Κεφάλαιο 4

8 3 1
                                    

Αλλά ως γνωστόν ο χρόνος κυλάει, είναι ασταμάτητος κι εμείς μικροί για να τον σταματήσουμε. Έφυγα και πήγα σπίτι μου να αλλάξω. Έφυγα βιαστικά πριν ξεκινήσει ο πατέρας μου την ανάκριση. Μπήκα στο σουπερμάρκετ που δουλεύω. Μην φανταστείτε ότι είναι και μεγάλο. Το αφεντικό μου με κοιτούσε με την άκρη του ματιού του. "Πάλι άργησες" σιγοψιθύρισε. Τον κοιτάζω με κουταβίσια μάτια και μου χαμογελάει... Άλλη μια μέρα βαρετή πότε στο ταμείο και πότε στα ράφια να βάζω τα προϊόντα. Εκείνη την στιγμή μπαίνει μέσα με ένα καρότσι στο χέρι. Εγώ ήμουν στα ράφια και μια στιγμή τον βλέπω δίπλα μου. Πάω να πέσω από το σκαμνάκι και με πιάνει. "Ήρωα μου εσύ" του λέω ☺️ και για αντάλλαγμα μου δίνει ένα φιλί. "Σε πόση ώρα σχολάς;" "Έχω αρκετή ώρα μπροστά μου..." "Ε λοιπόν κι εγώ έχω αρκετή ώρα μπροστά μου μέχρι να ψωνίσω" και αρχίσαμε να γελάμε. Εγώ έφτιαχνα τα πράγματα και κάθε φορά που γυρνούσα ήταν εκεί να με κοιτάζει με αυτά τα όμορφα καστανά μάτια που κάθε γυναίκα θα μάγευε, κάθε γυναίκα θα ήθελε να χαθεί μέσα σε αυτό το ήσυχο βλέμμα του. Μπορεί να ήταν ήσυχο αλλά εκεί έβλεπες τα μύχια της ψυχής του όσα δεν μπορούσε να πει με τα χείλη του. Ύστερα πήγα στο ταμείο δυστυχώς γιατί είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Έχουν περάσει κάμποσες ώρες και ήρθε στο ταμείο αρκετά βαριεστημένος. "Βαρέθηκα.... Δέκα φορές έχω περάσει από το καθένα ράφι. Όλοι με κοιτάζουν με μισό μάτι..." "Ωωω μωρέ σε δέκα λεπτά τελειώνω...." "Ουφ ευτυχώς... Αλλά θα έρχομαι κάθε μέρα αν χρειαστεί για να σε βλέπω..." Ύστερα βγήκε έξω και περίμενε... Βγήκα κι εγώ ύστερα από 10 λεπτά και με πήρε στην αγκαλιά του... "Πόσο μου έλειψες...." "Κι εμένα..." Και το εννοούσα... Πόσο μου είχε λείψει αυτός, το όμορφο μαύρο μεταξένιο μαλλί του, τα όμορφα καστανά μάτια του που με το φως του ήλιου γίνονταν μελιά, η θέρμη του κορμιού του, τα χείλη του, η φωνή του... Καθίσαμε σε ένα καφέ αλλά έπρεπε να φύγει γιατί είχε κάτι δουλειές αλλά εγώ κατάλαβα πως ήταν πνιγμένος μέσα στις σκέψεις... Κάτι τον βασάνιζε. Έφυγα κι εγώ αρκετά στεναχωρημένη γιατί θα τελείωνε κάτι που δεν είχε αρχίσει ακόμα καλά καλά... Πήγα στην θάλασσα... Ο ήλιος βασίλευε... Ο ουρανός είχε βαφτεί στο χρώμα του ροζ - πορτοκαλί... Είχα γυρίσει την πλάτη μου,είχα μπει στην μέση της θάλασσας και κοιτούσα την απέραντη θάλασσα, την συχνότητα που έρχονταν τα κύματα,τα δάκρυα... Τα δάκρυα; Αρκετά δεν έχω ρίξει σε αυτήν την ζωή; Γιατί έκλαιγα όμως; Τι ήταν αυτό που έστω και ασυναίσθητα που προκαλούσε θλίψη;
Κάποια στιγμή νιώθω δύο χέρια να αγκαλιάζουν την μέση μου. Ανατρίχιασα στο άγγιγμα. Ήξερα ότι ήταν αυτός. Με γύρισε προς το μέρος του. Έβαλε τα χέρια του μέσα στα δικά μου. "Συγγνώμη που έφυγα έτσι... Δεν μπορούσα να ελέγξω την πλημμύρα των συναισθημάτων μου. Ένιωσα να με κατακλύζουν. Φοβάμαι ότι δεν είμαι άξιος για εσένα..."
Εκείνη την στιγμή κρύφτηκα στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί... "Ποιος το λέει ότι δεν είσαι άξιος;" Κοιταχτήκαμε και εκεί κλείδωσαν τα βλέμματα μας. Με έφερε πιο κοντά του. Κόλλησα πάνω του. Μου έβγαλε μια τούφα που ήταν μπροστά στο πρόσωπο μου. Με κοιτούσε και ήταν σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου, την αντίδραση μου σε όλο αυτό. Ήθελε να δει αν του έδινα το πράσινο φως για να συνεχίσει. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του. Χάιδεψα τόσο απαλά το αγκαθωτό μάγουλο του ( μιας και είχε γένια ) και μετά φιληθήκαμε. Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε κανείς για εμάς. Μόνο εμείς... Εμείς και η θάλασσα... Βράδιασε και τα κορμιά μας είχαν ακουμπήσει την άμμο. Εγώ στην αγκαλιά του κοιτάζοντας τον ουρανό... Ένιωθα μια απέραντη ευτυχία δεν μπορώ να σας περιγράψω τα συναισθήματα που με κατακλύζουν αλλά εκείνη την στιγμή ένιωθα μοναδική, σαν η μόνη γυναίκα πάνω στην γη...
"Κάποια στιγμή πρέπει να φύγω..." "Γιατί;" ανασήκωσα λίγο το κεφάλι μου. "Γιατί... Γιατί έχω μάθει να μην μένω μόνο σε ένα μέρος" "Κι εγώ;" "Έλα μαζί μου..." "Δεν είναι εύκολο..." "Δεν θα φύγω λοιπόν... Θα μείνω εδώ... Τώρα είσαι εσύ εδώ... Όπου κι αν πάω δεν θα είναι το ίδιο χωρίς εσένα... Δεν θα έχει το άρωμα σου, το ναζιάρικο βλέμμα σου, το χαμόγελο σου, τα μάτια σου που σαγηνεύουν και αιχμαλωτίζουν όποιον τα κοιτάξει..." Έκλεισα τα μάτια μου... Αυτά ήταν τα πιο όμορφα λόγια που είχα ακούσει ποτέ μου. Πού να ήξερα ότι δεν τα εννοούσε ποτέ του. Ένιωθα λες και ζούσα σε παραμύθι αλλά ας γελάσω... Υπάρχουν παραμύθια στις μέρες μας; Κι αν ναι που είναι για να ζήσω κι εγώ ένα; Τα λόγια είναι παραμύθια. Οι πράξεις είναι αυτές που σε κάνουν να καταλάβεις ναι μεν ότι ζεις σε παραμύθι αλλά αληθινό παραμύθι που δεν θα είναι ένας πρίγκιπας πάνω σε άλογο αλλά ο έρωτας της ζωής σου...
Αλλά γιατί πάω στο σήμερα...; Ας μείνουμε στο χθες... Εκεί δεν θα θυμάμαι πόσο με πλήγωσε, πως μου έσκισε τα σωθικά, πως οι μνήμες και οι πληγές δεν λένε να σβήσουν...
Άρχισα να κρυώνω και με κοίταξε... Έβγαλε την μπλούζα του και μου την έδωσε. "Βάλε την για να μην κρυώνεις βιόλα μου" "Κι εσύ;" "Με την θέρμη του κορμιού σου θα είμαι ζεστός κι εγώ..." Την φόρεσα και πήρα το άρωμα του... Τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Οι τρίχες του στέρνου του είχαν σηκωθεί δεν ξέρω αν ήταν επειδή είχε ψυχρούλα ή επειδή ήμουν εγώ και τον αγκάλιαζα... Οι λέξεις δεν χωράνε αυτήν την στιγμή, μόνο οι πράξεις και εκείνο το βράδυ τα λόγια έγιναν πράξεις... Μου έδειξε μέσα από το άγγιγμα του, το βλέμμα του πόσο πολύ με ήθελε... Πώς δεν είχε ξανανιώσει κάτι παρόμοιο όπως ούτε εγώ... Ήταν πρωτόγνωρα όλα αυτά τα συναισθήματα τα τόσο δυνατά για μας. Φοβόμασταν όλα αυτά τα συναισθήματα που έβγαιναν με ορμή και πλημμύριζαν το μέσα μας. Άραγε εσείς τι θα κάνατε; Θα λέγατε όσα δεν τολμούσατε να πείτε ακόμη και αν ήταν νωρίς ή θα φοβόσασταν μην τον πνίξετε;

Γιατί με άφησες;Where stories live. Discover now