Κεφάλαιο 1.

460 17 5
                                    

Η Βασιλική γύρισε από τη δουλειά εξουθενωμένη. Η μέρα ήταν γεμάτη απρόοπτα και χρειάστηκε όλη της την ενέργεια για να προλάβει τα πάντα. Τώρα, όμως, ήταν κουλουριασμένη σε μία από τις καρέκλες του μπαλκονιού της, τυλιγμένη με μία λεπτή κουβέρτα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί δίπλα της, ένα απαλό αεράκι σαν χάιδεμα στα μαλλιά και με θέα τη φωτισμένη Θεσσαλονίκη. Το μπαλκόνι ήταν το αγαπημένο μέρος του διαμερίσματός της, το μέρος ξεκούρασής της. Και η θέα αυτή…πόσο τη λάτρευε﮲ παρόλο που την έβλεπε κάθε μέρα τα τελευταία εφτά χρόνια, ποτέ δεν τη βαρέθηκε. Εφτά ολόκληρα χρόνια σε αυτό το διαμέρισμα, οκτώ στη Θεσσαλονίκη. Μερικές φορές ένιωθε σαν να είχε έρθει μόλις την προηγούμενη μέρα. Θυμόταν τον εικοσάχρονο εαυτό της να κατεβαίνει από το τρένο με μόνο ένα σακίδιο στην πλάτη και το μυαλό της να βουίζει﮲ τη μέρα που έφυγε από την Κρήτη μόνη της, δύο μέρες πριν το γάμο της με τον Στεφανή. Η μέρα που άλλαξε ολόκληρη τη ζωή της. Η τελευταία μέρα που ξύπνησε στο δωμάτιο που μεγάλωσε, που μίλησε στους δικούς της, που συνάντησε τον Στεφανή. Η τελευταία μέρα που είδε την Κρήτη. Οκτώ χρόνια αργότερα, η Βασιλική δεν ήξερε τίποτα για τους ανθρώπους του χωριού που είχε αφήσει πίσω της. Ποτέ δεν μίλησε με κανέναν, ποτέ δεν έμαθε για κανέναν και μαζί της δεν είχε πάρει ούτε μία φωτογραφία, ούτε καν των γονιών της. Μα από όλους, μόνο ένας την απασχολούσε πραγματικά μέχρι και σήμερα… Τελείωσε το κρασί της και αφού κοίταξε για λίγο ακόμη το νυχτερινό τοπίο, πήγε στο υπνοδωμάτιο για ύπνο. Ξημέρωνε Σάββατο και έπρεπε να πάει για τα ψώνια της εβδομάδας.
Αφού ξύπνησε, πλύθηκε και ντύθηκε, βγήκε για τις δουλειές της. Στην είσοδο είδε τον ιδιοκτήτη του διπλανού διαμερίσματος να δίνει τα κλειδιά σε μία νεαρή κοπέλα. «Η καινούρια γειτόνισσα», σκέφτηκε η Βασιλική αλλά δε στάθηκε να συστηθεί, παρά μόνο καλημέρισε και τους δύο ζεστά – κάποια στιγμή θα τη γνώριζε, στον ίδιο όροφο έμεναν. Η αλήθεια είναι, όμως, πως την εβδομάδα που ακολούθησε, δεν έτυχε να ξαναδεί εκείνη την κοπέλα μέχρι και την Παρασκευή το βράδυ, όπου η Βασιλική επέστρεφε από τα γενέθλια της προϊσταμένης και καλύτερής της φίλης, της Ιφιγένειας

Την Ιφιγένεια την είχε γνωρίσει στη δουλειά, τον πρώτο χρόνο διαμονής της στη Θεσσαλονίκη. Η Βασιλική δούλευε σε μια εταιρία ως εργάτρια, μιας και δεν είχε τις γνώσεις για κάτι περισσότερο, όταν μία μέρα ένα εφτάχρονο κοριτσάκι κατέβηκε μόνο του στην αποθήκη. Η κοπέλα το ρώτησε ευγενικά τι έκανε εκεί μόνο του και το κοριτσάκι απάντησε πως κρυβόταν από τη θεία του. Η Βασιλική της ζήτησε να μην απομακρυνθεί από το σημείο που ήταν γιατί – άλλωστε – ήταν η καλύτερη κρυψώνα. Στην πραγματικότητα όμως, ήξερε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος στην αποθήκη εκείνη την ώρα και ήθελε να έχει το νου της στο παιδί. Ωστόσο, η ώρα περνούσε και η μικρή Γεωργία – όπως έμαθε πως την έλεγαν – δεν γύριζε στη θεία της ούτε την έψαχνε κάποιος εκεί κάτω. Η Βασιλική σκεφτόταν όλο και περισσότερο τη θεία της μικρής και το πόσο μπορεί να είχε ανησυχήσει, όταν ξαφνικά χτύπησε ο συναγερμός εκτάκτου ανάγκης. Η κοπέλα άφησε ό,τι έκανε και έτρεξε στη μικρή, η οποία την αγκάλιασε σφιχτά φοβισμένη. Πιασμένες χέρι-χέρι, με τη Βασιλική να προσπαθεί να ησυχάσει τη μικρή, ανέβηκαν γρήγορα στο ισόγειο όπου όλοι οι υπάλληλοι ήταν συγκεντρωμένοι και αναστατωμένοι. Όταν σταμάτησαν, η μικρή που σιγοέκλαιγε, αγκάλιασε ξανά τη Βασιλική. Τελικά, είχε σπάσει κάποιος σωλήνας στον τρίτο όροφο, τίποτα το τόσο τραγικό, και απλά ο συναγερμός τους είχε αναστατώσει όλους.

Η Φυγή Where stories live. Discover now