... Ρόουζ {10}...

262 26 13
                                    


Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε από εμένα.Ήθελε να ξεχάσω όσα έγιναν και να επιστρέψουμε εκεί που είμασταν;
Το σίγουρο ήταν ότι δεν μπορούσα να ξεχάσω...
Όμως δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι όλα μέσα μου αναζητούσαν εκείνη την βραδιά.
Το χειρότερο από όλα ήταν ότι ήξερα πως είχε δίκιο.Αρνούμουν τόσο πολύ να δεχτώ την αλήθεια γιατί με πονούσε.
Η δουλειά μου δεν με ικανοποιούσε,ο άντρας που είχα επιλέξει δεν με έκανε να αισθάνομαι όπως εκείνος.
Ήταν λάθος,αλλά δεν μπορούσα να το αρνηθώ.Ξάπλωσα στο στρώμα και κοίταξα το ταβάνι.Νιώθοντας ακόμα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που την άκουγα στα αυτιά μου.
Εκείνος δεν είχε γυρίσει,αναρωτιόμουν που ήταν...
Έκλεισα τα μάτια μου και ανάγκασα τον εαυτό μου να προσπαθήσει να κοιμηθεί.
Όμως μου ήταν αδύνατο,οι σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να ηρεμήσω.
Λίγη ώρα μετά άκουσα την πόρτα να ανοίγει και έπειτα να κλείνει.
Αυτή η βραδιά έπρεπε να λήξει εδώ...
Έπρεπε να συνεχίσουμε τις ζωες μας όπως κάναμε μερικά χρόνια πριν.
Προσπάθησα να ηρεμήσω το κορμί μου και να κάνω ότι κοιμάμαι.
«Ρόουζ...»η φωνή του ήχησε σαν καμπανάκι στα αυτιά μου,αλλά ένα κομμάτι μου ήταν αρκετά εγωιστικό ώστε να προσπαθήσει να τον αγνοήσει.
«Ξέρω ότι δεν κοιμάσαι...»άνοιξα τα μάτια μου και τον βρήκα να στέκεται όρθιος μπροστά από το στρώμα που είχαμε απλώσει στο σαλόνι.
Ανασήκωσα το κορμί μου και τον κοίταξα.
«Συγνώμη,δεν ήθελα να καταλήξει έτσι η βραδιά.»από το φως του ουρανού που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα είδα τα μάτια του που γυάλιζαν.Είχε πιει;
«Οχι,έχεις δίκιο...δεν είμαι ευτυχισμένη Μάντοξ.»ξεφύσηξε και κάθισε δίπλα μου.
«Δεν θέλω να σε χάσω από την ζωή μου ξανά,με όποιον τρόπο και αν μπορώ να σε έχω θα το δεχτώ.»πήρα μια βαθιά ανάσα και εστίασα την προσοχή μου στο γκρι των ματιών του.Με την σκέψη των ματιών του ξυπνούσα και κοιμόμουν κάποτε...
«Για αυτούς τους λόγους έφυγες τότε;»ψέλλισα και κράτησα την ανάσα μου.
«Θέλω μία ειλικρινής απάντηση.»
«Ήμουν χαμένος...δεν σου άξιζα.Δεν μπορούσα να κουβαλάω αυτό το βάρος.Ότι έμεινα αλλά κατέληξα να σε κάνω δυστυχισμένη.»
«Με έκανες όμως...»
«Με πονούσε λιγότερο αυτή η ιδέα...»χαμογέλασε πικρά και χάιδεψε τα μαλλιά μου,κάνοντας το σώμα μου να ανατριχιάσει.
«Φοβόμουν και τον Λόγκαν...»
Δεν ήταν αστείο,αλλά από τα χείλη μου ξέφυγε ένα μικρό χαμόγελο.
«Ο Λόγκαν δεν είχε λόγο να επέμβει στην ζωή μου.»
«Ήταν φίλος μου Ρόουζ...»
«Παρόλα αυτά δεν είδα να μπαίνει εμπόδιο όταν με πηδούσες.»
Μου έριξε ένα πληγωμένο βλέμμα.
«Πάλι τα ίδια θα λέμε;»
«Όχι, απλά προσπαθώ να καταλάβω.»
«Τι προσπαθείς να καταλάβεις Ρόουζ;Δεν είναι ξεκάθαρο;Δεν μπορούσα να μείνω μακριά σου, όσο και να το προσπάθησα με τον εαυτό μου.Και θα ήμουν ακόμη δίπλα σου, αν δεν ήμουν τόσο δειλός.»
Το βλέμμα του έκαιγε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου.
Πριν προλάβω να απαντήσω τα χείλη του βρισκόντουσαν πάνω στα δικά μου.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πανικός,τι ακριβώς έκανα;Αφού ήξερα πως αυτή η κατάσταση δεν θα είχε αίσιο τέλος...
Η καρδιά μου όμως ζητούσε κάτι άλλο και το κορμί μου ακόμα περισσότερα.
Στην αρχή το φιλί του ήταν γλυκό, τα χείλη του ίσα που άγγιζαν τα δικά μου.
Πέρασα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τον φίλησα ξεχνώντας τα πάντα.
Με είχε κυριεύσει το πάθος.
Η ανάγκη μου για εκείνον.
Το φιλί μας έγινε πιο βαθύ,η γλώσσα του χόρεψε με την δική μου και τα χέρια του έγραφαν ποιήματα στο κορμί μου.
Είχα ξεχάσει πόσο όμορφα με έκανε να αισθάνομαι το χάδι του.
Αυτό όμως ήταν καλύτερο από ότι θυμώμουν.Κρατήθηκα από πάνω του και πέρασα τα πόδια μου ανάμεσα από τα δικά του,νιώθοντας στο σημείο μου τον ερεθισμό του.Ένα μικρό βογκητο ξέφυγε από τα χείλη μου από το πόσο ωραία ήταν η αίσθηση.
Ένιωθα λες και δεν το έκανα αυτό μετά από τόσα χρόνια,λες και συνήθιζα να το κάνω,λες και τα χείλη του ήταν φτιαγμένα για τα δικά μου.
Τραβήχτηκα λίγα εκατοστά μακριά του να πάρω μια ανάσα.Αλλά το χέρι του κλείδωσε στον σβέρκο μου και με κράτησε κοντά του.
«Μην...μην φύγεις.»
«Δεν φεύγω.»
«Ίσως θα ήταν καλύτερα αν το έκανες...δεν νομίζω πως μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου κοντά σου.»
«Ούτε εγώ...»τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω μου αχόρταγα,απεγνωσμένα,έμοιαζε λες και προσπαθούσε να απομνημονεύσει το πρόσωπο μου, λες και δεν θα το ξανά έβλεπε και ήθελε να κρατήσει ζωντανή την ανάμνηση μου. Και τότε αυτό είχε κάνει, με κοιτούσε για ώρες και μου χαίδευε τα μαλλιά. Μόνο που τότε δεν ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα...
Τώρα ήξερα που πήγαινα να μπλέξω και παρόλα αυτά πονούσε το ίδιο.
«Νομίζω ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα και για τους δυο αν μείνουμε σε ένα φιλί.»ψέλλισε κοιτόντας με ακόμα στα μάτια.
«Μακάρι να ήξερες πόσο σε θέλω και πόσο συγκρατιέμαι αυτή την στιγμή για να μην σου βγάλω τα ρούχα και σε γευτώ,
αλλά αν πάρω μία γεύση από εσένα δεν νομίζω πως θα είμαι ικανός να σταματήσω.»συνέχισε και με έβγαλε από την αγκαλιά του.
Ένα κομμάτι μου ήθελε να μείνει εκεί για πάντα, αλλά είχε δίκιο, όσο και να με πλήγωνε ότι ήταν η τελευταία φορά που θα τον άγγιζα.
«Νομίζω πως έτσι είναι καλύτερα.»επιστράτευσα ένα χαμόγελο, αν και τα μάτια μου ήταν βουρκωμένα.
«Πρέπει να κοιμηθούμε λίγο...»έγνεψα και επέστρεψα στην θέση μου στο στρώμα, κρατώντας τις αποστάσεις μου.
«Άσε με τουλάχιστον να σε αγκαλιάσω.»η ζέστη του ανάσα προκάλεσε ανατριχίλα στο κορμί μου.
Έγνεψα ξανά, ανίκανη να μιλήσω.
Ένιωσα το ένα του χέρι να περνάει γύρω από τη κοιλιά μου και το άλλο να μου χαϊδευει τα μαλλιά.
Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να αγνοήσω την καρδιά μου που χτυπούσε δυνατά στο στήθος μου.
Το απαλό του χάδι λίγη ώρα μετά με οδήγησε στην αγκαλιά του Μορφέα.
***
«Καλημέρα...»μουρμούρισα και άρπαξα σαν  αρπακτικό τον καφέ από το χέρι του. Ενώ είχα κοιμηθεί καλύτερα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι αναμνήσεις της χθεσινής νύχτας με έκαναν να νιώθω απαίσια.
«Έπρεπε να πάρεις τον δικό μου; Ξέρεις..αγόρασα και για εσένα είναι ακριβώς δίπλα σου.»σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του για πρώτη φορά από εχθές και χάθηκα στην ομορφιά του.
Πως κατάφερνε στις εφτά το πρωί να μοιάζει με άγγελο;Εγώ πρέπει να έμοιαζα μία μίξη ξεμαλλιασμένης γάτας και άστεγου.
Του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα και πήρα τον καφέ μου από τον πάγκο.
«Τι ώρα ξύπνησες;»κάθισα στο σκαμπό και τυλίχτηκα περισσότερο με την κουβερτα. Είχα ξεχάσει πόση υγρασία είχε τα πρωινά εδώ. Παρόλα αυτά, η θέα ήταν αρκετή να με κάνει να ξεχάσω τα πάντα.
«Δεν νομίζω πως κοιμήθηκα καθόλου...»χαμογέλασε με ένα είδος ενοχής.
«Δεν μπορούσες να βολευτείς;Δεν χωρούσες;Ροχάλιζα;»ρώτησα και έβαλε τα γέλια. Όταν γελούσε μου θύμιζε εκείνο το μικρό αγοράκι που ήξερα κάποτε...
«Όχι... απλά σκεφτόμουν.»
«Για αυτό μύριζα κάτι καμμένο;»
«Τριανταφυλλάκι... »μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και γέλασα.
Ευτυχώς τα πράγματα ήταν πιο ανάλαφρα μεταξύ μας, πράγμα που δεν περίμενα.
«Εντάξει, συγγνώμη...πες.»
«Δεν έχω να πω κάτι. »
«Είπες ότι σκεφτόσουν... δεν ξεκινάς κάτι αν δεν πρόκειται να το ολοκληρώσεις. »
«Είναι πολυ πρωί για αυτές τις συζητήσεις.»
Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και στριφογύρισα τα μάτια μου.
«Ας ετοιμάσουμε τα πράγματα μας, να φύγουμε σε λίγο.»έγνεψα και συνέχισα να πίνω τον καφέ μου.
***
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπροστά. Είχαμε αρκετό δρόμο μπροστά μας, όποτε σταματήσαμε σε ένα μαγαζί και πήραμε μερικά σνακ και καφέδες.
Ευτυχώς μέχρι στιγμής τα πράγματα ήταν ήρεμα μεταξυ μας.
Ο Μάντοξ οδηγούσε με χαλαρή μουσική να παίζει στο ράδιο και εγώ να διαβάζω ένα βιβλίο.Στην ουσία προσπαθούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά.
Ένιωθα πολλές τύψεις απέναντι στον Όουεν. Μου είχε φερθεί απίστευτα όσους μήνες είμαστε μαζί και εγώ αντί να το εκτιμήσω, έβλεπα τον Μάντοξ και σκεφτόμουν εκείνη την νύχτα που είχαμε περάσει και το χθεσινό φιλί του.
«Την επόμενη εβδομάδα, θα ζητήσω από τα παιδιά να έρθουν να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε κάπως το σπιτι, αν έχεις δουλειά δεν χρειάζεται να έρθεις... »
Σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του και έγνεψα.
«Δεν δουλευω το Σαββατοκύριακο.»
«Ωραία, μπορούμε να έρθουμε τότε, θα κλείσω το μαγαζί για να μπορούν και οι υπόλοιποι. »
«Δεν υπάρχει λόγος να σταματήσεις την δουλειά σου για αυτό... »
«Τριανταφυλλάκι... αφεντικό είμαι, ότι θέλω κάνω...»μου χαμογέλασε και του εριξα ένα δολοφονικό βλέμμα.
«Πότε θα σταματήσεις με αυτό το ηλίθιο παρατσούκλι;»
«Ποτέ... »γέλασε και τον χτύπησα ελαφρά στον ώμο.
«Να σου πω, οδηγαω. »μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και έβαλα τα γέλια.
Ένα κομμάτι μου ήθελε να τον πειράξει.
«Έχω πολύ καιρό να σε δω τόσο εύθυμη. »
Τον στραβό κοίταξα, γυρισε το βλέμμα του μερικά δευτερόλεπτα προς το μέρος μου και με κοίταξε.Αυτά τα μάτια κοιτούσαν την ψυχή μου.
«Μην με κοιτάς έτσι.. »
«Υπονοείς ότι δεν είμαι χαρούμενη;»
«Δεν είπα αυτό,εννοούσα μαζί μου. »
«Και τι με αυτό;»
«Τίποτα, μαρέσει...»είδα ένα μικρό χαμόγελο να τρέμοπαίζει στα χείλη του και ξαφνικά ένιωσα έναν μικρό πανικό.
Με έκανε να νιώθω πολλά συναισθήματα αυτός ο άνθρωπος και το μυαλό μου έμπαινε σε άσχημα μονοπάτια. Τι και αν τον εμπιστεύομουν ξανά;Αν περνούσαμε ένα όμορφο διάστημα μαζι;
Αν κατέληγε να με πληγώσει όπως τότε;
«Δεν θα συζητήσουμε ποτέ για εχθές;»ξέφυγε από τα χείλη μου και από το βλέμμα που μου έριξε ευχόμουν να μην είχα μιλήσει ποτέ.
«Είσαι σίγουρη πως θες να ανακατέψουμε τα πράγματα περισσότερο;Πες πως ήταν ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, κάτι για να με θυμάσαι...»ένα πικρό χαμόγελο δημιουργήθηκε στα χείλη μου.Αυτό ήταν δηλάδη, ένα αντίο και τίποτα παραπάνω.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένιωθα άσχημα, είχα ήδη έναν άνθρωπο να με περιμένει στο σπιτι.
«Αυτό ήταν λοιπόν;»
«Νομίζω αυτό συμφέρει και τους δυο μας.»κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά αρνούμενη να δεχτώ πως αυτό ήταν το τέλος,ακόμα και αν γνώριζα πως αυτό ήταν το σωστο.
«Ίσως έτσι είναι καλύτερα... »μουρμούρισα και το βλέμμα του στράφηκε προς το μέρος μου.
«Αυτό δεν ήθελες Ρόουζ;»τον κοίταξα, νιώθοντας ότι μπορουσε να με διαβάσει.
Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα.
Ήξερα όμως βαθιά μέσα μου, ότι ο Μάντοξ δεν θα έμενε μαζί μου,κάποια στιγμή θα με εγκατέλειπε όπως το είχε κάνει τότε.
«Ο Όουεν είναι καλός άνθρωπος. »
«Εσύ τι θες;»το αμάξι ακινητοποιήθηκε και είδα πως είχε σταματήσει στην άκρη του δρόμου.
«Δεν μπορώ να του το κάνω αυτό, με αγαπάει και ήδη νιώθω απαίσια με αυτό που έγινε εχθές. »
«Εσύ τον αγαπας;Είσαι χαρούμενη μαζί του;»
«Δεν ξέρω... »φώναξα νιώθοντας πιο μπερδεμενη από ποτε.
«Δεν μένεις με έναν άνθρωπο επειδή σου προσφέρει ασφάλεια Ρόουζ, δεν κάνεις φιλανθρωπικό έργο. Καιρός να σκεφτείς τον εαυτό σου, αυτό που γεμίζει εσένα και σε κάνει χαρούμενη.Και αυτή την στιγμή ξέρω πως μιλάω εκ του ασφαλούς γιατί δεν είμαι στην θέση σου, αλλά σε νοιάζομαι. »
Τα μάτια του είχαν το χρώμα του πάγου. Αλλά το βλέμμα του ήταν τόσο θερμό, έμοιαζε να τα πιστεύει αυτά που λέει.
«Κάτσε και σκέψου, ότι χρειαστείς είμαι εδώ. »χαμογέλασα αδύναμα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Επιστρέψαμε και οι δύο στην σιωπή.
Άνοιξα το βιβλίο μου και προσπάθησα να συνεχίσω το διάβασμα μου, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού.
Οι σκέψεις με βασάνιζαν.
Λίγες ώρες μετά βρισκόμασταν στο σπίτι, σταμάτησε το αμάξι μπροστά στο σπίτι μου και τον χαιρέτησα.
Έβγαλα τα κλειδιά από την τσάντα μου και μπήκα μέσα.Σήμερα θα γύριζε ο Όουεν από το επαγγελματικό ταξίδι που είχε πάει.
Ακούμπησα την τσάντα μου και τα κλειδιά μου στο τραπεζάκι και κοίταξα γύρω μου.
Στην κουζίνα υπήρχε ένα πιάτο γεμάτο με τηγανίτες και δίπλα ένα γράμμα. Το έπιασα στα χέρια μου και το ανοιξα.
"Μώρο μου,γύρισα...αυτές είναι για εσένα θα κοιμηθω λίγο.Καλή απόλαυση."
Χαμογέλασα και το αφησα στην άκρη βάζοντας στο στόμα μου μια τηγανίτα.
Ήταν πεντανόστιμη, μόνο εκείνος ήξερε να τις φτιάχνει τόσο ωραία.
Ήμουν ηλίθια,είχα έναν άνθρωπο δίπλα μου, ο οποίος μου φερόταν τελεια και εγώ αναλωνόμουν στον Μάντοξ.
Έπλυνα τα χέρια μου και πήγα στην κρεβατοκάμαρα.
Ο Όουεν κοιμόταν.Έβγαλα τα ρούχα μου,βάζοντας ένα παλιό,κοντομάνικο και προσπάθησα να ξαπλώσω αθόρυβα δίπλα του αλλά τον είδα να ανοίγει τα μάτια του και να μου χαμογελάει.
«Γύρισες... »
«Κοιμήσου...»ψυθίρισα.
«Έλα εδώ, μου έλειψες. »πλησίασα και άλλο δίπλα του με βαριά καρδιά. Οι τύψεις μου όσο περνούσε η ώρα μεγάλωναν.
Άφησε ένα φιλί στο κεφάλι μου και πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση μου.
«Πως ήταν η κατάσταση;»ρώτησε.
«Το σπίτι είναι χαλια, δεν ξέρω πως θα φτιαχτεί.Το καθαρίσαμε προς το παρόν και θα δούμε. Χρειάζεται επισκευές, ο Μάντοξ λέει ότι θα φωνάξει τα παιδιά που γνώρισες της προάλλες από το μαγαζί για να βοηθήσουν, να μας βγει φτηνότερα.Εσύ, πως ήταν το ταξίδι;»
«Βαρετά ήταν, όλη την ώρα meeting και έπρεπε να φοράω πουκάμισο. Αλλά,κλείσαμε μια συμφωνία με μια εταιρία και θα έχουμε τρελές δουλειές.»
Εδώ και μερικά χρόνια, ο Όουεν δούλευε σε ένα παράρτημα της εταιρείας του πατέρα του. Εκείνος είχε έναν ολόκληρο Κολοσσό, όπου αναλάμβαναν την διαχείριση ακινήτων και παράλληλα έκαναν ανακαινίσεις.
Ο Όουεν δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος με το γεγονός ότι σπούδασε δημοσιογραφία και κατέληξε να δουλεύει για τους γονείς του, αλλά έβλεπα πως φοβόταν ιδιαίτερα να τους αντιμετωπίσει και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί,ήταν ιδιαίτερα δεκτικοί άνθρωποι και καθόλου αυστηροί.
«Χαίρομαι για εσένα.»
«Άστα αυτά τώρα, εσύ πως πέρασες;»
Αύτο ήταν κάτι που δεν ήθελα να συζητήσω.
«Ήταν όμορφα, δεν είχε αλλάξει τίποτα από την τελευταία φορά.Χάρηκα που πήγα,η γιαγιά μου ήταν κάτι πολύ σημαντικό για εμένα και με το να επισκέπτομαι αυτό το σπιτι, κρατάει την ανάμνηση της στο μυαλό μου ζωντανή.»
Βέβαια, αν αυτή την στιγμή την είχα δίπλα μου δεν θα ήμουν καθόλου ευγενική μαζί της. Όλο ωραίες ιδέες είχε...
«Παρεπιπτόντως, οι τηγανιτές είναι τέλειες,ευχαριστώ.»
Πέρασα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τον αγκάλιασα.
Άκουσα το γέλιο του στο αυτί μου και χαμογέλασα. Τα χέρια του γλύστρισαν από την πλάτη μου και κατέβηκαν μέχρι την άκρη της μπλούζας μου.Ένιωσα το δεξί του χέρι στο στήθος μου και το κορμί μου ανατρίχιασε από τα κρύα χέρια του.
Τα χείλη του εξερευνούσαν τον λαιμό μου και εγώ έκλεισα τα μάτια μου προσπαθόντας να αφεθώ.
«Μου έλειψες...»μουρμούρισε και ένιωσα το άλλο του χέρι να χώνεται μέσα στο εσώρουχο μου.
Το πρόσωπο του Μάντοξ εμφανίστηκε μπροστά μου και το κορμί μου πάγωσε.
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τον Όουεν.
«Σταμάτα... »ψέλλισα.
«Μωρό μου, χαλάρωσε...σταμάτα να σκέφτεσαι για μια φορά και άσε με να σε φροντίσω.»ξεροκατάπια και άλλη μια σκέψη με πρωταγωνιστή τον Μάντοξ με επισκέφθηκε.
«Όουεν σταμάτα... »φώναξα αυτή την φορά και τραβήχτηκα μακριά του.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και στάθηκα εκεί.
Με κοιτούσε προβληματισμένος και εγώ δεν είχα τις απαντήσεις.
«Συγγνώμη... »μουρμούρισα και έτρεξα στο μπάνιο. Κλείδωσα την πόρτα και έκατσα στην άκρη της μπανιέρας προσπαθόντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου.
Αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να με κυνηγάει παντού. Όλα στο μυαλό και στις σκέψεις μου φώναζαν το όνομα του. Με άγγιζε ο Όουεν και εγώ σκεφτόμουν εκείνον...
Ένιωθα απαίσια!
«Ρόουζ, μπορείς  να βγεις έξω και να μου πεις τι έπαθες;Έκανα κάτι που σε πείραξε;»
Άκουσα την φωνή του πίσω από την πόρτα και δάκρυα μαζευτήκαν στα μάτια μου.
«Μπορείς να με αφήσεις για λίγο μόνη;»είπα και σκούπισα τα δάκρυα που κυλούσαν στα μαγουλα μου.
«Δεν μπορώ να το αφήσω έτσι αυτό Ρόουζ, πρέπει να μάθω τι συμβαίνει.Γιατί δεν θες να σε αγγίζω πλέον;»
Το κλάμα μου έγινε πιο δυνατό και προσπάθησα να το πνίξω.
«Μπορείς να βγεις σε παρακαλώ να μιλήσουμε;»σηκώθηκα από την μπανίερα και ξεκλείδωσα την πόρτα.
Το ύφος του μόλις με είδε άλλαξε, μαλάκωσε.
Σήκωσε το χέρι του και χτένισε μια τούφα από τα μαλλιά μου.
«Τι συμβαίνει;»έμοιαζε προβληματισμένος και απογοητευμένος.
Ίσως είχε έρθει η στιγμή να μοιραστώ την αλήθεια μου μαζί του.
«Όουεν...»
«Αυτός φταίει;»σήκωσα το βλέμμα μου νιώθοντας ντροπή.
«Μίλησε μου...»ξεφύσηξα προσπαθόντας να διαχειριστώ κορμί μου που έτρεμε.
«Εγώ φταίω...»
«Ρόουζ,πες μου.Θέλω να ξέρω την αλήθεια,νομίζεις δεν τον είδα πως σε κοιτούσε;Πως κοιτούσε εμένα;»
«Δεν φταίει εκείνος. Εδώ και πολύ καιρό αισθάνομαι απαίσια με τον εαυτό μου.
Κάθε μέρα αναρωτιέμαι αν θέλω αυτή την ζωή που έχω. Δεν είμαι χαρούμενη...
Ο Μάντοξ ήταν απλά ένα κομμάτι που μου υπενθύμισε κάποια πράγματα.»
«Είσαι σίγουρη ότι είναι μόνο αυτό;Γιατί δεν μου είπες ποτέ για εκείνον τότε;»
«Γιατί δεν υπήρχε λόγος.Είχα να τον δω από τότε που ήμουν δεκαέξι.»
«Μαλακίες Ρόουζ... »πρώτη φορά τον είχα δει να φωνάζει.
«Όουεν... δεν φταίει ο Μάντοξ, εγώ νιώθω μίζερα.Δεν αγαπάω την ζωή μου,
δεν μου αρέσει έτσι όπως την έχτισα.
Δεν νιώθω όπως ένιωθα όταν γνωριστήκαμε.»
«Αυτό ήταν δηλαδή;»
«Για το δικό σου καλό...»
«Το δικό μου καλό το ξέρω εγώ Ρόουζ και δεν μπορώ να καταλάβω αφού ένιωθες έτσι τόσο καιρό γιατί δεν μου έλεγες τίποτα και με φλόμωνες με δικαιολογίες.»
«Πίστευα ότι θα περάσει αυτή η φάση που βίωνα.»σήκωσε το βλέμμα του πάνω μου και ένιωσα μια ψύχρα να με διαπερνάει.
«Θα περάσω να μαζέψω τα πραγματά μου.»
Έκανε να φύγει και τον πλησίασα.
«Όουεν...»ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του και τον είδα να με κοιτάει με ένα βλέμμα απογοήτευσης.
«Δεν είμαι σωστή απέναντι σου και σίγουρα δεν αξίζω την αγάπη σου. Μπορεί αυτή την στιγμή να είσαι θυμωμένος μαζί μου, αλλά θα καταλάβεις πως ίσως έτσι είναι
καλύτερα.»
Με κοίταξε μία ακόμη φορά και έφυγε.
Κάθισα στο κρεβάτι και ξεφύσηξα κουρασμένα.Έτσι ήταν καλύτερα...
Πήρα το κινητό μου στα χέρια μου και κάλεσα την Μπίλι.Ήταν το άτομο που μου είχε σταθεί τα τελευταία χρόνια περισσότερο και από την οικογένεια μου.
Την είχα γνωρίσει στην σχολή,ήθελε να αρχίσει την καριέρα της στο τατουάζ.Είχε φύγει από το σπίτι της και έμενε μόνη της σε ένα κτήριο που ήταν έτοιμο να καταρρεύσει.
Ζούσε σε μια καταπιεστική, νεόπλουτη οικογένεια που ενδιαφερόταν μονάχα για την εξωτερική τους εικόνα και τίποτα παραπάνω.Την θαύμαζα γιατί είχε καταφέρει να έρθει σε μία άλλη πολιτεία, χωρίς να γνωρίζει κανέναν και δούλευε αμέτρητες ώρες για να μπορέσει να κάνει αυτό που αγαπούσε.
«Έλα...»άκουσα την νυσταγμένη της φωνή και γέλασα.
«Κοιμόσουν;»
«Τι ήθελες να κάνω στις δέκα το πρωί;Στις έξι γύρισα από το μπαρ.»
«Θες να σε αφήσω να κοιμηθείς;»
«Όχι, τώρα με ξύπνησες.Τι έγινε;»
«Χώρισα με τον Όουεν.»
«Καιρός ήταν, εγώ στο χα πει πολύ καλός για να είναι αληθινός. »
«Μπίλι δεν μου έκανε τίποτα, απλά δεν ένιωθα όπως πριν.»
«Είσαι σίγουρη;Γιατί εγώ δεν τον συμπαθούσα.»αναστέναξα δραματικά επειδή ήξερα που θα κατέληγε η συζήτηση.Η Μπίλι εξέφραζε έντονα τις απόψεις της για το πόσο σκάρτο ήταν το αντίθετο φύλο.
Δεν μπορούσα να καταλάβω από που προερχόταν αυτή η προκατάληψη που είχε, αλλά προσπαθούσα να μην μπλέκω σε αυτές τις συζητήσεις γιατί ήταν κάτι που δεν με προβλημάτιζε ιδιαίτερα.
Την διαφορά κατά την γνώμη μου την έκανε ο άνθρωπος και όχι το φύλο.
«Δεν ξέρω αν έκανε εκείνος κάτι, δεν μου είχε δώσει ποτέ δικαιώματα.Εγώ έφταιγα για όλο αυτό.»
«Να σου πω, τώρα που με ξύπνησες, θες να έρθεις από εδώ, να κλάψεις στον ώμο μου και να μάθω το κουτσομπολιό;»γέλασα, είχε έναν μοναδικό τρόπο να με κάνει να νιώθω καλύτερα, ακόμα και αν αυτή την στιγμή ένιωθα απαίσια.
«Εντάξει, σε ένα τέταρτο είμαι εκεί. Θες κάτι;»
«Ναι, έναν καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα, γιατί εχθές ο μαλάκας το αφεντικό μου κάπνισε τα μισά. Να ξέρεις εγώ θα φύγω από εκεί, δεν τον αντέχω άλλο. Κάθομαι σαν την ηλίθια και κάνω τα πάντα και αυτοί ξύνουν τα αρχίδια τους. Αν δεν είχα ανάγκη τα λεφτά θα τους είχα αποχαιρετήσει καιρό τώρα.»
«Λοιπόν, έρχομαι και θα μου τα πεις από κοντά.»
Έκλεισα το τηλέφωνο και ντύθηκα στα γρήγορα. Πήρα τα πράγματα μου και βγήκα από το σπίτι.Σταμάτησα σε ένα καφέ και πήρα έναν για εμένα και έναν για την Μπίλι και έπειτα σταμάτησα και στο περίπτερο και της πήρα τσιγάρα.
Έφτασα στην είσοδο και χτύπησα το κουδούνι. Αυτή η πολυκατοικία με τρόμαζε κάπως, όσες φορές και αν είχα έρθει μου προκαλούσε μια ανατριχίλα. Έμοιαζε βγαλμένη από θρίλερ, με το ξεφτισμένο χρώμα και τον χαμηλό φωτισμό.
Η πόρτα άνοιξε και είδα την Μπίλι με τα εσώρουχα και τα μαλλιά της μπερδεμένα από τον ύπνο.
Γέλασα και μου έδειξε το μεσαίο της δάχτυλο.
«Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω.»
«Να μην με ξύπναγες, τώρα αυτό θα υποστείς και αν σου αρέσει.»της έδωσα τον καφέ και τα τσιγάρα και είδα τα μάτια της να λάμπουν.
«Σου έχω πει πόσο σε αγαπάω;»πήγε να με αγκαλιάσει και τραβήχτηκα δήθεν νευριασμένη.
«Ναι κάνε μας τώρα και την δύσκολη. »
έβγαλε από το πακέτο ένα τσιγάρο και το άναψε. Πήρε μια μεγάλη τζούρα και είδα την απόλαυση στα μάτια της.
«Για πες τι έγινε;»
«Από που θες να αρχίσω;»ρώτησα.
«Θα χρειαστεί να κάτσω;»
«Ίσως... »
«Ωραία μισό.»έτρεξε στο δωμάτιο και σε χρόνο ρεκόρ επέστρεψε φορώντας ένα τοπ και ένα σορτς.
Έκατσε στην καρέκλα και με κοίταξε σαν σκύλος που είδε το αφεντικό του.
«Ο Μάντοξ...»
«Πάλι τον ονειρεύεσαι τον μαλάκα;Έχουν περάσει τόσα χρόνια βρε αγάπη μου.»
Ναι, είχε χάσει μερικά επεισόδια.
«Μακάρι να τον ονειρευόμουν απλά Μπίλι.
Η γιαγιά μου λίγο πριν πεθάνει έκανε την διαθήκη της.Μερικές βδομάδες πριν με πήρε τηλέφωνο ο συμβολαιογράφος. Μου άφησε το σπίτι στο Όρος Μαμούθ.Μάντεψε όμως τι άλλα αστειάκια έπαιζε η γιαγιά.
Το έγραψε και στον Μάντοξ και η επιθυμία της ήταν να μην πουληθεί.Και ήρθε και εκείνος στον Συμβολαιογράφο και κόντεψα να πάω από καρδιά. Αποφασίσαμε λοιπόν να ακολουθήσουμε την επιθυμία της Μάντελειν και να φτιάξουμε το σπίτι να το κρατήσουμε.
Βρεθήκαμε μερικές ακόμα φορές για να συννενοηθούμε.Έχει ανοίξει μαγαζί κάνει τατουάζ και δουλεύει και ο Ντομινίκ εκεί. Την προηγούμενη εβδομάδα λοιπόν,βγήκαμε όλοι μαζι, είχα πάρει και τον Όουεν για ασφάλεια, γιατί δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου μαζί του.
Είχαμε ένα μικρό δράμα, ήθελε να μου εξηγήσει για τότε.
Εν τέλει, πήγαμε εχθές στο εξοχικό, θέλαμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και τι χρειάζεται και μείναμε εκεί.
Καταλήξαμε να τσακωνόμαστε πάλι για το παρελθόν μέχρι που με φίλησε...»
«Είσαι ηλίθια;»φώναξε.
«Ήταν μία φορά...ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου και ξέρω πόσο λάθος ήταν και ξέρω ότι δεν πρέπει να τον εμπιστεύομαι, αλλά έμοιαζε να εννοεί ότι έλεγε.»
«Ρόουζ...αν χώρισες τον Όουεν για αυτόν επίτρεψε μου να σε χτυπήσω.»
«Όχι, καμιά σχέση...με τον Όουεν είχε τελειώσει μέσα μου αρκετό καιρό. Απλά ο Μάντοξ μου είπε κάτι και μου έδωσε το θάρρος.»
«Φυσικά και σου έδωσε το θάρρος, αφού σε θέλει για την πάρτη του.»μουρμούρισε.
«Δεν είναι έτσι τα πράγματα, δεν μπλέκω μαζί του. Ένιωσα μια φορά ταπεινωμένη, δεν το ξαναπερνάω.»μου έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα και έκλεψα ένα τσιγάρο από το πακέτο.
«Αυτά πες τα στον εαυτό σου, όχι σε εμένα.»
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και από μέσα βγήκε το αφεντικό της, με το μποξεράκι.
Μου έριξε ένα σοκαρισμένο βλέμμα και έτρεξε πίσω στο δωμάτιο.
Ξέσπασα σε γέλια και έστρεψα το βλέμμα μου πάνω της.
«Εσύ δεν τον έβριζες το πρωί;»
Μου χαμογέλασε ένοχα και πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο της πριν απαντήσει.
«Είπα πως είναι κακό αφεντικό, όχι κακός στο κρεβάτι.»ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα και στριφογύρισα τα μάτια μου.
«Καλημέρα κορίτσια,συγγνώμη για την αμφίεση μου πριν Ρόουζ, δεν ήξερα πως είσαι εδώ.»
«Δεν τρέχει κάτι Τρέβορ.»χαμογέλασα και με την άκρη του ματιού μου έπιασα την Μπίλι να δυσανασχετεί.
Ο Τρέβορ προχώρησε προς την κουζίνα και έβαλε λίγο καφέ μέσα σε μια κούπα.
«Μήπως ενοχλώ;»ρώτησε και κοιταχτήκαμε.
«Όχι,δεν λέγαμε κάτι.»η Μπίλι μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα.
«Βασικά,η Ρόουζ έχει ένα πρόβλημα και συζητούσαμε, απλά είναι αρκετά ντροπαλή για να το παραδεχτεί.»
Χαμογέλασε και αμέσως κατάλαβα ότι ήθελε απλά να τον διώξει.
«Κατάλαβα,μην ανυσήχειτε φεύγω ούτως ή άλλως.Μπίλι, στις εννιά να είσαι στο μαγαζί, τα λέμε.»της έκλεισε το μάτι και αφού πήρε το μπουφάν του έφυγε.
«Μην με κοιτάς έτσι.»με κοίταξε και γέλασα.
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας πίνοντας καφέ και η Μπίλι συνέχισε να σχολιάζει πόσο λάθος θα ήταν να μπλέξω ξανά με τον Μάντοξ.Ήταν κάτι που δεν χρειαζόταν να μου πει γιατί το ήξερα πολύ καλά, ακόμα και ένα κομμάτι του εαυτού μου το αναζητούσε απεγνωσμένα.

Επιτέλους κεφάλαιο. Λυπάμαι πολύ που άργησα αλλά τρέχω όλη μέρα, για αυτό ένα μεγάλο κεφάλαιο να το απολαύσετε.

Inked God's (1)Where stories live. Discover now