Κεφάλαιο 4.🍃

33 2 0
                                    

Pov Στέφανου (ο πρωταγωνιστής)

Γύρισα από το οινοποιείο στο σπίτι της γιαγιάς  και έχω ένα κεφάλι καζάνι. Όλα πρέπει να περνάνε από τα χέρια μου δεν μπορούν να κάνουν τίποτα σωστό μόνοι τους.. βέβαια αν ήταν εδώ εκείνος όλα μπορεί να ήταν διαφορετικά σίγουρα θα είχα μια βοήθεια και θα έφευγαν πολλές υποχρεώσεις από τα χέρια μου. Αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Να δω ποσό καιρό θα κρατήσει όλο αυτό το πράγμα.

Σ:γιαγιά ήρθα. Φώναξα καθώς έκλεισα την κεντρική πόρτα συνέχεια την επισκέπτομαι Είναι το στήριγμα μου ειναι η μόνη που μπορεί να με καταλάβει σε κάποια πράγματα, κάθεται και με ακούει χωρίς να με κρίνει όπως κάνουν όλοι.

ΓΣ(γιαγιά Στέφανου):καλώς το κοπελι μου. Έχεις φάει;

Σ:ναι εφαγα στη δουλειά. Άσε έχω πήξει, ο παππούς;

ΓΣ:στο καφενείο αγόρι μου θα παίζει πάλι τάβλι. Να σε ρωτήσω κάτι. Κανένα κοριτσάκι παίζει; Ρώτησε με ένα πονηρό ύφος.

Σ:όχι γιαγιά. Τίποτα δηλαδή το σοβαρο μόνο φάσεις. Της ειπα ενώ την είδα να παίρνει μια αγδιασμενη έκφραση.

ΓΣ:άκου φάσεις. Παιδί μου σοβαρέψου έχεις φτάσει 26 χρόνων. Να σου πω.. είπε όλο ναζί.

Σ:ωχ..τι θες;

ΓΣ:να σου βρω εγώ μια; Και αν δεν σου αρεσει να την διώξεις αλλά πρώτα θα δεις αν σου αρεσει..Ε;

Σ:γιαγιά εγώ δεν είμαι για τέτοια τώρα.

ΓΣ:αν δεν είσαι τώρα ποτέ θα είσαι στεφανη; Πρέπει να αποκατασταθείς. Λοιπόν τι άκουσα σήμερα. Μου είπε η φιλιω ότι ήρθε σήμερα η εγγονή της και το βράδυ θα βγούμε στη ταβέρνα θα έρθεις δεν το συζητώ. Είπε με ένα αυστηρό ύφος. Όταν θέλει όμως κάτι είναι τόσο πεισματάρα.

Σ:πωωω...αντε να δούμε τι φρούτο θα είναι και αυτό... ειπα αδιάφορα ενώ σηκώθηκα για να πάω στο σπίτι.

Pov Λύδιας.

Ετοιμαζόμαστε για το τραπέζι στη ταβέρνα. Οι γονείς μου έφυγαν νωρίτερα για την Αθήνα θα γυρίσουν είπαν σε ένα μήνα. Πήγα να πουλήσουν το σπίτι τους ώστε να μείνουν πλέον και αυτοί μονιμα στη Κρήτη. Ο πατέρας μου πριν φύγει μου ζήτησε συγγνώμη για τον τρόπο που μου φέρθηκε. Νταξει δεν είμαι παράλογη τον καταλαβαίνω δεν ήταν ωραίο που έλειπα και είναι σε όλους μας δύσκολο να αποδεχτούμε αυτό που έχει συμβεί. Τώρα κάθομαι μπροστά στο καθρέφτη και κοιταζομαι για μια τελευταία φορά. Φοράω ένα στενό τζιν με σκισιματα και ένα τοπακι μαύρο. Πήρα τη ζακετα μου έβγαλα από την πρίζα την ισιωτικη άρπαξα την τσάντα μου και βγήκα από το δωμάτιο.

Γ:αντε παιδί μου εκατό ώρες. Είπε με ένα ύφος ανυπομονησίας.

Π:Φιλιω ηρέμησε λίγο. Ακόμα είναι 9 μισή στις δέκα θα πάμε γιατί βιάζεσαι τόσο; Είπε ενώ προσπαθούσε ακόμα να δέσει τα κουμπιά από το πουκάμισο του.

Γ:θελω να είμαστε νωρίς εκεί. Θα την γνωρίσει τόσος κόσμος. Αα πάρε και αυτό. Είπε και μου έβαλε στη τσέπη ένα ματάκι.

Λ:γιατί όλο αυτό βρε γιαγιά; Την ρώτησα αλλα απάντησε ο Παπούς με ένα ειρωνικό βλέμμα.

Π:για να μην σε ματιαξουν.. είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της γιαγιάς.

Γ:ναι ναι κοροϊδεύεται αλλα αν σε πονέσει το κεφάλι σου μη μου πεις να σε ξεματιάσω. Είπε δήθεν θυμωμένα και έστρωσε καλύτερα τη φούστα της.

Π:αντε πάμε γιατί η γιαγιά σου θέλει να σε γνωρίσει μάλλον στα μισά Χανιά σήμερα.

Γ:να σου πω είναι η μόνη εγγονή που έχω όλα τα αλλά είναι αγορια να μην την δείχνω;

Τότε πετάχτηκε ο αδερφός μου ο Αλέξανδρος είναι ο δεύτερος κατά σειρα. Πρώτος είναι ο Νίκος μετά ο Αλέξανδρος έπειτα ο Μάρκος , ο Δημήτρης και τελευταία είμαι εγω.

Αλ: α δηλαδή από τα αγορια που έχεις τρία να μην τα δείχνεις! Είπε δήθεν πειραγμένος ενώ η γιαγιά γύρισε προς το μέρος του.

Γ:εσυ κοίταξε να πάρεις τη μαρια και να την ανεβάσεις στα σκαλιά της εκκλησίας.

Λ:Αα δηλαδή ραβόμαστε; Ρώτησα γελώντας.

Αλ: να κάτσεις στα αυγά σου. Έχουμε ακόμα καιρό. Είπε και εισέπραξε από τη γιαγιά μια τσάντα.

Αλ:τι βαράς καλε; Ρώτησε κρατώντας το χέρι του.

Γ: βρε 30 χρόνων γαϊδούρι πάρτη την κοπέλα. Αλέξανδρε θα την αποκαταστήσεις. Κανόνισε τη πορεία σου.

Αλ:νταξει γιαγιά όλα στην ώρα τους. Αντε πάμε γιατί δεν βλέπω να προλαβαίνουμε.

Έτσι και κάναμε φύγαμε για την ταβέρνα ενώ σε κάθε στενό σταματούσαμε για να με δείχνει η γιαγιά στον έναν και στον άλλον.

Π:φιλιω σταματά να κανείς φιγούρα την εγγονα σου και προχωράτε! Έχουμε αργήσει!

Έπειτα από ένα δεκάλεπτο περίπου φτάσαμε έξω από την ταβέρνα του χωριού ήταν ομάδα διακοσμημένη με κυρίαρχο χρωμα το μπλε και το άσπρο. Λογικό εφόσον βρισκόμαστε στην Ελλάδα. Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο μου και τους ειπα ότι θα έρθω σε λίγο ενώ πήγα παρά δίπλα για να το σηκώσω.

Λ:Francesco;

F:Λυδια έχουμε πρόβλημα! ..

Και από αυτή τη στιγμή ηξερα πολύ καλά οτι το παρελθόν χτυπά τη πόρτα του παρόντος.

Κρητικό Πάθος.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora