Στη βιβλιοθήκη

21 5 1
                                    

Η συμφορά που βρήκα τρομερή και η αιτία της ύπαρξης μου σε αυτή, ακαθόριστη. Περιπλανούμενος μέσα στους ψηλοτάβανους θαλάμους με τις πανύψηλες βιβλιοθήκες, ένας λαβύρινθος χωρίς τελειωμό. Το αβυσσαλέο σκοτάδι να βασιλεύει παντού με μόνη μου ελπίδα να ελευθερωθώ: το κερί που κρατώ με τα δυο μου χέρια. Το καημένο λιώνει και μου καίει τις άκρες των δαχτύλων. Να τρέξω δεν μπορώ θα σβήσει και αν σβήσει δεν θα καταφέρω ποτέ να βρω την έξοδο. Μένει μονάχα να υπομείνω τον πόνο και να περπατώ με ρυθμό τόσο όσο αντέχει η πηγή να καίει κοντά στο φυτίλι. Κοιτάζω γύρω μου όσο περπατώ ανάμεσα στους διαδρόμους. Δεξιά και αριστερά μου υψώνονται ράφια φορτωμένα με αμέτρητα βιβλία. Διαβάζω φευγαλέα κάποιους τίτλους από τα ξεθωριασμένα πλαϊνά για να έχω κάποια σημεία αναφοράς εάν χαθώ. Το κάψιμο δεν μου επιτρέπει να συγκεντρώσω το νου στην αναζήτηση, ιδρωμένος από την αγωνία και τον πόνο συνεχίζω.

Μια ενστικτώδεις παρόρμηση με ωθεί στο συμπέρασμα πως βρίσκομαι υπό την γη. Η επιτρεπτή ορατότητα δεν έχει προδώσει κανένα παράθυρο μήτε κάποια άλλη πηγή φωτός που θα μπορούσε να τρυπήσει στο χώρο. Η υγρασία στον αέρα και η ψύχρα που φυσούσε στις λησμονημένες διασταυρώσεις ήταν αρκετά για να υποψιαστώ πως η απέραντη βιβλιοθήκη βρίσκεται υπόγεια. Μια παράδοξη αλληγορία του υποσυνείδητου αυτή η βιβλιοθήκη, με απαγορευμένη ή ξεχασμένη γνώση καλά κρυμμένη από τα φώτα του συνειδητού. Οι κατασκευαστές της, εάν μου επιτρεπόταν να την σχολιάσω, δεν υπολόγισαν το κακό που προκαλούσαν αυτές οι συνθήκες στα πολύτιμα βιβλία.

Σταμάτησα να μελετήσω ένα. Οι σελίδες ήταν μουλιασμένες και έσταζαν το μελανί των λέξεων στο κιτρινισμένο χαρτί μέχρι το μαύρο πάτωμα. Μέσα στο τρόμο το άφησα να πέσει από τα χέρια μου και αυτό αντί να γίνει ένα με το πάτωμα επέστρεψε στην θέση του. Τίποτα δεν φεύγει από την θέση του σε αυτήν την βιβλιοθήκη και αν γίνει κάτι τέτοιο επιστρέφει κατά έναν ανεξήγητο τρόπο έτσι ακριβώς όπως ήταν. Ίσως κάτι τέτοιο ισχύει και για μένα, ίσως εάν βρω την έξοδο να επανέλθω με τον ίδιο ανεξήγητο τρόπο στην θέση από όπου ξεκίνησα. Τι κάνει όμως αυτό το παράδοξο μέρος να λειτούργει έτσι; Όποια μαγεία και αν καταβάλει αυτό το μέρος μου είναι τελείως ξένη και για να είμαι ειλικρινείς με φοβίζει έως τα βάθη της ψυχής.

Το γεγονός ότι μπορούσα να κινούμε ελεύθερα με παρηγορούσε, μου έδινε κουράγιο. Η θέα του καθαρού ουρανού και της πράσινης χλόης μου έχουν λείψει. Τα ρουθούνια μου διψούν για την μυρωδιά των λουλουδιών. Βάλθηκα να ψάχνω σκάλες που θα οδηγήσουν έξω, στην επιφάνεια, στον καθαρό αέρα. Μια κολασμένη κωμωδία όμως με οδηγούσε στην όψη κάποιας σκάλας δίπλα σε κάποια βιβλιοθήκη που έβγαζε σε αδιέξοδο. Έφτανα στην κορυφή της για να αντικρίσω από ψηλά το επίπεδο από το οποίο ερχόμουν. Δεν έχω χρόνο για αυτές τις φάρσες! Το κερί στα χέρια μου λιώνει με κάθε λεπτό που περνά.

Διέσχιζα τεράστιους θαλάμους που οδηγούσαν σε μικρούς προθαλάμους και πάλι από την αρχή κάπως έτσι συνέχιζε όλη αυτή η αγωνιώδεις περιπλάνηση. Πίστευα πως βρισκόμουν παγιδευμένος σε μια χρονική επανάληψη. Το κεράκι όμως που μου είχε καλύψει με τις λιωμένες σταγόνες του τα δάχτυλα πρόδιδε το αντίθετο. Έκανα λάθος, το μέρος αυτό ήταν κατασκευασμένο έτσι ώστε ο δύσμοιρος που θα εγκλωβιζόταν εδώ ήταν καταδικασμένος να περιπλανιέται μέσα στο σκοτάδι μέχρι να λιώσει το κερί του. Ύστερα από αυτό δεν γνωρίζω τι θα απογίνω. Ίσως πάρω την μορφή κάποιου βιβλίου και συνεχίζει η ψυχή και το καινούριο μου σώμα να μουλιάζουν παραδομένα στην υγρασία και το σκοτάδι. Έχω μια ελπίδα πως θα καταφέρω να βρω την έξοδο. Μια ελπίδα που όμως σβήνει όπως το κερί στα χέρια μου.

Ας έκαιγες δύσμοιρο και ας με έκαιγες όπως πρώτα. Μαζεύω τις σταγόνες σου που με μιας στεγνώνουν και τις βάζω δίπλα σου, νέο καύσιμο για να μου κρατήσεις την συντρόφια σου που τόσο έχω ανάγκη. Πλάθω μάταια με καμένα χέρια το κερί και δίνω μορφή στο άμορφο κορμί σου. Το φυτίλι όμως έχει σχεδόν ολοσχερώς καεί. Μην με αφήνεις μόνο. Πρέπει να βγω από εδώ μέσα.

Η φωτιά έσβησε, κάποιος θα έλεγε ότι την έπνιξε το σκοτάδι. 

Ξεχασμένα γυνέρια.Where stories live. Discover now