Ο καιρός ήταν αίθριος. Έτυχε να έχει ζέστη αυτό το Σάββατο του Μάη.
Η Μαίρη, η Τούλα και εγώ αποφασίσαμε να πάρουμε το τραμ, να κατέβουμε στον Πειραιά, να κάνουμε βόλτα στο Πασά-λιμάνι και, γιατί όχι, να προξενέψουμε την Μαίρη.
Συνέχεια το ίδιο βιολί. «Κατερίνα, εσύ είσαι ο πόθος πολλών. Δεν θα δυσκολευτείς να βρεις άντρα. Εσύ, Αδαμαντία, είσαι ήδη αρραβωνιασμένη με τον Ηρακλή! Η Μαντώ με τον Αλέκο έρωτας κεραυνοβόλος. Μόνο εγώ ξέμεινα στο ράφι, και πλησιάζω και τα εικοσιπέντε!» μας έλεγε σε κάθε μάζωξη με την παρέα, όταν μέναμε στη κουζίνα για δύο λεπτά μόνες οι τρεις μας.
«Το διαισθάνομαι. Σήμερα θα είναι καλή μέρα.» μονολόγησε η Μαίρη ενώ προχωρούσαμε αγκαζέ πλάι στο λιμάνι.
«Εσύ και ο Πέτρος μόνοι σας τα σκέφτεστε, μόνοι σας τα πιστεύετε. Αλλά ποια είμαι εγώ να σας κόψω τα φτερά;» της απάντησα ενώ θαύμαζα τη θέα, ψάχνοντας μήπως πετύχω τη Ψυτάλλεια.
Είχα ακούσει πως ήταν όμορφη βραχονησίδα από έναν νεαρό με τον οποίο αλληλογραφούσαμε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι την εκτέλεσή του. Βρισκόταν εκεί εξόριστος, από τους πιο εκδηλωτικούς σοσιαλιστές και ριζοσπάστες που περπάτησαν τα σοκάκια της συνοικίας μας. Τον έλεγαν Στέλιο Μαυρογιαννάκη.
Αποκόπηκα από τις φαντασιώσεις μου και έστρεψα το βλέμμα μου σε μια παρέα αγοριών που στεκόταν απέναντί μας, έξω από ένα καφενείο.
«Καλώς τες! Πως και από εδώ;» μας ρώτησε ο Τόλης, ο κολλητός του Αλέκου και μέλος της παρέας μας.
«Ήρθαμε να απολαύσουμε το μέρος. Τόσα έχουμε ακούσει για τον Πειραιά, είπαμε να διασταυρώσουμε τις φήμες με την πραγματικότητα. Και η αλήθεια είναι πως ισχύουν.» είπε η Μαίρη και πετάρισε με χάρη τα βλέφαρά της.
«Ο Πειραιάς είναι όντως μια πολύ όμορφη περιοχή. Με λένε Αλέξανδρο παρεπιπτόντως.» είπε και έτεινε το χέρι του για χειραψία.
«Μαίρη.» του απάντησε και έσφιξαν τα χέρια.
«Εσύ Τόλη...πως και από 'δω;» τον ρώτησα και αυτός χαμογέλασε αχνά.
«Εγώ εδώ είμαι τα Σάββατα μονίμως πολυαγαπημένη μου Καίτη.» είπε και πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο του.
«Καίτη...ιδιαίτερο όνομα.» ένας μελαχρινός σχολίασε.
«Είναι ιδιαίτερη γυναίκα. Εκλεκτή!» ο Τόλης του απάντησε ενώ με κοίταξε με το συνηθισμένο παιδιάστικο βλέμμα του και ένα γελοίο χαμόγελο. Πόσο θα ήθελα να του τα σβήσω και τα δύο...
«Ξαφνικά κρύωσα...και είναι και μέσα Μαΐου!» μονολόγησα καθώς παρακολούθησα το χαμόγελο του Τόλη να γεμίζει με θερμότητα.
«Άσε τα ψόφια ρε Καιτούλα. Για πες μας, πως πάει το μαγαζί; Ο κύριος Πέτρος καλά είναι;»
«Καλά είναι και ο Παύλος, και το μαγαζί, και όλοι. Άντε, σηκωθείτε να περπατήσουμε. Πιάστηκα στο παγκάκι.» σηκώθηκα και κοίταξα τριγύρω για να δω την Μαίρη άφαντη με τον Αλέξανδρο. «Που είναι η Μαίρη;»
«Βόλτα με τον ψηλό.» απάντησε η Τούλα.
«Ας είναι...»
Η ζέστη βρήκε τους έξι μας (η Μαίρη και ο Αλέξανδρος είχαν επιστρέψει πλέον) να καθόμαστε σε μια καφετέρια στο Σύνταγμα. Ο Πειραιάς δεν αποδείχθηκε αρκετά πρόσχαρος και καλοδεχούμενος για τα γούστα μας.
«Επισκέπτες βλέπω...» μονολόγησε η Τούλα και κοίταξε το ζευγάρι που ερχόταν προς τα εμάς. «Γεια σας, καλώς ήρθατε! Καθήστε καλέ, τι είστε όρθιοι;»
«Καλώς σας βρήκαμε! Καίτη; Μαίρη; Και εσείς εδώ;»
«Γεια σου Αλέκο.» απαντήσαμε με τη Μαίρη και σηκωθήκαμε να χαιρετήσουμε την Μαντώ.
«Γεια σας κοπέλια!»
«Θεέ μου, Αλέκο! Τι έπαθε το μάτι σου;» Αναφώνησε η Μαίρη από απέναντί μου.
«Μπάτσους έπαθε.» Απάντησε μόλις κάθησε ανάμεσα σε εμένα και τον Τόλη.
«Τι έγινε;» Ρώτησα καθώς η περιέργεια με έτρωγε ζωντανή.
«Περνούσα από το Πολυτεχνείο και είδα έναν συμφοιτητή μου να ξυλοκοπείται. Τι να κάνω και εγώ, μπήκα στον σαματά να τον βοηθήσω. Ένας, που ήταν εξοπλισμένος με όλη του την προίκα, πήδηξε πάνω μου και προσπάθησε να με κάνει φύλο και φτερό.»
«Πάλι καλά που δεν σκοτώθηκες δεν λες;» Είπε η Τούλα.
«Καλύτερα να πεθάνω για την ελευθερία μας παρά να ξυπνάω κάθε πρωί σκέφτοντας πως υπάρχουν τόσα καθίκια ελεύθερα στην κοινωνία.» Ξίνισε η όψη του και έκανε νόημα στο γκαρσόνι για καφέ.
Από πάντα θαύμαζα το θάρρος του Αλέκου. Ήταν δυναμικό, σε ενέπνεε. Είχε μια δόση νεανικότητας. Τον θαύμαζα για αυτό. Πολλές φορές σκεφτόμουν τι θα έκανα στη θέση του, πώς θα αντιδρούσα, και η αλήθεια είναι πως δεν θα έμπαινα στη μέση για να σώσω κάποιον από καβγά. Δεν θα πλησίαζα αστυνομικό. Θα έκανα τα πάντα για να αποφύγω την κατάσταση αυτή. Την πραγματικότητα.
Ίσως αυτό να ήταν και το μεγαλύτερό μου λάθος στη τελική.
ESTÁS LEYENDO
Οι τελευταίες στιγμές μας
Ficción históricaΚατερίνα, Μαίρη, Μάκης, Ηρακλής, Αδαμαντία, Τόλης, Μαχμούτ, Μαντώ και Αλέκος. Μια παρέα 9 ατόμων που βιώνουν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας με γέλιο, φλερτ, φόβο αλλά και πολύ χορό. Μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και γραμμένη με τ...