Όλο το υπόλοιπο βράδυ κύλησε όμορφα με πολλές αγκαλιές και φιλιά μέχρι να κοιμηθούμε. Το επόμενο πρωί ξύπνησα πρώτος. Ο Σπύρος κοιμόταν πολύ γαλήνια δίπλα μου. Του έδωσα ένα φιλί στα χείλη. Άνοιξε τα μάτια του και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο.
Σπύρος: Καλημέρα, όμορφε.
Βασίλης: Καλημέρα, γλυκέ μου.
Σπύρος: Μπορείς να με ξυπνάς έτσι κάθε πρωί;
Βασίλης: Με μεγάλη μου ευαρίστηση.Τον ξαναφίλησα. Ανασηκώθηκε στη θέση του και μου έδωσε ένα παθιασμένο φιλί.
Σπύρος: Σαν να ανέβηκε λίγο η θερμοκρασία εδώ πέρα.
Παράλληλα έκανε αέρα με το χέρι του. Γελάσαμε και ξαναφιληθήκαμε.
Βασίλης: Πάω να φτιάξω πρωινό. Σήκω κι εσύ.
Πήγα στην κουζίνα και ετοίμασα το βούτυρο με τη μαρμελάδα. Καθώς ήμουν σκυμμένος πάνω από το τραπέζι, ένιωσα δύο χέρια να με αγκαλιάζουν από τη μέση. Ο Σπύρος μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και ακούμπησε το δικό του μάγουλο στο δικό μου.
Σπύρος: Τι άξιο αγόρι έχω εγώ! Φαίνονται όλα πεντανόστιμα. Εγώ θα φτιάξω καφέδες.
Τελείωσα τις φέτες με ένα τεράστιο χαμόγελο και τις έβαλα σε πιάτα. Αυτό το αγόρι κάθε στιγμή που περνούσε με έκανε να νιώθω όλο και πιο δυνατά αισθήματα.
Σπύρος: Έτοιμα και τα καφεδάκια μας.
Γύρισα και τον κοίταξα. Φορούσε τις πιτζάμες του κι εκείνος και ήταν ξυπόλητος. Τον έβρισκα απίστευτα σέξι έτσι ντυμένο.
Κάτσαμε, φάγαμε και ήπιαμε τους καφέδες μας. Όταν τελείωσα, κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω του και χαμογελούσε.
Σπύρος (χαμογελώντας): Τι με κοιτάς; Έχω κάτι πάνω μου;
Βασίλης: Είσαι πολύ όμορφος.
Σπύρος: Κι εσύ είσαι πολύ όμορφος και πολύ γλυκός και τρυφερός. Είμαι τυχερός που σε έχω.
Βασίλης: Σ' αγαπώ.
Σπύρος: Κι εγώ σ' αγαπώ.Φιληθήκαμε ξανά και ξανά. Δεν χόρταινα τα φιλιά του.
Ντυθήκαμε και βγήκαμε έξω. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Κάναμε έναν μεγάλο περίπατο στην Αθήνα και μετά κάτσαμε για φαγητό και καφέ. Αφού φύγαμε, συνεχίσαμε το περπάτημα για καμιά ώρα ακόμα. Η ώρα ήταν πλέον 20:00 και είχε νυχτώσει για τα καλά. Κάτσαμε σε ένα μαγαζί για ένα ποτό και ούτε καν καταλάβαμε πότε η ώρα πήγε 22:00. Φύγαμε από το μαγαζί και πήραμε λεωφορείο για το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή κουτουλάγαμε από τη νύστα. Περάσαμε πολύ όμορφα. Καλύψαμε μια τεράστια απόσταση χιλιομέτρων στο κέντρο της Αθήνας βγάλαμε και πολλές φωτογραφίες, περπατήσαμε ακόμα και χέρι χέρι και δώσαμε και αρκετά πεταχτά φιλιά. Ήμουν κουρασμένος, αλλά ήμουν και τόσο ευτυχισμενος. Με το που φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε ένα μπάνιο, βάλαμε τις πιτζάμες μας και πέσαμε για ύπνο, αφού δώσαμε φιλί για καληνύχτα.
Η επόμενη μέρα ήταν Δευτέρα και είχαμε μάθημα 08:00-14:00. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 06:30 και ο Σπύρος άνοιξε πρώτος τα μάτια του και τεντώθηκε. Εγώ άλλαξα πλευρό και συνέχισα να κοιμάμαι. Ο Σπύρος μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και με σκούντηξε.
Σπύρος: Σήκω, υπναρά. Έχουμε μάθημα.
Βασίλης: Λίγο ακόμα.Σε λίγο το μαξιλάρι του Σπύρου προσγειώθηκε πάνω μου.
Βασίλης: Έχεις όρεξη για μαξιλαροπόλεμο ε;
Ανταπέδωσα τα χτυπήματα με το δικό μου μαξιλάρι και γελούσαμε σαν μα μας γαργαλούσε κάποιος. Σε ελάχιστα λεπτά ήμασταν αγκαλιασμένοι πάνω στα σκεπάσματα και φιλιόμασταν με τον Σπύρο από πάνω μου.
Σπύρος (με χαμόγελο): Καλημέρα.
Βασίλης (με χαμόγελο): Καλημέρα.Ο Σπύρος είχε ερεθιστεί κι εγώ το ίδιο, αλλά θα είχαμε χρόνο για εμάς μετά.
Οι ώρες κύλησαν γρήγορα και τα ζητήματα που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια των μαθημάτων ήταν ιδιαιτέρως ενφιαφέροντα. Πού και πού, ωστόσο, ανταλλάζαμε κάποιες πονηρές ματιές με τον Σπύρο. Το μεσημέρι πήγαμε για φαγητό και μετά πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Λαχταρούσα να νιώσω το κορμί του ξανά, να του γλείψω τις πατούσες και να γευτώ το σπέρμα του. Ωστόσο, σκέφτηκα ότι ήθελα λίγο να γίνω παιχνιδιάρης μέχρι να ανάψουν τα αίματα. Άναβα και μόνο στη σκέψη.
VOUS LISEZ
Σπύρος και Βασίλης
Non-FictionΟ Σπύρος κι εγώ φοιτούσαμε μαζί στο πανεπιστήμιο. Ήμασταν πολύ καλοί φίλοι ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε. Αυτό το ιδιαίτερο δέσιμο που νιώθαμε μεταξύ μας ήταν τελικά κάτι πολύ παραπάνω από μια δυνατή φιλία.