"Τελικά, αυτόν τον μαρκαδόρο από πού τον πήρες;" ήρθε μήνυμα στο facebook από τον Χάρη εκείνο το απόγευμα. Ήταν λίγο σοκαριστικό μιας και δεν είχαν μιλήσει ποτέ, ούτε έκαναν παρέα, αλλά γιατί όχι;
Η Αγγέλα δεν θυμόταν το όνομα του βιβλιοπωλείου, ήξερε όμως που βρισκόταν.
"Πλατεία με σιντριβάνι.Προχωράς ευθεια, όχι προς λεωφώρο, από την άλλη πλευρά. Κάπου στα τριακόσια μέτρα είναι ένα στενό με μια αδιέξοδο. Στο τέρμα της αδιεξόδου στα δεξιά σου."
"Γιατί το έκρυψαν τόσο πολύ αυτό το βιβλιοπωλείο;"
"Χαχα δεν ξέρω ο ξάδερφος μου μου είπε πως είναι πολύ παλιό και παλιά δεν υπήρχε εκεί αδιέξοδος."
"Στα αρχαία χρόνια; "
"18 χρονών είναι ο ξάδερφος μου, στην τάξη σου..."
"Αλήθεια;! Ποιος είναι;"
"Ο Βασίλης Δημητρίου."
Αν και διαβάστηκε αμέσως της Αγγέλας της φάνηκε ότι άργησε να απαντήσει.
"Ναι, τον ξέρω."
Η κοπέλα δεν ήξερε τι να απαντήσει οπότε απλώς έμεινε να κοιτάζει την οθόνη.
"Σε ευχαριστώ για την πληροφορία! Λογικα μου αποκαλυψες καποιο απόρρητο μυστικό κρίνοντας από την τοποθεσία. Ελπίζω να μην σε έβαλα σε μπελάδες. Θα τα πούμε!" ήρθε σε λίγο.
"Τίποτα" απάντησε η Αγγέλα και έκλεισε το παράθυρο της συνομιλίας.Θυμήθηκε εκείνη τη πρώτη φορά που επισκέφτηκε το βιβλιοπωλείο μόνη της. Το είχε εξερευνήσει από άκρη σε άκρη μιας και ο γέρος κύριος που το είχε δεν ήταν καθόλου οργανωμένος, προσπαθώντας να βρει ένα θησαυρό. Δεν υπήρχε άλλος λόγος να είναι τόσο κρυμμένο. Η Αγγέλα πλέον αναρωτιόταν πως και παρέμενε ανοιχτό μιας και ξεκάθαρα ήταν η μόνη στην πόλη που το ήξερε. Είχε ψάξει ανάμεσα σε σκονισμένα βιβλία, ράφια παραφορτωμένα με χειροποίητα μπιχλιμπίδια, είχε παράμερησει σχολικά
βιβλία που κρίνοντας από την καθαρεύουσα στην οποία ήταν γραμμένα ποιος ξέρει από πότε ήταν, είχε ρωτήσει τον γέρο ιδιοκτήτη αν είχε κάτι ενδιαφέρον και αυτός της είπε για ένα ράφι στο πίσω μέρος του μαγαζιού που έβαζε όλα τα πράγματα που παραλαμβανε πρόσφατα. Το πρόσφατα βέβαια ήταν κάτι σχετικό για εκείνο το βιβλιοπωλείο. "Και που είναι αυτό το ράφι;" είχε ρωτήσει η Αγγέλα. Δεν βρήκε πειρατικους χάρτες θησαυρών όπως θα περίμενε κανείς για αυτό το μέρος αλλά τουλάχιστον βρήκε τους φοβερούς μαρκαδόρους της. Είδε την τιμή και μετά από ένα "Άουτς!" αποφάσισε να πάρει μόνο τρεις. Μαύρο. Κόκκινο. Γαλάζιο.
"Αα αυτούς τους έφερα πέρσι! Πολύ καλοί μαρκαδόροι-επαγγελματικοί!- για αυτό και είναι ακριβοί! Θα τους έβαζα στη βιτρίνα αλλά το ξέχασα! " της είχε πει ο γέρος κύριος όταν τους είχε πάει στο ταμείο να πληρώσει.
CZYTASZ
Talkin' Walls (Ελληνικό)
Dla nastolatkówΗ Αγγέλα είχε ένα όνειρο που ποτέ δεν πραγματοποίησε. Να μάθει να κάνει γκράφιτι, να μάθει να είναι επαναστάτρια. Ο Βασίλης, ο ξάδερφος της το ήξερε. Όλοι οι άλλοι το είχαν ξεχάσει. Φαίνεται όμως πως η Αγγέλα δεν είναι η μόνη που αγαπάει τα γκράφιτι...