Τα ιδρωμένα του άκρα έπιασαν για πολλοστή φορά την ταλαιπωρημένη πένα και σιγά-σιγά άρχισε να λερώνει την λευκή του κόλλα με στίχους και στροφές. Ήταν εξουθενωμένος, ένιωθε τον λαιμό του ξερό και την δίψα του να γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Όμως η ανάγκη του για να δημιουργήσει δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα άλλο! Είχε βάλει στόχο να ολοκληρώσει το πολυπόθητο τραγούδι του σήμερα!
Άλλωστε, την μισή του ημέρα την είχε ήδη σπαταλήσει γράφοντας, τσαλακώνοντας, σκίζοντας. Δεν θα το έβαζε κάτω για λίγες ακόμα ώρες. Ξεφύσηξε μία, ξεφύσιξε δύο και σήκωσε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα γεμάτο απογοήτευση και κούραση, που συνάντησε το παράθυρο απέναντί του.
Ακούμπησε τις παλάμες του στα μάγουλα του. Καίγανε... Και όχι, δεν ήταν άρρωστος! Η αλήθεια είναι ότι είχε ανοσία σε διάφορα. Στην πίεση, την μοναξιά, την λύπη... Είχε έρθει τόσες φορές σε επαφή μαζί τους που χρειάστηκε να εκπαιδεύσει τον εαυτό του στο να δημιουργήσει αντισώματα. Έστρεψε την προσοχή του σε ό,τι υπήρχε πέρα απ'το παράθυρο.
'Ξέγνοιαστα παιδάκια', ψέλλισε και τα ξεραμένα χείλη του πάλεψαν για να σχηματίσουν ένα χαμόγελο. Και τι δεν θα έδινε για να ήταν ξανά μικρός. Μπορεί η κατάσταση στην οικογένεια να μην ήταν καλύτερη, οι απαιτήσεις όμως ήταν λιγότερες, η καρδιά του όχι και τόσο πληγωμένη. Κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε αυτό που έκανε νωρίτερα, με την ελπίδα πως η έμπνευση θα τον επισκεπτόταν από στιγμή σε στιγμή...
Ξαφνικά, ό,τι ίχνος ηρεμίας κυριαρχούσε έπαψε να υπάρχει εξαιτίας ενός γδούπου. Τρόμαξε, η πένα γλίστρησε μέσα από τα χέρια του. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μία οικεία μορφή εισέβαλε στον χώρο.
«Όχι, όχι, όχι τώρα!» ψιθύρισε και προσπάθησε να κρύψει ό,τι ήταν εκτεθειμένο επάνω στο γραφείο.
Η γυναίκα τον πλησίασε με γρήγορο βηματισμό και άρπαξε βίαια το χαρτί που κρατούσε. Οι κόρες των ματιών της πήγαιναν πάνω-κάτω, λες και προσπαθούσαν να αποκρυπτογραφήσουν τα γραμμένα του φύλλου. Κοίταξε υποτιμητικά το αγόρι που πλέον είχε φάει τα νύχια του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Πάλι ασχολείσαι με αυτές τις αηδίες;» φώναξε, με αποτέλεσμα να τον κάνει να αναπηδήσει ελαφρώς.
«Μητέρα, άσε με να-» δεν πρόβαλε να τελειώσει αυτό που έλεγε, αφού η μητέρα του σήκωσε απότομα το χέρι της.
Δεν είχε πρόθεση να τον τραυματίσει. Η μαμά του ποτέ δεν τον κακοποίησε. Έτσι ισχυρίζεται η ίδια βέβαια. 'Ένα χαστούκι και ένα βρωμόλογο δεν είναι κακοποίηση', προσπαθούσε να τον πείσει. Η σάρκα του όμως ακόμα θυμάται το σχήμα της παλάμης της... Και σίγουρα δεν ήταν ένα μόνο χαστούκι.
YOU ARE READING
Απολεσθείσα Ψυχή
Fanfiction❝Είμαι τόσο... Τόσο χαμένος!❞ γονάτισε γδέρνοντας την σάρκα του, όμως δεν νοιάστηκε! ❝Δεν θα είσαι για πολύ ακόμα!❞ μαλάκωσε την χροιά του, ηρεμώντας τον κολλητό του. ❝Μην την αφήσεις να χαθεί, κυνήγησέ τη! Τα βάθη της θάλασσάς της συναντιούνται με...