Μάτια που δεν βλέπονται

332 34 482
                                    

«Τι ώρα θα έρθει η μικρή;», ρώτησε η μαυροφορεμένη Θάλεια τον Μιχάλη.

«Υποτίθεται πως θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ», της απάντησε κοιτώντας το ρολόι στον καρπό του και ξεφυσώντας. Αμέσως η πόρτα του σπιτιού ακούστηκε και έτρεξε στο κατώφλι. Έφτασε κοντά της και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, ήταν αναμαλλιασμένη και τα ρούχα της ήταν τα ίδια με χθες. «Δέσποινα που ήσουν;»

«Έψαχνα τον Ραφαήλ. Μιχάλη δεν ξέρω τι συμβαίνει! Χθες το βράδυ υποτίθεται ότι θα ερχόταν εδώ και από εκείνη την ώρα είναι άφαντος, δεν ξέρω τι γίνεται».

Η Θάλεια τόση ώρα που την άκουγε να μιλάει ήταν καθισμένη στον καναπέ έχοντας τη πλάτη. Κάθε της λέξη ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά της. Αυτό το κορίτσι αγαπούσε αληθινά τον αδερφό της. Σηκώθηκε όρθια και στάθηκε απέναντί της με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. «Δεσποινάκι μου... Λυπάμαι που θα στο πω... Αλλά ίσως αργήσεις λίγο να ξαναδείς τον Ραφαήλ. Έτσι εύχομαι τουλάχιστον».

Τα μάτια της Δέσποινας γούρλωσαν γεμάτα απορία, αγνό φόβο και τρόμο. Εν τέλει όμως, η σκληρή συνειδητοποίηση ήταν αυτή που τύλιξε το πράσινο πέπλο των ματιών της.

Μαύρα ρούχα, πρησμένα μάτια, ο Ραφαήλ εξαφανισμένος, θα αργήσω να τον ξαναδώ...

Και εγένετο έρεβος.
Μαύρο πέπλο το πρωινό των Χριστουγέννων.
Ο γιος του Θεού γεννήθηκε, μα ο γιος του ανθρώπου πέθανε.
Κι είθε ο καρπός του ανθρώπου να ανθίσει στη γη που άνθισε κι ο πατήρ του.

«Όχι... Όχι, όχι, μου κάνετε πλάκα... Έτσι δεν είναι, είναι φάρσα; Όχι... Όχι... Όχι!», ούρλιαξε η νεαρή κοπέλα ξεσπώντας σε κλάματα και πέφτοντας στο πάτωμα. Ο αδερφός της γονατίζει δίπλα της και την κρατά στην αγκαλιά του όσο εκείνη κλαίει, οδύρεται και ουρλιάζει. Η Θάλεια την κοιτούσε ψυχρά και με απάθεια, τόσο που νόμιζες ότι οι κόρες της έγιναν κρύσταλλοι σκληροί και απροσπέλαστοι.

«Αγοράκι μου... Αγοράκι μου όμορφο... Γιατί; Γιατί τώρα που σε χρειάζομαι, γιατί;», έλεγε συνεχώς μέσα στα αναφιλητά της.

«Έλα κοριτσάκι μου, ηρέμησε όλα καλά θα πάνε», της ψιθύρισε ο Μιχάλης.

«Όχι δεν θα πάνε!»

«Και που το ξέρεις;»

«Γιατί είμαι έγκυος!», του ούρλιαξε.

Ο Μιχάλης και η Θάλεια γύρισαν και την κοίταξαν απότομα. Ο Μιχάλης γούρλωσε τα μάτια του, όσο η Θάλεια προχώρησε κοντά της γρήγορα και την άρπαξε από το μπράτσο απότομα.

Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιάNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ