...Μάντοξ {13}...

171 18 5
                                    


Είχε νυχτώσει και καθόμασταν στην αυλή, ντυμένοι με ότι ρούχα είχαμε στην βαλίτσα μας. Το κρύο ήταν επώδυνο, αλλά η Ρόουζ ήθελε να κάτσουμε και να απολαύσουμε τα στολισμένα σπίτια στον απέναντι δρόμο και το χιόνι που έπεφτε με μανία. Δεν μπορούσα να της αρνηθώ, μαζί της έχανα κάθε ικανότητα να πω "οχι" και έτσι τώρα βρισκόμασταν έξω, κουκουλωμένοι με δύο κουβέρτες και στα χέρια μας ζέστη σοκολάτα με μαρσμελοου.
Οι γονείς της είχαν κοιμηθεί εδώ και ώρα και ο Λόγκαν με την Μπριζίτ είχαν βγει βόλτα. Το μωρό είχε υποσχεθεί ότι θα το προσέχει η Ρόουζ και έτσι είχε την ενδοεπικοινωνία στην αγκαλιά της σαν φυλακτό.
Για αρκετή ώρα είμασταν σιωπηλοί, αλλά αυτή η σιωπή μου την έδινε.
Υπήρχαν τόσες λέξεις που δεν είχαν υποθεί πίσω από αυτή την σιωπή.
«Είσαι καλύτερα από πριν;»ρώτησα και την είδα να χαμογελάει αχνά.
«Νομίζω πως ναι.Δεν παίρνω και όρκο βέβαια, προς το παρόν όμως αισθάνομαι καλά.Μου είχαν λείψει όλοι τόσο που προσπαθώ να αφήσω στην άκρη τις διαφορές μας.»
«Χαίρομαι.»απάντησα και ξανά σιωπή.
Σήκωσε την κουβέρτα της και κάλυψε σχεδόν το μισό της πρόσωπο.
Γέλασα και την πλησίασα ακόμη περισσότερο.
«Θες μήπως να πάμε μέσα;»
«Όχι, μ'αρέσει.»
«Ρόουζ τρέμεις...»
«Νιώθω μετά από αρκετό καιρό ζωντανή.Άμα κρυώνεις πήγαινε δεν έχω θέμα.»
«Τι και αν θέλω να κάτσω μαζί σου, παρολο που κρυώνω;»
Έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος μου και κουλουριάστηκε σχεδόν στην αγκαλιά μου. Ξαφνιάστικα από αυτή την απρόσμενη κίνηση της.
«Μην το σχολιάσεις, απλά είσαι ζεστός.»
Γέλασα και πέρασα ασυναίσθητα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά της.
«Δεν μου αρέσει η σιωπή τριανταφυλλάκι. Ειδικά όταν αισθάνομαι ότι υπάρχουν τόσα να πούμε.»
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε με αυτό το βλέμμα που ένιωθα να τρυπάει το κρανίο μου.
«Τι έχουμε να πούμε Μάντοξ;»
«Τι από όλα εννοείς!Λες ότι με σιχαινεσαι παλι δίπλα μου είσαι όμως.Με κάλεσες στο σπίτι των γονιών σου να περάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί.
Λαμβάνω περίεργα σήματα.»
«Δεν έχω πει ότι σε σιχαίνομαι.»απάντησε δήθεν θιγμένη.
Ακόμα προσπαθω να καταλάβω, ποιον προσπαθεί να κοροϊδέψει.
Εμένα ή τον εαυτό της.
«Ρόουζ μην νομίζεις ότι είμαι βλάκας,σε βλέπω πως με κοιτάς. Βλέπω ότι φοβάσαι και σου έχω δώσει τον χρόνο σου, αλλά δεν μπορώ να κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια και περιμένω.»
«Ποιος σου ζήτησε να με περιμένεις Μάντοξ;»
Τώρα σηκώθηκε τελείως από την αγκαλιά μου και έμοιαζε εκνευρισμένη.
«Κανείς, δεν είπα αυτό. Απλά βλέπω και δεν μπορώ να αγνοήσω ότι υπάρχει κάτι μεταξύ μας, πάντα υπήρχε...»
«Και να υπάρχει κάτι, για εμένα πάντα θα είσαι ένας εφηβικος έρωτας με ασχημο τέλος.Δεν βλέπεις ότι δεν γίνεται;Είσαι άπιαστο όνειρο για εμένα.»
«Σου χω ανοίξει τα χαρτιά μου τόσο καιρό...δεν βλέπεις το κέρατο μου ότι σε γουστάρω;»
Ξέσπασα, δεν άντεχα να το κρατάω άλλο μέσα μου.
Σηκώθηκε από το παγκάκι και έκανε να φύγει.Όχι, δεν θα την άφηνα.
Σηκώθηκα και την έπιασα από το χέρι.
«Με πονάς. »ψέλλισε.
«Δεν θα φύγεις, δεν θα σε αφήσω να το βάλεις στα πόδια. Θέλω να μου μιλήσεις να σε ακούσω...
Γιατί με ήθελες εδώ;
Γιατί με τραβάς κοντά σου και μετά με σπρώχνεις μακριά;
Απλά πες μου, θέλω μόνο να ξέρω και δεν θα σε ξανά ενοχλήσω. »
«Γιατί;Μην με ρωτάς κάτι που ξερεις ήδη!
Γιατί δεν είμαι σίγουρη αν ένα όμορφο πρωινό θα ξανά φύγεις.
Γιατί, σου έδωσα μια φορά την καρδιά μου και φοβάμαι να κάνω το ίδιο λάθος πάλι.
Όποτε καλύτερα να σε έχω δίπλα μου με οποίο τρόπο μπορώ και ας βασανίζομαι μόνη μου τα βράδια.»φώναξε και με κοίταξε με μάτια βουρκωμένα.
«Εχεις αποφασίσει μόνη σου και για τους δυό μας λοιπόν.»
«Μπορεί να το χω κάνει...»
Κατάπια την πίκρα που είχε ανέβει στο στόμα μου και προχώρησα προς το σπίτι.
Περίμενα να με ακολουθήσει, αλλά δεν το εκανε.
Ανέβηκα τις σκάλες και μπήκα στο δωμάτιο.
Πέταξα όλα μου τα ρούχα και έστρωσα στο μικρό καναπεδάκι που υπήρχε στο δωμάτιο της Ρόουζ.
Ξάπλωσα και άνοιξα το κινητό μου.
Άνοιξα την ομαδική που είχαμε με τα παιδιά να ρωτήσω για το μαγαζί.
Όλη μέρα δεν είχα βρει ευκαιρία και αγχωνόμουν όταν τους άφηνα μόνους τους.
Συν ότι ήθελα να ξεχαστώ.
Άρχισα να πληκτρολογώ και το έστειλα.
Ένα απλό "όλα καλά με το μαγαζί;".
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το κινητό μου δονηθηκε.
" Εννοείται, βγάλαμε τα κερατά μας σήμερα!"
Έστειλε ο αδερφός μου.
"Μάντοξ έχασες, δεν έχω ξαναδεί πιο γεμάτο το μαγαζί, παίζει να βγαζαμε τατουάζ διωρου σε μια ώρα. Χιχιχι :) "
Έγραψε η Κριστίν.
"Χαίρομαι πολυ παιδια."
Απάντησα.
"Πως είναι η Νέα Υόρκη; "
Συνέχισε η Κριστίν.
"Η Νέα Υόρκη είναι πανέμορφη, η Ρόουζ με βασανίζει."
"Τι της έκανες;"
"Προσπάθησα να είμαι ειλικρινής και να της πω τι αισθάνομαι, έφαγα χυλόπιτα. Τσακωθήκαμε ελαφρά, ίσως την πίεσα παραπάνω από ότι έπρεπε."
"Αφού είσαι βλάκας! "
Έσυρα τα δάχτυλα μου στην οθόνη έτοιμος να απαντήσω αλλά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Ρόουζ.
Σήκωσα το βλέμμα μου πάνω της.
«Συγνώμη...δεν αξίζεις αυτή την συμπεριφορά, δεν ξέρω γιατί γίνομαι τόσο αμυντική απέναντι σου.»
Επέστρεψα το βλέμμα στο κινητό μου, ο εγωισμός μου προσπαθούσε να μου πει πως δεν είχε νόημα να κάνω ακόμη μία προσπάθεια να την πλησιάσω.
Ότι θα ήταν μια ακόμα αποτυχία.
«Μπορείς να μην κάνεις σαν μωρό;Βλέπεις ότι προσπαθώ...»
«Εσύ αντιδράς πάντα λες και έχεις μείνει στα δεκαπέντε Ρόζι.Θυμάσαι τότε που δεν σε είχαμε πάρει μαζί μας σε εκείνο το πάρτι στην λίμνη και εσύ είχες βγει από το σπίτι κρυφά για να έρθεις;
Και αναγκάστικα να παίξω ξύλο με εκείνον τον ηλίθιο που σε ενοχλούσε;»
«Δεν έφταιγα εγώ που εσύ δεν μπορούσες να συγκρατήσεις τα νέυρα σου τότε.»
«Σε προστάτευα, δεν είχα νεύρα. Και ίσως δεν ήθελα να σε αγγίζει κανένας...
Ήσουν και είσαι ένας μπελάς Ρόουζ Κάρμαικλ.»
«Τότε γιατί είσαι ακόμα εδώ;Αφού είμαι ένας μπελάς λοιπόν...»
«Γιατί μαρέσουν οι μπελάδες, τόσα χρόνια με ξέρεις ακόμα να το καταλάβεις;»απάντησα και την είδα που προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια για να μου απαντήσει.
Πέταξα το κινητό μου στον καναπέ και σηκώθηκα. Τη πλησίασα και με κοίταξε.
«Δεν θέλω να κρύβομαι άλλο Ρόουζ, μου αρέσεις, σε θέλω! Δεν ξέρω ποια ειναι η κατάλληλη λέξη για αυτό που αισθάνομαι για εσένα. Από μικρό παιδί ένιωθα έτσι, μετρούσα τους χειμώνες και περίμενα να έρθετε στο εξοχικό. Μπορεί να μην το έδειχνα, αλλά ήθελα να είμαι φίλος σου.
Και όταν ήρθες εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι, δεν ήθελα μόνο να κάνουμε παρέα. Ήθελα να μην σε βλέπω μόνο τα καλοκαίρια. Εκνευριζόμουν που δεν ήμουν μέρος της ζωής σου. Που υπήρχαν άλλοι άνθρωποι που σε είχαν ζήσει τον χειμώνα.
Μα πάνω από όλα σιχάθηκα τον εαυτό μου που είχα μια ευκαιρία μαζί σου και τα έκανα σκατά.»ένιωσα μια ανακουφιση να διαπερνά το σώμα μου.Την πλησίασα και άλλο, δεν είχα να χάσω τίποτα πλέον. Μονάχα να προσπαθήσω. Χάιδεψα το μάγουλο της με τα ακροδάχτυλα μου, η καρδιά μου χτυπουσε τόσο δυνατά και το γεγονός ότι δεν μου απαντούσε με έκανε πιο νευρικό.
«Και εγώ το ίδιο αισθάνομαι Μαντοξ.
Όμως, ένα κομμάτι μου μου φωνάζει.
Ότι αν δεθώ μαζί σου,αν σε εμπιστευτώ για ακόμη μια φορά θα είναι καταλυτικό.»
«Δεν είμαι αυτός που ήμουν Ρόουζ, δεν είμαι το ανώριμο δέκα οχτάχρονο που μόλις είδε τα δύσκολα έτρεξε να φύγει.
Δεν σκοπεύω να κάνω τα ίδια λάθη και μπορώ να σου αποδείξω ότι μπορείς να με εμπιστευτείς.»
Την είδα να πέρνει μια βαθιά ανάσα και να γνέφει θετικά. Την πλησίασα λίγο παραπάνω και με έσπρωξε ελαφρά.
«Και μην ξανακούσω το ηλίθιο παρατσούκλι.»γέλασα.
«Εντάξει τριανταφυλλάκι.»
«Μάντοξ θα φύγω.»έριξα το βλέμμα μου πανω της και με κοιτούσε δήθεν ενοχλημένη.
Αν δεν είμασταν στο σπίτι των γονιών της, συγκεκριμένα στο δίπλα δωμάτιο από αυτούς τώρα θα διεγραφα αυτό το υφάκι.
Ποιον κορόιδευα;Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Έκανα ένα ακόμα βήμα πιο κοντά της, φτάνοντας τα χείλη μας να απέχουν χιλιοστά.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με έχεις βασανίσει.Τόσο καιρό να σε έχω κοντά μου και να μην μπορώ να σε αγγίξω...»έσκυψα και άφησα ένα φιλί στον λαιμό της. Ακούγοντας την κόφτη ανάσα που πήρε, μου έδωσε το κίνητρο να την πειράξω λίγο ακόμα.
«Να μυρίζω το άρωμα σου και να πρέπει να υποκρίνομαι ότι δεν μου τρελαίνει τις αισθήσεις...»έπιασα στην χούφτα μου τα μαλλιά της και αμέσως έκλεισε τα μάτια της.
Θα ορκιζόμουν ότι τα πόδια της έτρεμαν.
«Μάντοξ...»το όνομα μου βγήκε από τα χείλη της σαν αναστεναγμός,σαν παράκληση.
«Πες μου Ρόουζ, τι θες;»το χέρι μου γλύστρισε στο μπούτι της και ταξίδεψε μέχρι  την αρχή από το σορτσάκι της.
Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, το άλλωτε πράσινο χρώμα στα μάτια της τώρα έμοιαζε λαδί,σχεδόν μαύρο θα έλεγα και έβλεπα το πάθος μέσα τους.
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου...»
«Δεν παίζω μαζί σου τριανταφυλλάκι.»χαμογέλασα παιχνιδιάρικα και πέρασα το χέρι μου μέσα από το σορτσάκι της. Την άγγιξα πάνω απο το εσώρουχο, εκεί που ήξερα ότι είχε ανάγκη αλλά δεν έκανα κάτι παραπάνω.
Ήθελα να μου το ζητήσει.
«Απλώς κάντο, σταμάτα να με προκαλείς.»
«Θέλω να μου το ζητήσεις, να ακούσω από τα χείλη σου τι θες από εμένα.»είπα με επιτακτικό τόνο.
Η πόρτα του δωματίου χτύπησε και είδα την Ρόουζ να πετάγεται τρομαγμένη.
Μου έριξε ένα βλέμμα που δεν ημουν σίγουρος τι σήμαινε και άνοιξε την πόρτα.
«Λόγκαν, τι κάνεις εδώ;»
«Δεν ήθελα να ενοχλήσω,κοιμόσασταν;»ρώτησε και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Προσπάθησα σε αυτά τα δευτερόλεπτα να συνεφέρω τον εαυτό μου, αλλά ήμουν ακόμα αρκετά επηρεασμένος από πριν και τρομακτικά καυλωμένος.
«Όχι, τι έγινε;»η νευρικότητα στην φωνή της Ρόουζ με έκανε να θέλω να βάλω τα γέλια.
«Τίποτα, ήθελα απλώς να σε ενημερώσω ότι γυρίσαμε, σε ευχαριστω που ειχες στον νου σου το μωρό.»
«Δεν κάνει τίποτα, δεν ξύπνησε ούτε λεπτό. Ορίστε και η ενδοεπικοινωνια.»
Του την έδωσε και έκανε να κλείσει την πόρτα.
«Είστε σίγουρα καλά;»
«Μια χαρά είμαστε Λόγκαν.»
«Εντάξει, καληνύχτα.»
Στο βλέμμα του πριν κλείσει η Ρόουζ την πόρτα είδα ένα έντονο προβληματισμό και ήμουν σίγουρος ότι είχε καταλάβει κάτι.
Είδα την Ρόουζ να ξεφυσάει και να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού.
Την πλησίασα και κάθισα δίπλα της.
«Τι έγινε;»
«Δεν θέλω να καταλάβει κανένας κάτι Μάντοξ, όχι τουλάχιστον αν δεν έχω ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα με τον εαυτό μου.»ένιωσα μια απογοήτευση να με γεμίζει.
Δεν περίμενα ότι όλα θα ήταν καλά αμέσως, αλλά η συμπεριφορά της έμοιαζε σαν να μην ήταν σίγουρη για εμένα, δεν είχε άδικο σε έναν βαθμό, παρόλα αυτά με πλήγωνε.
«Όταν αποφασίσεις τι θέλεις, θα είμαι εδώ Ρόουζ.»σηκώθηκα από το κρεβάτι και ξάπλωσα στον καναπέ. Με την άκρη του ματιού μου την είδα να με κοιτάει, έμοιαζε να θέλει να πει κάτι, αλλά ήταν καλύτερα να την αφήσω να σκεφτεί.
Πήρα στα χέρια μου το κινητό και χάζεψα λίγο μέχρι να με πάρει ο ύπνος.
Άυριο προβλεπόταν μεγάλη μέρα.

Inked God's (1)Where stories live. Discover now