216 33 88
                                    

Η σελήνη χόρεψε το πρώτο της βαλς και έλουσε με κάθε της κίνηση το κακόμοιρο αγόρι που βάδιζε προς το άγνωστο. Το εκτυφλωτικό της φως γέμισε κάθε σκοτεινή πτυχή μέσα του, δείχνοντάς του το σωστό μονοπάτι. Περιφερόταν από δρομάκι σε δρομάκι, με συντροφιά τα τριζόνια που συνομιλούσαν κι τις κουκουβάγιες που καλούσαν τα ταίρια τους.

Ελευθέρωσε ένα βογγητό και πασπάτευσε τα γόνατά του, προσπαθώντας να διώξει το μούδιασμά τους. Εντός ολίγου θα σωριάζονταν στο πέτρινο οδόστρωμα και δεν ήτανε σίγουρος για το αν θα έβρισκε το κουράγιο να σηκωθεί.

Αισθανόταν ακόμη την κάψα των μυών του, αλλά περισσότερο της απολεσθείσας ψυχής που κουβαλούσε παρέα με την βαλίτσα του. Ήταν χαμένος, αλλά για πρώτη φορά, το είχε επιλέξει αυτός. Κρύωνε, η κοιλιά του γουργούριζε και κάθε σπιθαμή επάνω του πονούσε.

Περιπλανιόταν στους δρόμους όντας άστεγος, με την ευχή πως κάποια γωνίτσα θα ήταν κενή περιμένοντας να την εκμεταλλευτεί. Συνέχισε να περπατά έως που τα πόδια του κόψανε ταχύτητα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και άνοιξε πλατιά τα ρουθούνια του εισπνέοντας τον αέρα του καλοκαιριού.

Ωκεανός!', χοροπήδησε πανευτυχής, όταν μύρισε την αλμύρα της θάλασσας.

Πόσο λάτρευε το γαργαλητό της αμμουδιάς στις πατούσες του. Τα όστρακα που έφερνε το κύμα όταν έσκαγε στην ακτή. Τα καβουράκια που περπατούσαν στην ραχοκοκαλιά του... Μόνο αυτός και ο εαυτός του ξέρανε πόσο του έλειψαν όλα αυτά.

«Από εκεί μακριά ακούω την θάλασσα, διασχίζοντας το όνειρο, πέρα από το δάσος...» μουρμούρισε κάποιους στίχους του τελευταίου του τραγουδιού.

Δεν του πήρε πολλή ώρα να φτάσει στην παραλία. Ξεφορτώθηκε το βάρος που ταξίδευε μαζί του, έγδυσε τα πέλματά του και ήρθε σε επαφή με την άμμο που τόσο λησμονούσε. Λαμπύρισε από την κορυφή ως τα νύχια. Είχε ξεχάσει την αίσθησή της...

«Αν ήμουν στην θέση σου θα έβαζα ξανά τα παπούτσια μου. Δεν θα ήθελα να με δαγκώσει κάνα φίδι» τον συμβούλεψε μια γνωστή φωνή.

«Μισώ τα φίδια!» πήρε μια αηδιασμένη έκφραση, καθώς έψαχνε τα παπούτσια που πέταξε μερικά βήματα παραπέρα.

'Για μισό λεπτό...', έξυσε τον κρόταφό του, μασούλησε το κάτω χείλος του. Τώρα ξέχασε τα φίδια, ξέχασε και τα καβουράκια!

«Haneul;» έγειρε το κεφάλι του, όπως συνηθίζει να κάνει και ένα κουτάβι όταν ακούει κάτι για πρώτη φορά.

Απολεσθείσα ΨυχήTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang