Ξεκίνησε κάποτε. Ακόμα προσπαθώ να θυμηθώ την απαρχή της κατάστασης στην οποία έχω παγιδευτεί. Μια συνεχόμενη, παράλογη επανάληψη, ένα κουβάρι συσχετισμών και παράλληλων γεγονότων με όμοιο πυρήνα χωρίς όμως να χρήζει κάποιαν ξεκάθαρη αρχή ούτε τέλους. Με καταλύει μια μόνιμη ζαλάδα η οποία παραμορφώνει τις αισθήσεις μου, ευελπιστώ πως δεν θα μπορέσει να με εγκλωβίσει από τον πραγματικό σκοπό: μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις που έχω πάρει ποτέ στην ζωή μου.
Θα ήθελα να αποδώσω το αίτιο της ζαλάδας σε κάποια μέθη αλλά δεν είναι αυτό. Δεν είμαι συνηθισμένος στο να πίνω και όταν το κάνω μετριάζω την κάθε γουλιά. Πρέπει να είναι κάτι άλλο. Κάποια απροσδιόριστη αιτία που δυσκολεύει κάθε ευλογημένη μέρα. Άλλωστε δεν βρίσκομαι σε αυτό εδώ το μέρος για να διασκεδάσω αλλά για μια σημαντική δουλειά. Έχω μπερδευτεί τόσο που νιώθω ότι έχω ξεφύγει τελείως από τον πραγματικό λόγο που ήρθα σε αυτό το χωριό. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει.
Αρκετές μέρες τώρα επιστρέφω στο πανδοχείο, ξαπλώνω και όταν ξυπνάω η ζαλάδα είναι πάντα εκεί. Είναι σαν να μην έχω κοιμηθεί καθόλου. Παρατήρησα πως οι άνθρωποι του πανδοχείου είναι σαν να μην αλλάζουν ποτέ. Οι ίδιοι πελάτες στα ίδια τραπέζια, πίνοντας αφρώδεις πικρόξινες μπύρες και οι πανδοχείς στα πόστα τους να περιτριγυρίζουν τα τραπέζια εξυπηρετώντας. Το τζάκι μόνιμα αναμμένο. Τα κεριά και ο πολυέλαιος λαμπυρίζουν μα όλοι τους μοιάζουν τόσο χλωμοί και ταυτόχρονα τόσο ενεργητικοί. Όσες όμως φορές προσπάθησα να διακρίνω τα πρόσωπα τους μου ήταν αδύνατο. Όταν ανεβαίνω με δυσκολία την σκάλα για τον επάνω όροφο, όπου βρίσκεται το δωμάτιο μου, βλέποντας τους πάντα έχω την ίδια θέα βγαλμένη από κάποιον πίνακα ζωγραφισμένο με νερομπογιές. Θέλω να είμαι διακριτικός μη θέλοντας να τους ενοχλήσω από το πιθανό διάλειμμα των καθημερινών τους δραστηριοτήτων έτσι ξεχύνομαι έξω στα σοκάκια αυτού του χωριού και ξεκινώ την αναζήτηση.
Οι προβλέψεις μου πάντα πέφτουν μέσα καθώς μόλις αντικρίζω τον δρόμο είναι βράδυ. Ξέρω ότι εδώ στα βόρεια ο ήλιος δεν χαρίζει την παρουσία του για πολλές ώρες. Η κακοκαιρία και η βροχή συνεισφέρουν πολύ σε αυτό. Έχω να δω τον ήλιο από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου σε αυτό το χωριό. Είναι σαν να μην ξημερώνει ποτέ. Κατηγορώ βέβαια τον εαυτό μου που κοιμάται για αρκετές ώρες και αφήνει τον χρόνο να ξεγλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλα μου. Κάτι μέσα μου όμως μου λέει πως δεν φταίει αυτό. Η σκέψη αυτή γαργαλάει συνέχεια το ήδη ταλαιπωρημένο μου μυαλό και είναι ένας από τους λόγους που βγαίνω στα σοκάκια. Ο προορισμός μου αόριστος. Οι προσπάθειες που καταβάλω για να περπατήσω χωρίς να χαθώ ή πέσω σε κάποια αφιλόξενη αυλή είναι τεράστιες. Έχω σκεφτεί να τα παρατήσω και να επιστρέψω στην άνεση του ζεστού πανδοχείου αλλά μετά από πολύωρες περιπλανήσεις στους λαβύρινθους από στενάκια και τους οικισμούς φτάνω στο δημαρχείο.
YOU ARE READING
Ξεχασμένα γυνέρια.
ParanormalΣε αυτή τη συλλογή θα ανεβάζω μικρές ιστορίες οι οποίες δεν θα έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους. Όλες είναι αυτόνομες και χρονικά ανεξάρτητες. Δεν θα υπάρχει διαχωρισμός σε κεφάλαια, μονάχα όταν κρίνεται απαραίτητο.