Κεφάλαιο 5.

243 9 5
                                    

Έδωσαν ραντεβού για αργότερα την ίδια μέρα σε μια καφετέρια, για τη διεύθυνση της οποίας τον ενημέρωσε η Βασιλική. Η κοπέλα δεν ήθελε να βρεθούν πάλι μονοι,θα σφιγγοταν η καρδιά της. Στη σκέψη και μόνο πως θα τον ξαναβλέπε, πως ήταν στην ίδια πόλη με εκείνη, πως θα μπορούσε να τον δει τυχαία στο δρόμο και όχι απλά να τον φαντάζεται, την ανατριχιαζε..μόνο που η Βασιλική δεν το ήθελε αυτό το συναίσθημα -το γυρόφερνε στο μυαλό της όλη μέρα μέχρι να αποφασίσει να τον καλέσει. Τα πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Έκλαιγε συχνά, φοβόταν, αμφέβαλλε για την επιλογή της, αμφισβητουσε τον εαυτό της, της έλειπε το σπίτι της, μέχρι και οι θείοι της -και εκείνον...εκείνον τον αποζητούσε κάθε που χαραζε και κάθε που νυχτωνε. Η απουσία του την πονούσε αφόρητα, η σκέψη ότι ίσως και να την μισούσε για τη φυγή της την τρελαινε. Μα έμαθε να ζει έτσι -μάλιστα, έφτιαξε μια ζωή για εκείνη, μια ζωή στην οποία μπορούσε να είναι καλά. Τα είχε όντως καταφέρει! Με όλο τον πόνο και τον κόπο και τον φόβο, τα είχε καταφέρει! Πλέον, όμως, η παρουσία του Μαθιού -ή σωστότερα, τα συναισθήματα που αυτη της προκαλούσε- είχαν τη δύναμη να τα διαλύσουν όλα αυτά, να διαλύσουν το τείχος που η ίδια είχε χτίσει για να μην πονάει τοσο πια, ένα τείχος το οποίο είχε μάθει να χρειάζεται, το οποίο προστατευε την ίδια και την καινούργια της ζωή. Με τον Μαθιο μέλλον δεν είχαν, άλλωστε. Η δική του ζωή ήταν στην Κρήτη και η δική της στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη δε θα γύριζε στην Κρήτη, και ειδικά στο χωριό, ούτε αν της χάριζαν όλο το χρυσό του κόσμου και εκείνος μόνο στην Κρήτη άνηκε. Η Κρήτη ήταν ο τόπος του, το σπίτι του, η ζωή του, ήταν μέρος του εαυτού του -ισως όλος του ο εαυτός. Όχι, δε μπορούσε να του το στερήσει αυτό. Ωστόσο, ίσως δεν είχε μείνει για κάτι παραπάνω από συζήτηση...εκανε μεγάλες προσπάθειες να την αποφύγει, μα η αλήθεια ήταν πως η σκέψη την έκαιγε ολόκληρη -ίσως  πάλι έτρεχε το μυαλό της πολύ μακριά, μα μπορεί ο Μαθιος είχε οικογένεια πίσω φτιάξει, ίσως είχε τη σύζυγό του στην Κρήτη να τον περιμένει. Της είπε πόσο τον πόνεσε η φυγή της μα ποτέ δεν ειπώθηκε ότι δεν ξαναέφτιαξε τη ζωή του. Ίσως δεν ήταν, λοιπόν, καν στο δικό της χέρι το πόσο θα έμενε. Καλύτερα!, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της.
Χαμένη ξανά στις σκέψεις της έχασε την αίσθηση του χρόνου και πλέον είχε αργήσει περίπου δέκα λεπτά. Όταν έφτασε, τον είδε να κάθεται σε ένα πιο απομονωμένο, ήσυχο τραπέζι και να κοιτάζει έξω. Πόσο όμορφος είναι...Συγκρότησε τον εαυτό της, ξανά, πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε και κάθισε απέναντι του.
-Καλησπέρα, συγγνώμη για την καθυστέρηση.
-Δεν πειράζει, δεν άργησες και πολύ.
-Πως είσαι? Παρήγγειλες?
-Όχι, σε περίμενα.
Ήρθε η σερβιτόρα αμέσως και αφού άφησε ενα ποτήρι με νερό, πήρε παραγγελία.
-Μέτριο δεν τον έπινες τον καφέ σου?, ρώτησε η Βασιλική πριν προλάβει να κρατήσει τον εαυτό της.
-Ναι, αλλά αποφάσισα και πως σκέτος είναι καλός. Εσύ νόμιζα δεν έπινες καθόλου.
-Εδώ έμαθα να πίνω. Δεν είναι και τόσο κακός τελικά.
-Οχι, δεν είναι...έμαθες πολλά εδώ, άλλαξες.
-Έπρεπε να αλλάξω. Έπρεπε να μάθω να ζω μόνη μου.
-Μόνη σου είσαι ακόμη? Δεν υπάρχει κάποιος στη ζωή σου?
Η ερώτηση σχεδόν την ξάφνιασε και της πήρε λίγο μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν μόνο εκείνη που δεν ήξερε για τη ζωή του Μαθιού, ούτε εκείνος ήξερε για τη δική της.
-Όχι. Δεν υπάρχει κάποιος. Έχω φίλους αλλά όχι κάποιο σύντροφο. Εσύ? Έκανες οικογένεια?
-Όχι, δεν έκανα.
-Είσαι ακόμη νέος, ε? Μόνο 27, για τους άντρες εκεί είναι μικρή ηλικία για γάμο. Και εδώ, δηλαδή, αλλά εδώ ισχύει και για τις γυναίκες, συνήθως. Εννοώ υπάρχει...περισσότερη ισότητα, αυτό εννοούσα.
Έλεος, Βασιλική!, επέπληξε τον εαυτό της που κατάφερε να χάσει τα λόγια της στα πρώτα πέντε λεπτά της συζήτησης.
-Όχι, δεν έχει να κάνει με την ηλικία. Απλά καμία τους δεν ήταν για γυναίκα μου εκεί.
Ο Μαθιος την κοίταξε βαθιά στα μάτια προσπαθώντας να πει περισσότερα με το βλέμμα από ο,τι με τα λόγια. Και εκείνον τον έκαιγε το αν η Βασιλική είχε προχωρήσει τη ζωή της σε αυτό τον τομέα και στο πίσω μέρος του μυαλού του, ήθελε να αρπάξει την πρώτη ευκαιρία να το μάθει. Έτσι και έκανε και η ανακούφιση του ήταν τόσο μεγάλη όσο την περίμενε. Η αμηχανία της Βασιλικής, βέβαια, ήταν φανερή. Προσπάθησε, λοιπόν, να τη χαλαρώσει.
-Δεν είχα έρθει ποτέ στη Θεσσαλονίκη. Πολύ όμορφη πόλη.
-Ναι, είναι! Ειδικά το βράδυ...είναι πολύ όμορφα φωτισμένη.
-Πάντα ήθελες να έρθεις εδώ? Δε θυμάμαι να μου το είχες αναφέρει ποτέ...πώς και επέλεξες αυτή την πόλη από όλες?
-Η αρχική σκέψη ήταν να φύγω όσο πιο μακρυά από την Κρήτη μπορούσα...μα έπρεπε να είναι πόλη πιο μεγάλη, για να μη με βρει εύκολα ο Στεφανής αν με έψαχνε.
-Ναι,καταλαβαίνω.
-Αλήθεια...με έψαξε? Πώς αντέδρασε?
-Άσχημα. Αλλά αστον αυτόν. Δεν έχει σημασία.
-Έχει. Οι θείοι μου? Πως είναι, ξέρεις κάτι για αυτούς? Το χωριό φαντάζομαι τι θα έλεγε...
Δεν είχε σκοπό να τα ρωτήσει όλα αυτά μα μια ορμή την έσπρωξε μέσα της. Εκείνες οι λίγες στιγμές που της έλειπε το σπίτι της είχαν μετατραπεί τώρα σε ποτάμι νοσταλγίας. Άλλωστε, μπορούσε να πάρει απαντήσεις...μετα από οχτώ χρόνια, μπορούσε να μάθει τι προκάλεσε η φυγή της.
-Ο θείος σου δε ζει πια, Βασιλική. Έφυγε πριν τρία χρόνια από καρκίνο. Η θεία σου ζει μόνη της και σπάνια βγαίνει. Δεν αντέδρασαν ούτε εκείνοι καλά τότε...νόμιζαν πως, πως είχες εραστή και σε έκλεψε.
Στο άκουσμα του θανάτου του θείου της  η κοπέλα ένιωσε ένα αόρατο μαχαίρι να διαπερνά το κορμί της. Ο άνθρωπος που τη μεγάλωσε είχε χαθεί πριν τρία χρόνια και εκείνη ιδέα δεν είχε. Ποτέ δε θα πήγαινε στον τάφο του, ένα λουλούδι δε θα του άφηνε ποτέ. Όχι, δεν είχαν την καλύτερη, την πιο στοργική σχέση, και η Βασιλική τον έβλεπε πάντα σαν θείο, ποτέ σαν πατέρα, αλλα και πάλι...ήταν αίμα της, ο άνθρωπος που ήταν εκεί στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Ίσως πήγαινε στην εκκλησία μετά, να του ανάψει ένα κερί.
-Είχα πάει στην κηδεία του. Άφησα ένα λουλούδι για σένα. Φαντάστηκα ότι θα ήθελες κάποιος να το κάνει...να πάει αυτός για σένα, αφου η ίδια δεν ήσουν εκεί.
-Ευχαριστώ πολύ, Μαθιο. Αν και δε νομίζω ο θείος μου να με ήθελε εκεί μετά από ό,τι έκανα.
-Δε θα το είχες κάνει αν ο θείος σου σε υπολόγιζε όταν έπρεπε. Έλα πες μου για σένα, τι κάνεις εδώ? Που δουλεύεις, πως τα βγάζεις πέρα?
-Δουλεύω σε ένα εργοστάσιο. Τα οικονομικά μου έχω μάθει να τα κουμαντάρω καλά. Δεν μου περισσεύουν πολλά αλλά δε μου λείπει και τίποτα. Μια κανονική ζωή έχω, απλή. Εσύ? Ανοίξατε το μαγαζί που λέγατε με τον αδερφό σου?
-Ναι. Εργοστάσιο αλουμινίων. Καλά πάμε, σιγά σιγά χτίζουμε όνομα στην αγορά. Ασχολούμαι και με τα κτήματα πάνω και με τα ζώα. Τώρα με τον Αστέρη έχουμε μερικά θέματα, βέβαια...
-Ναι...κάτι κατάλαβα. Για την Αργυρω λες.
-Απο που την ξέρεις εσύ αυτή? Ησουν σπίτι της όταν σε είδα για πρώτη φορά. Την γνώριζες από πριν?
-Οχι, την γνώρισα όταν μετακόμισε στο διαμέρισμα δίπλα μου. Βασικά γνωριστήκαμε μια μέρα πριν μας βρείτε εσείς. Δε μου φαίνεται κακια ομως-
-Είναι Βρουλακη. Του Μάρκου η κόρη. Και ο Αστέρης περιμένει παιδί από άλλη.
-Ήρθες μαζί του μέχρι εδώ, όμως...
-Ναι, δεν είχα και άλλη επιλογή. Σκοτωθηκαμε άσχημα αλλά κάποιος έπρεπε να τον στηρίξει τελικά.
-Καλά έκανες. Και...πότε λέτε να φύγετε?
-Να με ξεφορτωθείς θες?
-Όχι..απλώς ρώτησα.
-Δεν ξέρω για εκείνον. Ούτε για μένα.
-Τι άλλο έχεις να κάνεις εδώ?
-Εσύ είσαι εδώ, Βασιλική.
-Έχουμε να πούμε κάτι άλλο?
-Γιατι δε μου έστειλες ένα γράμμα, ένα μήνυμα, κάτι, για να μου πεις που ήσουν, να έρθω να σε βρω?
Εννοείται πως θα το ρωτούσε. Ήταν μια αυτονόητη ερώτηση αλλα και η χειρότερη για τη Βασιλική, η οποία έστρεψε αμέσως αλλού το βλέμμα της προσπαθώντας να μη φανεί πως μόλις ειχε χάσει ένα χτύπο η καρδιά της. Ο Μαθιος, ωστόσο, επέμενε να την καρφώνει με το δικό του βλέμμα.
-Λοιπόν? Μου εξηγησες γιατί δεν ήρθες να με βρεις πριν φύγεις, για να φύγουμε μαζί. Γιατί δεν επικοινώνησες ποτέ μαζί μου, αφού έφυγες? Αφού ηρέμησες, αφού ήρθες εδώ γιατί δεν μου έστειλες ένα μήνυμα, γιατί δε με πήρες ένα τηλέφωνο?
-Δεν ήταν τόσο απλό. Όταν ήρθα εδώ, έπρεπε πρώτα να επιβιώσω! Να βρω κάπου να μείνω, να βρω μια δουλειά, να συνηθίσω λίγο! Αυτό πήρε ένα χρόνο...
-Έχουν περάσει ακομη εφτά χρόνια απο τότε ομως. Εφτά χρόνια αφού ήρθες και εγκαταστάθηκες...Έστω ότι δέχομαι ότι όντως τον πρώτο χρόνο καθόλου δε μπορούσες να επικοινωνήσεις για να κάνουμε όλα όσα έκανες μόνη σου, μαζί. Μετά?
-Μετά δεν είχα ιδέα τι σκεφτόσουν για μένα, Μαθιο! Και αν με μισούσες επειδή έφυγα χωρίς εσένα?
-Εγώ να σε μισούσα?
-Γιατί όχι? Εσύ μου είχες πει να φύγουμε  δύο φορές και τις δύο αρνήθηκα και μια μέρα έφυγα τελικά μονη μου! Πες μου δε σου πέρασε ποτέ από το μυαλό αυτά που πέρασαν των θείων μου? Οτι βρήκα άλλον? Ότι έφυγα μαζί του? Δε σκέφτηκες ότι ήμουν μια άτιμη? Μια ψεύτρα?
-Τη στιγμή που το σκέφτηκα το απέκλεισα. Ποτέ δεν σε αμφισβήτησα, Βασιλική, ήξερα τι μου έλεγαν τα μάτια σου, τα αγγιγματα σου! Εσύ, όμως...μέχρι και οτι σε μίσησα φαντάστηκες. Τόσο λίγη εμπιστοσύνη μου είχες? Τόσο λίγο είχες καταλάβει τι ένιωθα για σένα?
Προσπάθησε να μην ακουστεί τόσο πληγωμένος όσο ένιωθε. Η Βασιλική δεν τον είχε αφήσει να την προστατέψει από τον Στεφανη, δεν τον είχε αφήσει να κάνει κάτι τότε, δεν τον είχε ενημερώσει μέχρι να βρει τα βήματα της στη Θεσσαλονίκη και τελικά ούτε είχε σωστά υπολογίσει το τι σκεφτόταν για την φυγη της. Τι είχε κάνει τόσο λάθος τότε και η αγαπημένη του τον είχε καταλάβει τόσο λίγο? Γιατί υποτίμησε τόσο την λατρεία που της είχε?
-Μαθιο. Δε σε αμφισβήτησα...ήξερα πως με αγαπούσες! Αλλά ήταν λογικές σκέψεις αυτές που σου λέω!
-Και ποιος σου είπε ότι εγώ σε αγαπούσα με τη λογική, Βασιλική?
-Φοβόμουν, Μαθιο! Όλος αυτός ο φόβος-
-Ολο για φόβο μου μιλάς, μα θα μπορούσαμε να τον περάσουμε μαζί, Βασιλική! Φοβόσουν, το καταλαβαίνω απόλυτα, πίστεψέ με. Μα πάλι...πάλι επέλεξες εσύ για μένα, αποφάσισες και όρισες μέχρι και τις σκέψεις μου, έκανες...όλες τις επιλογές για μένα, χωρις εμένα, ξανά.
Η Βασιλική δεν είχε τι να απαντήσει οπότε δεν απάντησε καθόλου. Ήπιε μια γερή δόση καφέ και κοίταξε έξω με μάτια βουρκωμενα. Ο Μαθιος έκανε το ίδιο. Είχαν περάσει έτσι μερικά λεπτά, όταν η Βασιλική αποφάσισε να μιλήσει ξανά, με χαμηλή φωνή, αυτή τη φορά.
-Είχα πια τη ζωή μου. Κουτσα, στραβά και ανάποδα είχα τη ζωή μου, εδώ. Και δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Στην αρχή μόνο δούλευα για να μπορώ να ζήσω. Και όταν ήμουν μόνη σε ένα σπίτι ίσα με ένα δωμάτιο, έκλαιγα μέχρι να κοιμηθώ. Δεν είχα τίποτα να σου προσφέρω. Εσύ είχες μια ζωή στην Κρήτη που αγαπούσες. Είχες την οικογένεια σου, τους φίλους σου, τη δουλειά σου, την περιουσία σου, όσα σου άρεσαν να κάνεις, όλα ήταν εκεί, Μαθιό. Όλη σου η ζωή. Ο τόπος σου είναι μέρος του εαυτού σου, πάντα ήταν. Ήταν εύκολο νομίζεις να σου ζητήσω να τα εγκαταλείψεις όλα αυτά για μένα? Ειδικά ξέροντας ότι θα το έκανες, τελικά...Δε θα σου έλειπαν λες? Ίσως τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο χρόνο όχι, μα θα σου έλειπαν, Μαθιό! Θα αποζητούσες να γυρίσεις πίσω. Έστω ότι θυσιαζες τη σχέση με τους δικούς σου φεύγοντας, η Κρήτη θα σου έλειπε. Το κλίμα και τα βουνά και η ζωή της. Το σπίτι σου...το σπίτι σου θα σου έλειπε. Θα τα έβαζες κάτω, θα έλεγες ότι έχεις εμένα, την δική μας οικογένεια, ότι ήταν καλύτερα έτσι...μα εγώ αυτό δε το ήθελα, να πιέσεις ένα μέρος του εαυτού σου τόσο σημαντικό για σενα. Να σε βλέπω διχασμένο? Να ξέρω βαθιά μέσα μου πως θα προτιμούσες να ήμασταν εκεί? Να σε βλέπω να μη συνηθίζεις πλήρως, στη Θεσσαλονίκη ή όπου αλλού μέναμε? Μη το αρνηθείς. Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Δεν αμφισβητώ ότι θα με ακολουθούσες επειδή με αγαπουσες αλλά και εγώ σε αγαπούσα, Μαθιό. Παρά πολύ. Και δεν ήθελα να σε βάλω να επιλέξεις, να χωριστεις από την οικογένεια σου, να φύγεις από το σπίτι σου. Ναι, προτίμησα να επιλέξω εγώ για σένα, χωρίς εσένα γιατί μόνο έτσι θα σε έβαζα πάνω από μένα. Αλλιώς...θα έκανες εσύ πάλι τη θυσία.
Ο Μαθιός, όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί, ήξερε πως υπήρχε αλήθεια σε όσα είπε η Βασιλική.
-Και χτες και σήμερα προέβαλες το πόσο με αγάπησες, Μαθιό. Και εγω σε αγαπούσα, όμως. Παρά πολύ. Για αυτό προτίμησα να κάνω εγώ τη θυσία, να κάνω εγώ την επιλογή...να πάρω εγώ το κρίμα πάνω μου, την ατιμία.
-Δεν έκανες τίποτα το άτιμο. Ο Στεφανής φταίει και οι θείοι σου, μα κυρίως, κυρίως αυτό το τέρας.
-Είναι ακόμη ξάδερφος σου.
-Το αίμα είναι πάνω από πολλά αλλά όχι πάνω από αυτό, Βασιλική. Όχι πάνω από ο,τι σου έκανε.
-Τώρα που θα γυρίσεις, μην κάνεις καμιά τρέλα, σε παρακαλώ.
-Βιάζεσαι τόσο να γυρίσω...
-Δεν έχεις να κάνεις τίποτα εδώ. Ο,τι ίσχυε και τότε που έφυγα, ισχύει και τώρα. Εγώ δε μπορώ να φύγω και εσύ δε μπορείς να μείνεις, Μαθιό. Οι ζωές μας...είναι πολύ διαφορετικές πια.
Η κοπέλα άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι αλλά ο Μαθιος της έκανε νόημα πως θα πλήρωνε ο ίδιος.
-Ευχαριστώ. Καλή συνέχεια, Μαθιο. Χάρηκα που σε είδα...πίστεψέ με, χάρηκα πραγματικά. Να προσέχεις.
Περίμενε μια απάντηση για να φύγει μα εκείνος μόνο την κοιτούσε. Έτσι, η Βασιλική έφυγε, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε αυτή η σιωπή ως απάντηση στην επιλογή της.
Ο Μαθιος, από την άλλη, έμεινε στην καφετέρια για μια ώρα ακόμη, βυθισμένος στις σκέψεις του. Δεν την είχε χαιρετήσει γιατί δεν ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Τώρα που τη βρήκε, δε θα την άφηνε. Μα πρώτα έπρεπε να τακτοποιήσει κάποια θέματα.
Το κινητό του χτύπησε και ήταν ο Αστέρης.
-Έλα.
-Έλα, που είσαι?
-Πίνω έναν καφέ, εσυ?
-Εγώ γυρίζω σήμερα Κρήτη. Η Στέλλα απέβαλε. Πρέπει να τη δω.
-Θα έρθω μαζί σου. Τα λέμε σε λίγο στο ξενοδοχείο.
Θα έφευγε, μα μόνο για να επιστρέψει σύντομα. Δεν μπορούσε να τα αφήσει όλα στην Κρήτη έτσι, έπρεπε να βάλει μια σειρά εκεί. Και έπειτα...ήταν και ο Στεφανής. Είχανε δύο κουβέντες να πουν.
Τρεις ώρες αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο της Βασιλικής.
-Παρακαλώ?
-Εγώ είμαι, ο Μαθιός.
-Όλα καλά?
-Ναι. Επιστρέφω Κρήτη απόψε. Μα σε δυο μέρες θα είμαι πάλι εδώ, Βασιλική. Θα κάνω εγώ αυτή τη φορά την επιλογή. Δικό μου το κρίμα, αν υπάρχει. Να με περιμένεις και να προσέχεις.

Notes: Να το και το 5ο κεφάλαιο!!😇
Ο Μαθιος γυρίζει Κρήτη για να τακτοποιήσει κάποια θέματα και κάποια...τέρατα. Τι θα κάνει? Υποσχέθηκε να επιστρέψει σε δυο μέρες...τι σχεδιάζει? Σε τι κατάσταση θα βρει τη Βασιλική όταν γυρίσει? Πως θα μπλεχτεί στην ιστορία το γαλάζιο φόρεμα στο οποίο την είδε για πρώτη φορά όταν ήταν νεότεροι, σε εκείνο το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία και τι μνήμες θα ξυπνήσει? 🙈😏😏
Ελπίζω να σας αρεσε🧡🖤

Η Φυγή Where stories live. Discover now