-Εδω?
Ο Αστέρης είχε γουρλωσει τα μάτια και η Βασιλική είχε χλωμιασει τελείως πλέον.
-Τι εδώ, που εδώ, πας καλά ρε Μαθιο?!
-Αστερη, εσύ να μην ανακατεύεσαι και να κοιτάς τη δουλειά σου. Επέμενες να έρθουμε, σου έκανα τη χάρη, δεν αποφασίζεις για όλα, όμως. Με τη Βασιλική έχουμε να τελειώσουμε μια συζήτηση. Αν εσύ καίγεσαι να φύγεις, θα φύγεις μόνος σου.
Να τελειώσουμε μια συζήτηση? Τι άλλο να πούμε?! Το μυαλό της Βασιλικής άρχισε πάλι τα σενάρια. Ο Αστέρης, από την άλλη, ήθελε να φέρει αντίρρηση στον αδερφό του μα αφενός είχε κουραστεί από την ένταση των τελευταίων ημερών και αφετέρου ο Μαθιος έδειχνε απόλυτα αποφασισμένος.
-Καλώς. Εγώ θα αποφασίσω αύριο. Πάμε στο ξενοδοχείο?
-Ναι, παμε.
Δε θέλω να φύγω μα ξέρω πως δεν είσαι έτοιμη.
Μακάρι να έμενες μα φοβάμαι.
Έκαναν την ίδια σκέψη -παρά την όλη κατάσταση, τώρα που κατάφεραν μετά από οχτώ χρονια να αναπνευσουν τον ίδιο αέρα,το να χωριστουν ξανά τόσο σύντομα τους φάνηκε ασφυκτικό. Μα η Βασιλική δεν ήταν έτοιμη ακόμη...ίσως ούτε και ο Μαθιος.
Η κοπέλα τους άνοιξε την πόρτα και ο Αστέρης βγήκε πρώτος αφού της ευχήθηκε να έχει ένα καλό και ήσυχο βράδυ. Όταν έφτασε και ο Μαθιος στην πόρτα, κοντοστάθηκε και έβγαλε το πορτοφόλι από την τσέπη του.
-Το ξενοδοχείο δεν είναι μακρυά. Η κάρτα αυτή είναι της επιχείρησης που έχουμε, το δεύτερο είναι το κινητό μου. Παρ'το, να το έχεις. Δεν τελειώσαμε τη συζήτηση,μένουν και αλλα να πούμε...Θα περιμένω τηλέφωνο σου. Μη με ξεχάσεις,Βασιλική...Καληνύχτα.
Περίμενε λίγο και όταν η κοπέλα δεν απάντησε, βγήκε από το σπίτι, μα πριν ακούσει την πόρτα πίσω του να κλείνει, σχεδόν σαν ψίθυρος ήρθε μια απάντηση που δεν περίμενε.
-Ποτέ δε σε ξέχασα,Μαθιό.
Δεν πρόλαβε καν να γυρίσει ολόκληρος, η πόρτα είχε κλείσει. Για μια στιγμή, νόμιζε πως το φαντάστηκε μα πριν φύγει ψιθύρισε "ούτε εγώ,Βασιλική"...σίγουρα δεν το άκουσε, μα ίσως το ένιωσε.
Η κοπέλα, αφού έκλεισε την πόρτα, βγήκε έξω στο μπαλκόνι, χρειαζόταν καθαρό αέρα. Οχτώ ολόκληρα χρόνια, ούτε που άφηνε τον εαυτό της να φαντάζεται μια συνάντηση με τον Μαθιο μετά από τη φυγή της, μόνο στα όνειρα της τον έβλεπε, μόνο εκεί τον συναντούσε κάθε νύχτα, μόνο στα όνειρα της -δε μπορούσε και εκείνα να τα ελέγξει, ακόμη και αν έλεγξε τις σκέψεις και τη φαντασία, τα όνειρα που πηγάζουν από την καρδιά δεν κατάφερε να τα ελέγξει.
Αφού, μετά από μια ώρα, είχε πάρει αέρα και είχε κάνει μπάνιο ώστε να ηρεμήσει περισσότερο, χτύπησε το κουδούνι της Αργυρώς.
-Βασιλική?
-Ναι, ξέρω...πέρασε η ώρα και μετά από όσα συνέβησαν...ήθελα απλά να τσεκάρω αν είσαι καλά,όσο καλά μπορείς να είσαι τουλάχιστον.
-Εμ, ευχαριστώ. Είμαι καλά, ναι, προσπαθώ, δηλαδή. Εσύ? Δεν μου είπες ότι ήσουν από την Κρήτη...
-Δε σου το είπα,όχι. Δεν είναι κάτι που λέω. Μα δε σου είπα ψέμματα. Ξεκίνησα με το ότι ήρθα εδώ για μια καινούρια αρχή, αλήθεια ήταν.
-Τι είπατε, εσείς? Δεν έδωσα σημασία που φύγατε...δε πιστεύω να σε πείραξε..
-Όχι, όχι, μην ανησυχείς. Δε θα με πειραζε ποτέ ο Μαθιος. Μία απλή συζήτηση ήταν...εσεις? Ο Αστέρης φάνηκε πολύ νευριασμενος όταν ήρθε στο σπίτι μου.
-Ναι, το ξέρω...άσε μας εμάς. Άκρη δε θα βρεις...
-Παντρεμένος ε? Άκουσα που είπες ότι η γυναίκα του περιμένει παιδί...
-Δεν είναι γυναίκα του,αλλά πρέπει να γίνει. Το παιδί του κουβαλάει...δεν έπρεπε ποτέ να μπλέξω...
-Τον αγαπάς...και φάνηκε να σε αγαπάει και εκείνος...
-Δεν έχει σημασία...
-Ίσως είναι το μοναδικό που έχει σημασία. Τα πρέπει, Αργυρώ...τα πρέπει κάνουν μεγάλο κακό κάποιες φορές, γίνονται μαχαίρια και σκοτώνουν. Από αυτούς τους θανάτους που διαρκούν γίνονται...άκουσε με και μένα,κάτι ξέρω. Το παιδί πρέπει οπωσδήποτε να είναι προτεραιότητα και για τους τρεις, μόνο ευλογία είναι τα παιδιά! Αλλά μην θαφτείτε για εκείνο...άλλωστε τη σχέση των γονιών,την νιώθει το παιδί σύντομα, δε τα κοροϊδεύουμε. Δε λέω οτι ήσασταν σωστοι,Αργυρώ. Αλλά αφού έγινε ο,τι έγινε τώρα... να προσέχεις,ωστόσο...να είσαι σίγουρη...γιατί χειρότερα από όλους, φέρθηκε ο Αστέρης που κορόιδεψε το κορίτσι-
-Και εγώ-
-Εκεινος ήταν μαζί της, αυτή εκείνον εμπιστευοταν...αν δεν σου έδινε χώρο δεν θα είχες μπει ανάμεσα τους. Περισσότερο από εσένα,εκείνος φταίει, εκείνος την πρόδωσε. Καλο στην άλλη κοπέλα δε θα κάνει πια,δε μπορεί, μόνο περισσότερο θα την αδικήσει. Απλά να προσέχεις.
-Δε το ελεγξαμε...ήταν πάνω από εμάς...
-Το καταλαβαίνω.
Η Αργυρώ έφερε τα χέρια της γύρω από την Βασιλική και την αγκάλιασε σφιχτά, ήθελε μια αγκαλιά παρηγοριά, λίγη δύναμη. Η Βασιλική ανταπέδωσε μα ξαφνικά ένιωσε τρομερά κουρασμένη. Καληνύχτισε την κοπέλα και επέστρεψε στο διαμέρισμα της και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
Από την άλλη, ο Μαθιος δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ. Όσο και αν προσπαθούσε να του πιάσει την κουβέντα ο Αστέρης, εκείνος δεν μίλησε σχεδόν καθόλου -οι μοναδικές κουβέντες του ήταν καθαρα τυπικές για το δωμάτιο και για τα πράγματα τους. Η παράξενη αυτή σιωπή του αδερφού του έβαλε σε σκέψεις τον Αστέρη, ωστόσο είχε και δικά του προβλήματα να λύσει, αποφάσεις να πάρει,οπότε δεν επέμεινε. Ο ίδιος ο Μαθιος είχε βουλιάξει στις δικές του σκέψεις. Όταν έμεινε μόνος, άφησε τα συναισθήματα του να ξεχυθουν...γονάτισε ακουμπώντας την πλάτη του στην πόρτα και τα πρώτα δακρυα έκαναν την εμφάνιση τους. Οχτώ χρόνια αργότερα, είχε επιτέλους τις απαντήσεις που αποζητούσε, τον λόγο της φυγής της αγάπης του...ήταν ο λόγος που είχε γονατίσει έτσι τώρα,μόνος σε ένα σκοτεινό,ξένο,κρύο δωμάτιο, ώρες μακρυα από τον τόπο του. Λέμε πως υπάρχουν απαντήσεις που μας κάνουν να ευχόμαστε να μην ρωτούσαμε ποτέ...πόσο το ενιωθε εκείνη τη στιγμή. Καλύτερα να μην ρωτούσε ποτέ, να μη μάθαινε ποτέ..μόνο χειρότερα είχε γίνει. Είχε σκεφτεί πως ίσως είχε συμβεί κάτι με τον Στεφανη μα μόνο σε κάποια προσβολή, σε κάποιο καβγά είχε πάει το μυαλό του. Τα σενάρια τότε στο μυαλό του οργιαζαν,μέχρι και το ότι ίσως υπήρχε άλλος είχε σκεφτεί...μα να προσπαθήσει να την αγγίξει χωρίς την συναίνεση της...να μυρίζει ρακί και να την πιέζει στον τοίχο παρόλο που εκεινη αρνούνταν και παρακαλούσε? Να απλώνει χέρι πάνω της...την επόμενη μέρα να της λέει τόσο απλά πως αυτά γίνονται...Χτύπησε το κεφάλι του στην πόρτα πίσω του μια,δύο, τρεις φορές. Δε μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Ήθελε να φωνάξει, να τα σπάσει όλα, ήθελε να είχε τον Στεφανη μπροστά του, να τον έκανε να μετανιώσει για κάθε ένα από τα δακρυα της, για καθε ενα από τα παρακάλια που δεν ακούστηκαν, για κάθε μια από τις μελανιές που της άφησε, για όλο τον τρόμο της, για τη φυγή της. Αν τον είχε μπροστά του,θα τον σκότωνε. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο έντονα αυτή την επιθυμία, πρώτη φορά ήταν σίγουρος πως όντως θα το έκανε. Για μια στιγμή, πέρασε από το μυαλό του ότι ακόμη μπορούσε να το κάνει όταν επέστρεφε στην Κρήτη.
Και θα ησυχαζα αν τον σκοτωνα? Και εμένα,εμενα πως θα με τιμωρουσα?
Ενοχές. Και ο ίδιος έφταιγε. Την άφησε στα χέρια εκείνου...αν είχε επιμείνει, αν είχε πάει ο ίδιος στους θειους της..αν είχε ψάξει περισσότερο αφού έφυγε..αν ήταν πιο ψύχραιμος δε θα είχε φοβηθεί την αντίδρασή του...Η νεράιδα του έτρεμε στα χέρια ενός τέρατος, έκλαιγε και πονούσε και παρακαλούσε και εκείνος δεν είχε ιδέα...δεν ήξερε, δεν έμαθε, δεν ήταν αρκετός ώστε να τρέξει στην αγκαλιά του για προστασία. Αντίθετα, είχε φύγει μακρυά του, μόνη. Έφταιγε και ο ίδιος, λοιπόν. Μα δε μπορούσε να κάνει τίποτα, σωστά? Δε μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, δε μπορούσε ούτε να σβήσει την ανάμνηση του γεγονότος, δε μπορούσε να κάνει αμέσως κακό στον Στεφανή, δεν μπορούσε να την έχει αγκαλιά του και δε μπορούσε να την πλησιάσει απότομα και βιαστικά. Δεν μπορούσε καν να εκφραστεί μπροστά στον Αστερη. Έπρεπε να κρατηθεί. Για ακόμη μια φορά, έπρεπε να κρατηθεί. Πλέον έκλαιγε σαν μικρό παιδί, έκλαιγε με λυγμούς...δε μπορούσε να κάνει τίποτα ξανά, για ακόμη μια φορά, οχτώ χρόνια μετά, δε ήταν τίποτα στο χέρι του -τουλαχιστον όχι άμεσα. Έπρεπε να περιμένει,να υπομένει, να αντέξει λες και τόσος καιρός δεν ήταν αρκετό βασανιστήριο...όλα όσα επρεπε ξανά να πνίξει τον έπνιγαν,τον τρελαιναν..ήθελε να σπάσει τα πάντα γύρω του μα ήταν σε ξενοδοχείο οπότε απλά έμεινε εκεί, στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο, μέχρι να ξημερώσει, κοιταζότας το κενό και βουλιάζοντας. Όταν πια ξημέρωσε για τα καλά, έκανε μπάνιο και άλλαξε ρούχα. Ήταν γύρω στις 9:15, όταν ο Αστέρης του χτύπησε την πόρτα.
-Καλημέρα, Μαθιό.
-Καλημερα.
-Τι έγινε, πως είσαι έτσι? Δεν κοιμήθηκες?
-Δε βολεύτηκα, εσύ τι αποφάσισες? Μένεις, φεύγεις?
-Θα μείνω, τουλάχιστον σήμερα,θα μείνω. Εσύ για πόσο το κόβεις? Δεν έχεις και αρκετά ρούχα μαζί σου. Και πόσο θα μένεις σε ξενοδοχείο? Πίσω, η μάνα, η δουλειά, τα χωράφια?
-Δε θα μείνω και έναν χρόνο ολόκληρο, ρε Αστερη. Θα μιλήσω στη μάνα και τα υπόλοιπα μπορούν να τα αναλάβουν οι εργάτες. Θα γυρίσω κάποια στιγμή. Δύο αλλαξιες ακόμη, θα αγοράσω. Δεν ήρθαμε σε άλλο πλανήτη, στην Θεσσαλονίκη είμαστε.
-Μάλιστα. Καλά εγώ θα πάω καμια βόλτα να πάρω λίγο αέρα, να σκεφτώ πιο καθαρά. Θα έρθεις?
-Οχι, θα μείνω να κοιμηθώ ίσως λίγο.
-Α καλά, μετά λες για μένα! Τέλος πάντων, κοιμήσου. Να ξέρεις, όμως, έχεις να δώσεις εξηγήσεις..
-Ναι, σιγα μην δώσω και ένορκη, γραπτή κατάθεση για το τι κάνω. Αντε πήγαινε, ρε Αστέρη, να σκεφτείς πως θα λύσεις τον αχταρμά που έχεις κάνει τη ζωή σου και τη ζωή της Στέλλας και άσε με εμένα.
-Καλααααα.
Καλάμια! Σκέφτηκε ο Μαθιος αλλά αντί να απαντήσει έκλεισε την πόρτα καθώς ο αδερφός του έφευγε. Χρειαζόταν ύπνο, έτσι οι συνεχείς, σκοτεινές σκέψεις τον είχαν εξαντλήσει και τώρα που το ζεστό νερό τον είχε χαλαρώσει, του βγήκε όλη αυτή η κούραση. Ξάπλωσε και, αμέσως, κοιμήθηκε.
Δεν είχε αισθηση του χρόνου όταν ξύπνησε απο τον βαθύ ύπνο -ισα είχε του τοπου- αλλα ο ήχος του κινητού του έκανε υπερβολική φασαρία για να τον αγνοήσει. Το σήκωσε μισοκοιμησμενος χωρίς καν να ελέγξει ποιος ήταν.
-Ναι?
-Καλησπέρα, Μαθιο...η Βασιλική είμαι.Notes-Announcement:
Συγγνώμη για την τόση καθυστέρηση! Ξέρω, έλειψα ένα διάστημα αλλά έπρεπε να οργανώσω λίγο την καθημερινότητα μου!
Επέστρεψα, όμως, δριμύτερη!
YOU ARE READING
Η Φυγή
RomanceΤι θα γινόταν αν η Βασιλική έφευγε από την Κρήτη πριν από το γάμο, που της είχαν κανονίσει οι θείοι της, με τον Στεφανη...μόνη της? Δεν κράτησε επαφή με κανέναν, ούτε καν με τον άνθρωπο που λάτρεψε. Ξεκίνησε τη ζωή της από το μηδέν. Και,όμως, όσο κ...