Δεν ξέρω τι να πω για να σπάσω τον πάγο. Ευτυχώς σπάει ο σερβιτόρος την σιωπή. "Ορίστε η παραγγελία σας" "Είσαι πολλή γλυκιά και όμορφη και χαίρομαι που μιλάμε... Μετά από καιρό γελάω ξανά σαν σχολιαρόπαιδο... Και αυτό οφείλεται σε εσένα..." "Και εγώ χαίρομαι που μιλάω μαζί σου και που τα έφερε έτσι η μοίρα για να μιλήσουμε και για να γνωριστούμε! Και φυσικά για να βγάλουμε τα εσώψυχα μας!! Χαχαχα!" Συνεχώς με κοιτούσε. Δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου! Σίγουρα θα είχα γίνει σαν την παπαρούνα... Αλλά για πρώτη φορά ένιωθα θελτική, ποθητή... Ύστερα αποφάσισα να σηκωθώ γιατί είχα την επόμενη μέρα δουλειά... "Δηλαδή τόσο γρήγορα θες να ξεφύγεις από εμένα;" "Χαχαχα όχι απλώς αύριο έχω δουλειά και ποιος θα με ξυπνάει;" "Αν θες θα το κάνω εγώ... Να σε ξυπνάω..." "Χαχαχα νομίζω ότι βιάζεσαι!!" "Τουλάχιστον να σε συνοδεύσω;" "Ναι..." Πήγα να πληρώσω αλλά με σταμάτησε. "Κερασμένα μικρή ξεχασιάρα..." Του χαμογέλασα. Ύστερα βγήκαμε από το μαγαζί και περπατούσαμε πλάι πλάι δίπλα στην θάλασσα... Δεν μιλούσαμε... Μιλούσαν τα μάτια μας, τα χαμόγελα μας, οι αύρες μας... Και η νύχτα που ήταν πανσέληνος... Λες και φώτιζε για εμάς... Είχε αυτό το λίγο κόκκινο λες και είχε κοκκινίσει σαν κι εμένα από ντροπή... Αλλά κι αυτό το χρυσοκίτρινο που φώτιζε και έδινε αυτήν την μαγεία στην στιγμή. Έφτασα στο σπίτι... "Εσύ που θα μείνεις;" "Στο τροχόσπιτο..." "Ωραία λοιπόν... Καληνύχτα όνειρα γλυκά και ελπίζω να τα ξαναπούμε!" "Σίγουρα θα τα ξαναπούμε αφού έχω και τον αριθμό σου... Καληνύχτα πριγκίπισσα... Σίγουρα τα όνειρα μου θα είναι γλυκά αφού γνώρισα εσένα!!" Περίμενα να φύγει και μπήκα μέσα... Τα μάτια μου έκλειναν... Έβγαλα τα ρούχα και ξάπλωσα μισόγυμνη στο κρεβάτι... Έκλεισα τα μάτια μου και είδα τα μάτια του... Κι έτσι με πήρε γλυκά ο ύπνος...
YOU ARE READING
Γιατί με άφησες;
Teen FictionΔύο άνθρωποι... Δύο διαφορετικοί κόσμοι μα όμως τόσο κοινοί... Η απόσταση τους χωρίζει μα η μοίρα τους ενώνει. Πάντα ζητάμε έναν άνθρωπο να μας αγαπάει, να γιατρέψουμε ο ένας του άλλου τις πληγές και ασφάλεια. Η Τζώρτζια τα βρήκε στο πρόσωπο του Βασ...