...Ρόουζ {3}...

205 32 1
                                    


Γύρισα στο σπίτι εξουθενωμένη ψυχολογικά,δεν έπρεπε να είχα βγει με τον Μάντοξ,αυτός ο άνθρωπος πάντα μου έκανε κακό σε όλα τα επίπεδα.Με επηρέαζε τόσο η παρουσία του και ταυτόχρονα δεν μπορούσα να του αντισταθώ.Έπεσα στον καναπέ και ξεφύσηξα,το μόνο που ήθελα ήταν λίγη ηρεμία στην ασφάλεια του σπιτιού μου.
«Γύρισες;»έστρεψα το κεφάλι μου και είδα τον Όουεν να βγαίνει από το μπάνιο με μια πετσέτα περασμένη γύρω του και οι σταγόνες να κυλούν ακόμα στο κορμί του.Ήμασταν μαζί μερικούς μήνες,αλλά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.Τουλάχιστον από μεριάς μου,γιατί εκείνος δυστυχώς έκανε τα πάντα για να είμαστε καλά.Ήμουν τόσο φορτισμένη με την αποτυχία  στον επαγγελματικό μου τομέα και τόσο θυμωμένη με τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου που δεν μπορούσα να βρω την ευτυχία κάπου.Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά,η γιαγιά μου είχε αυτή την τρελή ιδέα να μοιράσει το σπίτι που μεγάλωσα σε εμένα και τον άνθρωπο που με είχε πληγώσει.Ήμουν σίγουρη πως μας έβλεπε από κάπου και γελούσε...
«Ναι...δεν ήξερα πως θα ερχόσουν.»
Έκατσε δίπλα μου στον καναπέ και μου χάιδεψε τα μαλλιά.Ήταν πολύ όμορφος,σε όλα τα επίπεδα...
Αλλά εδώ και πολλά χρόνια ακύρωνα ανθρώπους ,επειδή δεν μπορούσα να ξεπεράσω τον Μάντοξ.Στην αρχή ενθουσιαζόμουν και μετά το απόλυτο τίποτα,κανένας δεν με είχε κάνει να νιώσω όπως εκείνος και ήταν κάτι που μισούσα.
«Σου έστειλα μήνυμα,δεν το είδες; Έφτιαξα και  φαγητό,δηλαδή προσπάθησα...»έξισε το μέτωπο του και γέλασα.Ήμουν πολύ απασχολημένη να προσπαθώ να ξεμπλέξω με όλα αυτά που είχα αγνοήσει τελείως το μήνυμα του.
«Είχα δουλειά,δεν το είδα.Ελπίζω να τρώγεται το φαγητό γιατί πεινάω σαν λύκος.»
«Πως πήγε με αυτό;»ξεφύσηξα,από πού να ξεκινούσα;
«Η γιαγιά μου είχε την “τέλεια” ιδέα να αφήσει το εξοχικό της σε εμένα και στον έναν γιο των οικογενειακών μας φίλων που σου έλεγα.»
Φυσικά και του είχα μιλήσει για αυτό,φυσικά και δεν του είχα πει τίποτα για τον Μάντοξ.
«Δεν μιλάτε πλέον;»ρώτησε με ενδιαφέρον και άρχισα να νιώθω πολύ άσχημα που δεν του είχα πει όλη την αλήθεια.
«Μιλάω με τον αδερφό του τον Ντομινίκ καμία φορά,ήμασταν καλοί φίλοι...αλλά με τον Μάντοξ δεν είχαμε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις ήταν απλά φίλος του αδερφού μου.Είχα όμως πολλά χρόνια να τους δω...οι γονείς του εξαφανίστηκαν και από ότι έμαθα υπήρχε λόγος.Εε,μετά οι ζωές μας πήραν άλλους δρόμους και δεν είχα ιδιαίτερη επικοινωνία...»αυτό δεν ήταν τελείως ψέματα.
«Το σπίτι σε ποιον το άφησε;»
«Στον Μάντοξ,του είχε τρελή αδυναμία η γιαγιά μου...ήταν σαν εγγόνια της και οι δύο,αλλά εκείνος ήταν πάντα μέσα στην καρδιά της.»
«Δεν καταλαβαίνω που είναι το πρόβλημα τότε;Μπορείτε απλά να το πουλήσετε και να συνεχίσετε τις ζωές σας.»
«Α ναι,ξέχασα να σου πω!Η γιαγιά μου έβαλε ρήτρα να μην πουληθεί το σπίτι και κανένας μας δεν έχει να μοιράσει τα μερίδια.Οπότε υποθέτω η κατάσταση θα μείνει έτσι...»
Ξεφύσηξα κουρασμένα,όλο αυτό μου έφερνε απελπισία...
Είχα διαγράψει από την ζωή μου τον Μάντοξ και εκείνος τώρα είχε μπει σαν να μην τρέχει τίποτα.
«Έλα μωρό μου θα βρούμε την άκρη,μπορώ να ρωτήσω τον πατέρα μου αν υπάρχει κάποιο παραθυράκι που θα μπορούσες να πουλήσεις το σπίτι...»
«Όχι!Αν αυτό ήθελε η γιαγιά μου αυτό θα γίνει.Πέρασα σχεδόν όλη μου την ζωή εκεί,έχει συναισθηματική αξία για εμένα αυτό το μέρος.»
Και αυτός ήταν ο λόγος που με πείραζε ιδιαίτερα που το είχε αφήσει σε εμένα και σε εκείνον...
«Αφού το θες έτσι,θα βρούμε κάποια λύση...έλα τώρα να φάμε και να χαλαρώσουμε.»
Έγνεψα και τον ακολούθησα στην κουζίνα.
Ευτυχώς η ένταση που ένιωθα πέρασε μετά από ένα καλό γεύμα και ένα καυτό ντουζ.Καθίσαμε στον καναπέ και ξεκινήσαμε μια σειρά.Ομολογώ,δεν την παρακολουθούσα ιδιαίτερα γιατί το μυαλό μου ήταν αλλού.Οι σκέψεις μου όσο και να προσπαθούσα παραστρατούσαν στα γκρίζα μάτια του, στον τροπο που με κοιτούσε και σίγουρα δεν έμοιαζε ιδιαίτερα τυπικός.
Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει και μόλις είδα ποιος καλούσε το χέρι μου έμεινε μετέωρο πάνω από την οθόνη.Τι ήθελε ο Ντομινίκ;
Σηκώθηκα από τον καναπέ και κλείστηκα στο δωμάτιο.Πήρα μια βαθιά ανάσα και απάντησα.
«Καλώς το όμορφο ρόδο...»
Όσα χρόνια και να περνούσαν,ο Ντομινίκ θα έμενε ίδιος και απαράλακτος.
«Έγινε κάτι;»ρώτησα καχύποπτα και τον άκουσα να γελάει από την άλλη γραμμή.
«Πρέπει να έχει γίνει κάτι ρε τριανταφυλλάκι για να σε πάρω ένα τηλέφωνο;Να,απλά σκεφτόμουν  μήπως περνούσες καμία μέρα από το μαγαζί να σε δω...
Τόσα χρόνια δεν έχουμε βρεθεί από κοντά.»
«Ντομινίκ,κόψε τις μαλακίες,ο Μάντοξ σε έβαλε να με πάρεις;»
Όλο αυτό ήταν τόσο ύποπτο,ήμουν σίγουρη πως δεν είχα λείψει έτσι ξαφνικά στον Ντομινίκ.Είχαμε τόσα χρόνια να βρεθούμε από κοντά,αλλά ποτέ δεν μου ζήτησε κάτι τέτοιο.Τώρα ξαφνικά με όσα έγιναν του ήρθε να βρεθούμε,και μάλιστα στο μαγαζί.
«Εντάξει με έπιασες...»έβαλε τα γέλια και τον ακολούθησα.
«Αλλά όντως θέλω να σε δω...»παραδέχτηκε τελικά με ένα είδος δισταγμού.
«Ήθελα πολύ καιρό να τα πούμε από κοντά,μου έχεις λείψει...αλλά τα πράγματα στην ζωή μου ήταν τόσο γαμημένα που δεν ήθελα να βρεθούμε κάτω από αυτές τις συνθήκες.»
Αναρωτιόμουν τι εννοούσε,αλλά δεν ήθελα να πιέσω καταστάσεις.
«Θα περάσω αύριο,θα είσαι εκεί το μεσημέρι;»
«Ναι,έχω όλη μέρα ραντεβού,αλλά έχω ένα διάλειμμα πέρνα να γνωρίσεις και τα παιδιά.»
Χαμογέλασα σαν χαζή λες και μπορούσε να με δει.Η ιδέα ότι θα βρισκόμουν πάλι κοντά τους δημιουργούσε ένα συναίσθημα νοσταλγίας αλλά και πανικού ταυτόχρονα,δεν έπρεπε να βρίσκομαι κοντά στον Μάντοξ,αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι τα πάντα μέσα μου αναζητούσαν την παρουσία του.
«Ωραία,τα λέμε αύριο λοιπόν...»
Με μια καληνύχτα κλείσαμε το τηλέφωνο και επέστρεψα στο σαλόνι.
«Ποιος ήταν;»ρώτησε και για κάποιο λόγο ένιωθα ενοχές να απαντήσω,αλλά δεν μπορούσα να κρύβομαι.
«Ο Ντομινίκ,θα περάσω αύριο από το μαγαζί που έχουν να τον δω...»
«Α ωραία,τι μαγαζί έχουν;»με κοίταξε και σούφρωσε τα φρύδια του.
«Ένα tattoo shop στο κέντρο,Inked god’s λέγεται.»
Φυσικά και είχα κάνει την έρευνα μου μόλις είχα μάθει από τον Μάντοξ ότι έκανε το όνειρο του πραγματικότητα και μόλις μου άφησε το τηλέφωνο του πάνω στην κάρτα από το μαγαζί,έψαξα και έμαθα ότι ήταν από τα πιο φημισμένα μαγαζιά σε όλη την Καλιφόρνια.Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί,αλλά η επιτυχία του με έκανε να νιώθω χειρότερα για τον εαυτό μου.Δεν ήταν πως δεν χαιρόμουν για εκείνον ίσα ίσα,απλά μου υπενθύμιζε πως εγώ έμενα στάσιμη ενώ οι γύρω μου προχωρούσαν στις ζωές τους.
Μια ξαφνική σκέψη έσκασε από το πουθενά.Άραγε,εκείνος είχε προχωρήσει την ζωή του;
«Σοβαρά τώρα;Δεν θα το πιστέψεις εκεί έκανα το τατουάζ που σου έλεγα!»
Η καρδιά μου άρχισε να επιταχύνει ρυθμούς.
«Μου το έκανε ένας άπαικτος τύπος,δεν θυμάμαι πως τον έλεγαν.Και τώρα που το λες θυμάμαι ο τύπος αυτός να φωνάζει έναν με καστανόξανθα μαλλιά,ψηλό...σχεδόν δύο μέτρα “Ντομινίκ” αυτός είναι ο φίλος σου;»
Γέλασα με την ατυχία μου, τουλάχιστον δεν είχε δει τον Μάντοξ.
«Λογικά ναι...η περιγραφή ταιριάζει.»απάντησα νωχελικά.
«Να ζηλέψω μωρό μου;Γιατί ο τύπος ήταν σαν άγαλμα...»
Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου...
«Όουεν τι λες;Ο Ντομ είναι σαν αδερφός μου...»
«Ξέρεις πως κάνω πλάκα ρε μωρό μου...»
«Το ξέρω,αλλά σου εξηγώ πως δεν υπάρχει λόγος να σκέφτεσαι έτσι.Πάμε για ύπνο τώρα,είμαι πτώμα.»
Το μόνο που ήθελα ήταν απλά να αποφύγω αυτή την συζήτηση,αν και ο Όουεν ανησυχούσε για τον λάθος άνθρωπο...

Inked God's (1)Where stories live. Discover now