1

108 2 1
                                    


Κατά μια έννοια, ο κόσμος περιβάλλεται από μούχλα

Όλες οι καλές οικογένειες έχουν ανάγκη από έναν εξαιρετικά εκπαιδευμένο υπηρέτη. Τον έχουν ανάγκη με τον ίδιο τρόπο που διψούν. Γιατί παρά την πολυτελή ζωή τους και τα πλούτη τους, είναι πρακτικά ανίκανοι να εξυπηρετήσουν τους εαυτούς τους.
Στα χρόνια που μεγάλωσα η τύχη είτε ήταν με το μέρος σου, είτε όχι. Εάν μεγαλωνες στην φτώχια ήσουν καταδικασμένος να μείνεις εκεί μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου.

"Αμαξοστοιχία 4, κύριε."
"Αυτό ήταν λοιπόν. Φεύγεις από το παλάτι. Τι θα κάνει η βασίλισσα χωρίς εσένα;"
"Θα πάρεις εσύ τι θέση μου, Μπασίλ, από ότι άκουσα δηλαδή."
Με έπιασε από τους ώμους και με έσφιξε. Τα μάτια του μου μαρτυρούσαν μια απαλή στενοχώρια. Δεκαεπτά χρόνια ήταν αυτά που περάσαμε μαζί.
"Άρη-"
"Σεμπάστιαν"
"Σεμπάστιαν! Με συγχωρείς δεν θα το συνηθίσω ποτέ μου. Μην με ξεχάσεις."
Έπιασα το χέρι μου στο δικό του και τον διαβεβαίωσα πως θα τα πούμε σύντομα. Άκουσα το τρένο να ουρλιάζει και θυμήθηκα πως έπρεπε να φύγω. Το πλήθος του κόσμου ήταν πυκνό και με παρέσυραν μέσα στην ορμή τους. Ο Μπασίλ στεκόταν εκεί προσπαθώντας να με δει για κάποιες τελευταίες στιγμές.
"Να μου γράφεις!"
Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από εκείνον ανάμεσα στην φασαρία του σταθμού. Βρέθηκα να προσπαθώ να προσπεράσω κάποιες ηλικιωμένες κυρίες που κινούνταν απίστευτα αργά. Έφτασα στην αμαξοστοιχία με τον αριθμό τέσσερα να κοσμεί την πόρτα της. Δεν με ενθουσίασε η μυρωδιά του τρένου, το κάρβουνο έκανε τα ρούχα μου να βρωμάνε και το μόνο που δεν ήθελα είναι να μυρίζω σαν καμένο ρακουν όταν γνώριζα το νέο μου αφεντικό.
Όποιος κι αν ήταν και ότι απαιτήσεις κι αν είχε ήξερα πως πλέον μπορούσα να τον αντιμετωπίσω. Η εκπαίδευση ενός βασιλικού μπάτλερ δεν μπορεί κατά βάση να συγκριθεί με κανενός. Η στάση του σώματος, η παρατηρητικότητα, η ταχύτητα και ο χειρισμος του προσώπου απαιτούσαν μόνο τα βασικά. Τότε ήμουν νέος, δεν είχα καν κλείσει τα δεκαοχτώ, κι όμως ήμουν άψογος στην δουλειά μου.

Όχι πως ήξερα να κάνω και τίποτα άλλο δηλαδή.

Το τρένο ξεκίνησε. Απέναντι μου καθόταν μια μητέρα με το παιδί της, το οποίο δεν έλεγε να βγάλει το σκασμό! Δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ και η όποια ελπίδα μου να αναπληρώσω τον ύπνο στο τρένο με εγκατέλειψε θριαμβευτικά κάτω από την γκρίνια του μικρού κοριτσιού. Το ταξίδι θα διαρκούσε γύρω στις τρεις ώρες, δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω πέρα του να χαζεύω την ύπαιθρο από το παράθυρο. Μόλις που είχε μπει το καλοκαίρι και όλα φούντωναν. Τα λουλούδια δεν με συγκινούσαν. Μου δημιουργούσαν ένα ακατάπαυστο φτέρνισμα. Το μόνο καλό σε αυτό το ταξίδι ήταν ο καιρός. Ούτε που ήθελα να σκέφτομαι να ταξιδεύω στην παγωνιά, με βασικό πρόβλημα την απώλεια παλτού. Χειρότερο από αυτό θα κοκκίνιζε πάλι η μύτη μου.

White RoseWhere stories live. Discover now