Ήταν 12 το μεσημέρι και μόλις είχα ξυπνήσει σε ένα άγνωστο σπιτι. Σηκώθηκα και κοίταξα εξω από το παράθυρο και είδα τον τζει τζει με τον τζον μπι να κάθονται στην αυλή και να καθαρίζουν.
Τζ: «Καλημέρα πριγκίπισσα »
Κ: «Εε μη με λες έτσι»
Τζ: «Πως να σε πω μου έκανες κατάληψη το κρεβάτι»
Κ: «Ούπς κρίμα» λέω και πάω μέσα να πιω νερό. Γυρνάω πίσω και πηδάω από το παράθυρο για να βγω στην αυλή
Jb: «Πρόσεχε θα πέσεις»
Κ: «Δεν πέφτω μην αγχώνεσαι... Οι υπόλοιποι που ειναι;»
Jb: «Πήγαν για ψάρεμα. Πως κοιμήθηκες εσυ;»
Κ: «Μακριά από τους δικούς μου; ΤΕΛΕΙΑ» λέω και κοιτάω γύρω γύρω για να δω που ειναι ο τζει τζει
Jb: «Τον τζει τζει ψάχνεις; Πίσω ειναι και καθαρίσει κάτι χόρτα»
Κ: «Ε-ε- εγώ» λέω και γελάει
Jb: «Έλα έχουμε δει όλοι πως τον κοιτάς» λέει και βάζω τα μαλλιά πίσω από το αυτί μου επειδή άρχισε να ντρέπομαι. Περίεργο πράγμα για εμένα
Κ: «Εε ειναι γλυκούλης μπορω να πω»
Jb: «ΓΛΥΚΟΥΛΗΣ ΧΑΧΑΧΑΧΑ Ο ΤΖΕΙ ΤΖΕΙ»
Κ: «Ναι ειναι ξεχωριστός»
Jb: «Σαικο μπορεί γλυκούλης όχι χαχαχα άντε πάνε πίσω εκεί ειναι »
Κ: «Ναι ναι πάω»
Πάω πίσω και βλέπω τον τζει τζει με μια μηχανή του γκαζόν να κόβει τα χόρτα. Ποσά να αντέξω ο άνθρωπος πρωί πρωί ειναι και σερτλες. ΟΚΕΥ ΠΕΘΑΙΝΩ ΜΕ ΧΑΝΕΤΕ
Εχει και κατι κοιλιακούς το μανάρι μου χαχαχαχαχαΑπλά καθόμουν και τον χάζευα μέχρι που με είδε και κοίταξα άλλου
Τζ: «Σηκώθηκες επιτέλους πόσες ώρες μπορεί να κοιμηθεί ένας άνθρωπος»
Κ: «Πολλές από ότι φαίνεται»
Τζ: «Πως κοιμήθηκες;»
Κ: «Πολύ καλά. Εσυ που κοιμήθηκες τελικά;»
Τζ: «Δίπλα σου»
*ΟΠΑ ΚΑΤΣΕ ΤΙ ΔΕΚΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ*
Κ: «Κάτσε τι-»
Τζ: «Εσυ μου είπες δεν το θυμάσαι;»
Κ: «Κάναμε-»
Τζ: «Όχι δεν κάναμε τίποτα μην αγχώνεσαι»
Κ: «Πάλι καλά. Τι έγινε χθες βράδυ δεν θυμάμαι τίποτα. Πως βρέθηκα εδώ;»
Τζ: «Βασικά εγώ σε έφερα γιατί σε βρηκα στην παραλία με τον ρειφ έτοιμο να σε βιάσει. Τον πλάκωσα στα μπουκέτα και συνήλθε»
Κ: «Πο-Πότε γίνανε ολα αυτά;»
Τζ: «Χθες. Μετά σε πήρα αγκαλιά και σε έφερα εδώ γιατί σερνόσουν με τόσα που είχες πιει μου είπες να κοιμηθώ μαζί σου και μετά μου είπες ότι με θες»
Κάπου εδώ μου βγήκαν τα μάτια έξω
Κ: «Εγώ - εγώ να ξες δεν - δηλαδή»
Τζ: «Χαχαχαχα πλάκα έχεις όταν αγχώνεσαι»
Κ: « Καθόλου νιώθω άβολα σταμάτα. Πάω μέσα να παρω τα πράγματα μου να πάω σπιτι» λέω και τρέχω μέσα να μαζέψω τα πράγματα μου και να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται
Ειναι η πιο άβολη μετά της ζωής μου. Ναι προφανώς και τον θέλω αλλά ήμουν μεθυσμένη και δεν έπρεπε να πιω τόσο αφού ξέρω ότι πάντα κάνω μαλακιες όταν πίνω. Για άλλη μια φορά έγινα ρεζίλι
Σε κάποια φάση εκει που έσκυψα να παρω την μπλούζα μου κάτω από το πάτωμα ακούω την πόρτα και νιώθω κάποιον να με πιάνει από την μέση και να με αγκαλιάζει
Τζ: «Μη νιώθεις άσχημα και γώ το ίδιο νιώθω» λέει και έχω αλλάξει τις 50 αποχωρήσεις του γκρι.
Κ: «Τζει τζει τι ενοοεις»
Τζ: «Σε θέλω δεν τη έχεις καταλάβει ακόμη;» Λέει και νιώθω τους κοιλιακούς του να με ακουμπάνε ΣΚΣΚΣΚΣΚΣΚΣΚ
Γυρνάω και με ρίχνει στο κρεβάτι
Τζ: «Σε θέλω πολύ πως αλλιως να στο πω»
Κ: « Τζει τζει»
Τζ: «Μη φύγεις μείνε και σήμερα εδώ μαζί μου»
Κ: «Μα οι γονείς μου θα με ψάχνουν»
Τζ: «Τους έστειλα μήνυμα από το κινητό σου και είπα ότι θα μείνεις στην σάρα και σήμερα»
Κ: «Είσαι απίστευτος πραγματικά. Εντάξει θα μείνω αλλά υποσχεσου ότι θα κοιμηθείς μαζί μου και σήμερα»
Τζ: «Αυτό εννοείται» λέει και μου κλείνει το μάτι και γελάει με αυτό το πονηρό υφάκι
ΟΚ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ
ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥΥ
YOU ARE READING
That blonde boy
FanfictionΈνα νέο κεφάλαιο ξεκινάει στην ζωή μου έπειτα από την μετακόμιση μου μαζί με την οικογένεια μου στο outer banks στην South Carolina. Μια νέα παρέα και ένα αγορι μπορούν να αλλάξουν όλη μου την ζωή