Κεφάλαιο 8.

262 11 5
                                    

-Αστα, ρε ξάδερφε, δυο εβδομάδες πριν το πήγα στο συνεργείο του Γιώργη του Γιαννακάκη και μου το έφτιαξε, υποτίθεται! Και τώρα πάλι πρόβλημα! Για αυτό ήρθα σε πήρα με το αγροτικό, θα πάω το απόγευμα να το φτιάξω το άλλο.
Ο Μαθιός, στη θέση του συνοδηγού, ίσα που τον άκουγε. Είχε απορροφηθεί στις
δικές του -σκοτεινές- σκέψεις.
-Σου μιλάω ρε, που χάθηκες?!
-Πουθενά, σε άκουσα. Θέμα στο αμάξι. Ε θα το φτιάξεις.
-Εννοείται. Ειδικά, τώρα με τις ετοιμασίες επιβάλλεται να το έχω έτοιμο το συντομότερο!
-Ποιες ετοιμασίες?
-Αρραβωνιαζομαι!
-Τι?
-Βρήκα μια κοπέλα, την Χρύσα, την κόρη του Σταθακη του Παναγιώτη. Έχει και καλή προίκα, είναι και έτσι ομορφούλα, δε μιλάει και πολύ, καιρός να στήσω το σπιτικό μου και εγώ. Και άργησα!
-Την προηγούμενη φορά που αρραβωνιαστηκες δεν πήγε πολύ καλά.
-Τι μου τη θυμίζεις αυτή την άτιμη τη βρώμα, ρε Μαθιο! Εμένα μια κοπέλα για σπίτι μου είχαν ταξει, που να ήξερα ότι άνοιγε τα πόδια της δεξιά και αριστερά! Ούτε καν οι δικοί της δε το ήξεραν! Θυμάσαι τη ντροπή στα πρόσωπα τους?! Μαύρη να είναι η ώρα της, και η δική της και του εραστή της! Αν και θα τον έχει αλλάξει με άλλους δέκα τώρα...Τυχεροί ήταν μόνο που δεν την βρήκα τότε...και αυτή και αυτός στο χώμα θα ήταν τώρα!
Ο Μαθιός έσφιγγε τα χέρια του σε γροθιές.
-Να, σταμάτα εδώ. Πόσο θα ανέβουμε πια, φτάσαμε.
-Πιο κει δεν πας συνήθως?
-Κατεβα, Στεφανή. Καλά είναι και εδώ.
Άνοιξε την πόρτα, βγήκε από το αμάξι και εισέπνευσε τον κρύο αέρα βαθιά -το χρειαζόταν. Το κυνήγι δε τους πήρε ώρα και ούτε μιλούσαν ιδιαίτερα. Ο Μαθιος απαντούσε λακωνικά και απότομα, όταν απαντούσε.
-Και τι ώρα πετάς σήμερα?
-Στις έξι.
-Όλα έτοιμα?
-Ναι.
-Και πότε γυρνάς?
-Δεν ξέρω.
-Δεν έχεις κέφια σήμερα, ε ξάδερφε?
-Όχι, ιδιαίτερα.
-Ιντα έπαθες μωρέ? Ποιος σε πείραξε?
-Ξέρεις...εκεί στη Θεσσαλονίκη, έτυχε να πέσουμε πάνω σε κάποιον που γνώριζε τη Βασιλική. Την πρώην αρραβωνιαστικιά σου...αυτή που έλεγες.
-Στη Θεσσαλονίκη είναι?
-Είναι, ήταν, δεν ξέρω. Σου είπα...γνωστό της βρήκαμε και αυτό επειδή του αναφέραμε από ποιο χωριό είμαστε. Είπε ήξερε μια κοπέλα από εδώ, μια Βασιλική...ε δεν ήθελε και πολύ να πει λεπτομέρειες.
-Λες να είναι ακόμη εκεί? Δεν είναι αργά να πληρώσει η-
-Σε είχα ρωτήσει τότε...ξάδερφε, αν της είχες κάνει τίποτα. Αν είχατε τσακωθεί, αν της είχες κακομιλήσει, αν-
-Και σου είχα πει πως δεν είχε γίνει τίποτα! Τι μου το θυμίζεις?!
-Σου το θυμίζω γιατί είχες πει ψέματα!Εκτός αν θεωρείς το ότι πήγες να τη βιάσεις και, όταν αντιστάθηκε, τη χτύπησες και τη μάτωσες, τίποτα!
Ο τόνος του Μαθιού είχε υψωθεί και πια στεκόταν απέναντι από τον Στεφανή, ο οποίος προσποιούνταν τον έκπληκτο.
-Αυτά λέει ρε στον κόσμο? Και εσύ τα πιστεύεις? Πιστεύεις μια-
Ο Μαθιός τον έπιασε από τον γιακά του μπουφάν του,
-ΜΗ! Μη τολμήσεις να την ξαναβρίσεις, με ακούς? Έτσι κάνουν οι άντρες ρε? Βιάζουν και χτυπούν, αυτό νομίζεις? Και μετά το έπαιζες θιγμενος! Την έβριζες σε όλους, την διέσυρες παντού για τις δικές σου αηδίες!
-Μαθιο, ηρέμησε γιατί θα σκοτωθούμε!
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, σκέφτηκε από μέσα του αλλά δεν μίλησε.
-Συναντάς έναν τυχαίο, που δεν τον έχεις δει ποτέ, τυχαίνει να ξέρει τη Βασιλική, σου αραδιάζει ένα σωστό συκοφαντίες και έρχεσαι να με μαλώσεις?! Να με κάνεις ντα?
-Ο,τι είπε είναι η αλήθεια. Αλλα, δυστυχώς, μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα, το αίμα που εσύ ατιμαζεις με τέτοιες πράξεις. Παραδέξου το, τι το αρνείσαι ακόμη?
-Και να το παραδεχτώ τι θα αλλάξει, ρε Μαθιο?! Ναι, το έκανα. Ναι, είχα όρεξη εκείνο το βράδυ! Λογικό δεν ειναι?! Θα την παντρευόμουν σε δυο μέρες, από πότε αρνούνται στον άντρα τους ε?!
-Δεν είναι ούτε ζώα ούτε δούλες οι γυναίκες, Στεφανή! Να της διαταζεις, να λένε "ναι" σε κάθε δική σου όρεξη!
-Οχι όλες οι γυναίκες, αλλά η δική μου γυναίκα-
-Δεν ήταν γυναίκα σου!
-Θα γινόταν σε δύο μέρες! Είχα κάθε δικαίωμα να-
-Και εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να πει όχι! Και εσύ έπρεπε να το σεβαστείς, ακούς?! Έπρεπε! Όχι να απλώσεις χέρι, να τη χτυπήσεις, να την πονεσεις! Ποιος νομίζεις ότι ήσουν, ε?!
-Εγώ έτσι κάνω και σένα τι σε κόφτει τόσο ρε Μαθιο?! Τη γούσταρες τη Βασιλικουλα, σου είχε γυαλίσει, στα είχε ανοίξει και σένα τα πόδια της?!
Οτιδήποτε και αν κρατούσε τον Μαθιο πριν, δεν τον κρατούσε πια. Όρμηξε στον Στεφανή, τον έριξε κάτω και άρχισε να τον χτυπάει με γροθιές στο πρόσωπο. Ο άντρας προσπάθησε να αμυνθεί αλλά η οργή του Μαθιού είχε ξεχειλίσει για τα καλά.
-Σου είπα να μην ξαναμιλήσεις άσχημα! Και συνεχίζεις να τα ρίχνεις πάνω της, να την προσβάλλεις! Γελοίο κάθαρμα! Σε μια κοπέλα ρε? Πόσο ήταν τότε?! Δεκαοχτώ χρονών? Αν δεν αντιστεκόταν, θα την ανάγκαζες ρε?! Χωρίς την άδεια της?! Και μετά θα την παντρευόσουν?! Τι νομίζεις ρε οτι ήταν, η δούλα σου, το κτήμα σου, ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ? Που σήκωσες χέρι, τη χτύπησες και ούτε ένα συγγνώμη! Χέστηκες για την ψυχολογία της, για τον πόνο της! Και μετά τη διέσυρες παντού, κάθαρμα!
Όσο συνέχιζε, τόσο περισσότερο ύψωνε τη φωνή του, τόσο πιο δυνατά χτυπούσε τον Στεφανή. Όταν σταμάτησε, ο ξάδερφος του είχε σχεδόν χάσει τις αισθήσεις του. Το πρόσωπο του είχε γεμίσει αίμα, το ίδιο αίμα που είχε βάψει και τα χέρια του Μαθιού. Πλησίασε κοντά στο προσωπο του και μίλησε πλέον με πιο χαμηλή αλλά σταθερή φωνή.
-Σημασια δεν έχει αν την γούσταρα εγώ. Δική σου αρραβωνιαστικιά ήταν. Και πηγές και έκανες ό,τι έκανες. Ένας άτιμος είσαι, Στεφανή. Ο χειρότερος τύπος ανθρώπου. Κάποιος έπρεπε να σε βάλει επιτέλους στη θέση σου, που και λίγο ξύλο δε σε φτιάχνει...δεν ξεπληρώνεις ο,τι χρωστάς. Και σαν άντρας αλλά και σαν άνθρωπος στο λέω.
Ο Στεφανής προσπάθησε να ανοίξει λίγο τα μάτια του. Καθώς μίλησε, έτρεξε αίμα από το στόμα του.
-Τη γούσταρες. Έτσι δεν είναι?
-Σημασία δεν έχει τι έκανα εγώ αλλά τι έκανες εσύ.
-Και θα το ξαναέκανα. Άτιμος ήσουν εσύ που ήθελες κάτι δικό μου.
Θα περίμενε κανείς να γίνει μια έκρηξη θυμού μέσα στον Μαθιό, να αρχίσει να φωνάζει ξανά, να χτυπάει με δύναμη -αυτό περίμενε και εκείνος. Ωστόσο, επικράτησε απόλυτη σιωπή στο μυαλό του. Μίσος. Η οργή του μετατράπηκε σε κάτι άλλο, σκοτεινότερο. Κάτι που τρόμαζε μέχρι και τον ίδιο. Αίμα. Σηκώθηκε αργά και κοίταξε προσεκτικά τον Στεφανή.
-Δε μιλάς?, ρώτησε εκείνος.
-Ό,τι είχα να πω, το είπα, Στεφανή. Σήκω και γύρνα σπίτι σου, εγώ θα πάω με τα πόδια.
-Ξέρεις ότι έχω δίκιο.
Ο Μαθιός, όμως, είχε ήδη αρχίσει να προχωράει μακρυά του. Ο Στεφανής σηκώθηκε με έντονο πόνο, σίγουρος πως σε λίγο θα είχε πρηστεί παντού και έφυγε με το αμάξι του, περνώντας ξυστά από τον ξάδερφο του, γκαζώνοντας. Θα το ξαναέκανα, δικαίωμά μου. Η φράση αυτή δε σταματούσε να αναπαράγεται στο μυαλό του Μαθιού, ωστόσο. Και να οργιάζει τη σιωπή μέσα του. Να βαραίνει το σκοτάδι. Να οδηγεί το μυαλό έξω από κάθε όριο. Βρήκε στον δρόμο έναν συγχωριανό και τον πήγε μέχρι το σπίτι. Έφαγε και ετοιμάστηκε πάρα την γκρίνια της μάνας του. Στις τέσσερις είχε ήδη χαιρετήσει τους δικούς του.
-Και ό,τι χρειαστείτε πάρτε με τηλέφωνο. Θα σας σκέφτομαι.
-Ναι για αυτό φεύγεις, γιατί μας σκέφτεσαι.
-Θα σας πάρω μόλις φτάσω.
-Καλό ταξίδι, αδερφέ μου και καλή τύχη!, του είπε ο Αστέρης και τον αγκάλιασε σφιχτά.
-Να προσέχετε!
Στο δρόμο για το αεροδρόμιο σκεφτόταν πως πρώτη φορά θα έλειπε τόσο πολύ από τον τόπο του και ήξερε πως όταν επέστρεφε πολλά θα είχαν αλλάξει στη ζωή του. Έτσι παρατήρησε λίγο περισσότερο γύρω του, τη φύση, τους ανθρώπους, τα σπίτια...προσπαθούσε να χαράξει στη μνήμη του την εικονα, την αίσθηση.

Η Φυγή Where stories live. Discover now