Τα alter ego της Κατερίνας

10 2 0
                                    

«Πού πάνε τα όρθια χιλιόμετρα;»

Η Αθήνα ήταν πολύ όμορφη εκείνη την εποχή, γεμάτη με λεωφορεία, κόσμο, συλλήψεις και φυσικά τέτοιου είδους φλερτ. Συνήθως ήταν άκακα, φιλικά, αθώα και τα μάγουλά σου ρόδιζαν. Μερικές φορές βίαια, σου έκοβαν τη μιλιά και η καρδιά σου ανέβαζε παλμούς με αστραπιαίους ρυθμούς.

Γύρισα στη Μαντώ και της έσφιξα το μπράτσο, «Μην μιλήσεις, έχουμε αργήσει στη δουλειά.» της ψυθίρισα και άκουσα το δύσφορο αναστεναγμό που έβγαλε.

Σήμερα πέρασε να με πάρει για να πάμε μαζί στη δουλειά, μιας και είχε ωραία μέρα. Είπα και εγώ να την τιμήσω την όμορφη μέρα αυτή φορώντας μια μίνι κοραλί φούστα και το κοντομάνικο πουκάμισο μου, αλλά μάλλον καμιά κατάρα μας έριξα τελικά.

Όσο περπατούσαμε στην Ερμού με προορισμό το μαγαζί, ο άγνωστος νεαρός συνέχισε να μας ακολουθεί ανέγγιχτος, χωρίς να πτοείται. «Μα πού πάνε τα όρθια χιλιόμετρα;» ρωτούσε επανειλημμένα και άκουσα το σαγόνι της Μαντώς να τρίζει από τα νεύρα της.

«Κατερίνα, κράτα με γιατί θα τον στείλω από 'κει που 'ρθε. Θα μας πιάσει και καμιά αστυνομία και θα δούμε τον Χριστό φαντάρο. Όχι τίποτα άλλο, εσύ δεν θα φταις και σε τίποτα.»

«Κάνε κράτει, σχεδόν φτάσαμε.» της ψυθίρισα και αυτή έχωσε το ελεύθερο χέρι της στην τσέπη του τζιν τζάκετ της με νεύρο, γυρνώντας να κοιτάξει φευγαλέα τον νέο ενώ αυτός συνέχισε να μονολογεί.

«Μα, θα μου πει κάποιος που πάνε τα όρθια χιλιόμετρα;»

«Μμμ, μιλάνε και τα ημιυπόγεια.» γέλασε με υφάκι η Μαντώ, κάνοντας να μου ξεφύγει ένα μικρό γέλιο αφού της χτύπησα το μπράτσο απαλά. «Καλά μαρή, τόσο πολύ ανάγκη το είχες και το έκανες;»

«Μα, τον είδες;» με ρώτησε με σαρκασμό. «Μέχρι το στέρνο μας έφτανε. Και πολύ σου λέω.»

«Δεν ήταν ευγενικό εκ μέρους σου, όμως.» της είπα και ρόλαρε τις κόρες των ματιών της. «Καλά, κάτσε να δούμε ποιον θα κακολογίσει στη βάρδιά της η Δάφνη και μετά πες μου ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου για ευγένειες.» μου είπε και με τράβηξε μέσα σε ένα στενό.

Η ταμπέλα ανέγραφε με μεγάλα, μπορντώ γράμματα «Αγορά δερμάτινων ειδών», με ένα χαρτί που ενημέρωνε τους πελάτες για εκπτώσεις να κοσμεί τη τζαμαρία του κτηρίου. «Και ο Αλέκος; Τι λέει για αυτή σου τη γλώσσα που πάει ροδάνι;»

Η Μαντώ μου έκλεισε το μάτι στιγμιαία, πριν ανοίξει την πόρτα του μαγαζιού. «Το αγαπημένο του είναι.» ψέλλισε και μια φωνή με σταμάτησε πριν προλάβω να τη βρίσω.

«Καίτη! Μαντώ! Αργήσατε λίγο αλλά σας το συγχωρώ γιατί σήμερα έχω κέφια.»

«Μπα;! Πως και έτσι Παύλο;» ρώτησε η Μαντώ τον προϊστάμενό μας ενώ άφησε το πανωφόρι της στο καλόγερο

«Έχω ένα καλό προαίσθημα για τούτη εδώ τη μέρα. 23 Μαΐου, 1971. Ναι, θα είναι μια καλή μέρα.»

«Κύριε Χατζηδημητρίου, νομίζω ο πολύς ήλιος διαφθείρει το ποιόν του ανθρώπου. Να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για τυχόν επιπλέον παρενέργειες.» του απευθύνθηκα ενώ έθετα σε λειτουργία τη ραπτομηχανή μου, για να συνεχίσω μια ζώνη που έπρεπε να τελειώσω για την αδερφή μου.

Ο Παύλος κούνησε το κεφάλι του δήθεν απογοητευμένος και έστριψε να γυρίσει στο γραφείο του. «Κοροϊδέψετε με όσο θέλετε. Θα δείτε που θα έχω δίκιο στην τελική. Εσύ ειδικά Καίτη, να με προσέχεις.» είπε και ανέβηκε τις σκάλες.

Καίτη, η καινούρια μου ταυτότητα. Και μετά ήταν και η Κατερίνα, η Κατίνα, η αδερφή, η "Ψηλή"...θεωρούμε πλέον πολύπλευρος άνθρωπος και η ψυχοσύνθεσή μου ακολουθεί το ίδιο μοτίβο.

Είμαι η Κατερίνα. Κατάγομαι από τη Σάμο, από τον Μαραθόκαμπο συγκεκριμένα. Στο νησί όλοι αναγνωρίζουν την οικογένεια μας και κυρίως τον πατέρα μου, όλοι λένε τα καλύτερα για αυτόν. Δεν έχουμε πολλά λεφτά, όμως είμαστε αξιόλογοι άνθρωποι και με μπρίο αξιοζήλευτο.

Είμαι η Κατίνα. Η φίλη, η συμμαθήτρια, η κόρη. Κόβω το κασέρι για το διάλειμμα, γιατί έχω τη μεγαλύτερη ακρίβεια στη τάξη μου, και μοιράζω τα παξιμάδια γύρω στη τραπεζαρία. Περπατάω με άλλες κοπέλες αγκαζέ, χαιρετάμε τον κόσμο στις καφετέριες και ανταλλάσσω ματιές με αγόρια όταν είμαι μακριά από το τηλεσκόπιο της κλειστής μας κοινωνίας.

Είμαι η Καίτη. Αθηναία στην όψη, ξένη στη ψυχή. Ήρθα εδώ από το νησί, την επαρχία, μόλις ενηλικιώθηκα για να πιάσω δουλειά και να βγάλω το ψωμί μου. Δεν αργοπορώ ποτέ και είμαι από τις καλύτερες στο μαγαζί, ο Παύλος λέει πως «πιάνει το χέρι μου με χάρη το δέρμα και του δίνει ψυχή.»

Είμαι η αδερφή. Η μικρότερη αλλά πολυαγαπημένη. Ζω μαζί με τη μεγάλη μου αδερφή σε ένα μικρό διαμέρισμα στου Ζωγράφου. Την πηγαίνω στη σχολή κάθε μέρα ,για να είμαι σίγουρη πως θα είναι καλά, και το βράδυ ακούω τις ανησυχίες της πάνω από ένα ποτήρι ουίσκι.

Είμαι η "Ψηλή". Ο Μάκης, ο πιο τρελός της παρέας, δεν πάει πουθενά αν δεν εγκρίνω τα πλάνα εγώ η ίδια. Είμαστε καλοί και στενοί φίλοι, και από τους ψηλότερους στο είδος μας. Αν και πολλοί πιστεύουν πως αυτός θα είναι ο άντρας που θα μπει στο σπίτι μου, η αλήθεια είναι πως ο Μάκης είναι ο μεγάλος αδερφός που δεν είχα ποτέ.

Τελικά, είμαι η Κατερίνα. Η Σαμιώτισσα που άφησε το χωριό της για να έρθει στη μεγαλούπολη, ψάχνοντας για ένα όνειρο στο γκρίζο της εποχής.

Και αυτές είναι οι τελευταίες στιγμές μου.

Οι τελευταίες στιγμές μαςOnde histórias criam vida. Descubra agora