~Κεφάλαιο 6~

131 1 0
                                    

             
                                                                                                                                                       Ζωή...


Μυρτώ: «Εξαρχής σου είχα πει ότι σε γούσταρε!»

Ζωή: «Το θέμα είναι ότι έχουν περάσει πέντε μέρες και δεν μου έχει τηλεφωνήσει.»

Μυρτώ: «Μπορεί να έχει υπηρεσίες ή εναέριες ασκήσεις. Μπορεί να αρρώστησε. Μπορεί να έμεινε στη Θεσσαλονίκη παραπάνω.»

Ζωή: «Νομίζω πως το έχει σύστημα να εξαφανίζεται πάντως.»

Μυρτώ: «Γιατί δεν του στέλνεις μήνυμα;»

Ζωή: «Γιατί περιμένω από εκείνον να κάνει κίνηση.»

Μυρτώ: «Ήδη έκανε ρε Ζωή.»

Ζωή: «Ε δεν θέλω να φανεί ότι είμαι απελπισμένη..»

Έδεσα το φουλάρι στον λαιμό, έστρωσα λίγο με τη λακ τις φύτρες που πετούσαν στα μαλλιά μου, πήρα τη βαλίτσα μου και κατευθύνθηκα προς τον αεροδιάδρομο.
Σήμερα το πρόγραμμα είχε πτήση για Κωνσταντινούπολη.
Το πρωί θα επέστρεφα Αθήνα και καπάκι θα έφευγα για Καλαμάτα.
Τουλάχιστον το Σαββατοκύριακο θα ήμουν κάπως πιο ξέγνοιαστη.
Το ξενοδοχείο βρισκόταν κάνα εικοσάλεπτο με τα πόδια από την Αγιά Σοφιά.
Όποτε ερχόμουν εδώ με έπιανε μια στεναχώρια.
Δεν ήθελα να περιπλανιέμαι πολύ σε αυτή τη πόλη.
Ίσα ίσα θα έβγαινα για να ψωνίσω κάνα γλυκό για τους γονείς μου και ίσως κάποιο μπαχαρικό πιο ανατολίτικο.
Εξάλλου λίγες ώρες θα έμενα ακόμη εδώ.
Κοίταξα το ρολόι και έδειχνε περασμένες εννιά το βράδυ.
Το στομάχι μου γουργούριζε και έψαχνα απεγνωσμένα κεμπαπτζίδικο.
Ωστόσο όπου και να κοίταζες, οι ουρές που είχαν σχηματιστεί έξω από τα μαγαζιά εστίασης ήταν τεράστιες.
Δεν πτοήθηκα όμως, το ένα τέταρτο αναμονής δεν ήταν τίποτα μπροστά στην πείνα μου.
Πήρα δύο κεμπάπ σε πίτα με σος γιαουρτιού και έκατσα σε ένα παγκάκι για να τα απολαύσω. Εντάξει, σαν το πιτόγυρο της Ελλάδας δεν ήταν αλλά φαινόταν ικανοποιητικό.
Αφού καθάρισα τα χέρια μου σχολαστικά με τα μωρομάντηλα, έφυγα για το ξενοδοχείο μου.
Δεν θα έκανα κάτι ιδιαίτερο.
Μπήκα απλώς για ένα καλό μπάνιο, για να φύγει η μυρωδιά από τις πίτες και άπλωσα σε όλο μου το σώμα την κρέμα με άρωμα βανίλια.
Άφησα τα μαλλιά μου να στεγνώσουν μόνα τους γιατί το δωμάτιο δεν διέθετε πιστολάκι.
Έβαλα μετά τις σατέν μου λευκές πιτζάμες και ξάπλωσα στο κρεβάτι για να διαβάσω το βιβλίο μου.
Ο ήχος από το βάιμπερ άρχισε να χτυπά ασταμάτητα.
Τέτοια ώρα μόνο η Μυρτώ θα μπορούσε να ήταν.
Μου έγραφε πως είναι επείγον.
Την κάλεσα αμέσως σε βιντεοκλήση.

Μυρτώ: «Καλά, δεν θα πιστέψεις τι έγινε!!!»

Ζωή: «Έπαθαν κάτι οι δικοί μου;»,
ρώτησα αναστατωμένη.

Μυρτώ: «Ο δικός σου έπαθε!»

Ζωή: «Ο Δημήτρης; Τι έγινε;!»

Μυρτώ: «Τον στέλνουν 6 μήνες στη Θεσσαλονίκη! Τώρα με πήρε ο Κώστας. Τους μοιράζουν όλους. Θα μου φύγει... Τον πάνε στη Σούδα..»

Ζωή: «Καλά αυτό πως προέκυψε τώρα;»

Μυρτώ: «Δεν κατάλαβα! Ο δικός σου έχει ήδη μετακομίσει! Γι αυτό μάλλον ήταν εξαφανισμένος. Έτρεχε για το σπίτι.»

Ζωή: «Είδαμε τελικά πόσο με υπολογίζει.. Στο είχα πει, είναι γυναικάς!»

Μυρτώ: «Αφού ξέρεις πως το επάγγελμά του είναι πολύ απαιτητικό.»

Ζωή: «Εσύ τώρα με ποιον είσαι;! Δηλαδή δεν είχε δύο λεπτά να στείλει ένα μήνυμα;»

Μυρτώ: «Ζωή.. Δεν τον δικαιολογώ! Λέω απλώς πως είχε τις φούριες του και είναι απόλυτα λογικό κάποια πράγματα να τα ξεχάσει.»

Ζωή: «Δεν θα το συνεχίσω.»

Μυρτώ: «Εσύ πως περνάς; Το σαββατοκύριακο τι θα κάνουμε;»

Ζωή: «Μη φανταστείς ότι βγήκα πολύ έξω. Το πρωί γυρνάω και στις 11 φεύγω για Καλαμάτα. Μετά έχω πτήση πάλι το απόγευμα για Αθήνα. Υπολογίζω κατά τις οκτώ να είμαι επιτέλους σπιτάκι μου. Για Παρασκευή μη διανοηθείς καν να μου πεις για μάζωξη.»

Μυρτώ: «Σκέψου όμως τα τέλεια ρεπό που έρχονται!»

Ζωή: «Αφού όλο το πρωί και το μεσημέρι θα το φάω στους δικούς μου γιατί επρόκειτο να τραπεζώσουμε κάτι ξεχασμένους συγγενείς από τα Τρίκαλα!»

Μυρτώ: «Ναι αλλά το βράδυ μη πεις ότι δεν θα βγούμε!!!»

Ζωή: «Απορώ που την βρίσκεις την όρεξη κάθε Σάββατο να βγαίνουμε για ποτό.»

Μυρτώ: «Ε δεν θα κάτσω και να μιζεριάσω στον καναπέ μου που ο Κώστας φεύγει. Αν θέλεις εσύ να το κάνεις αυτό για χάρη του Δημήτρη, πάω πάσο.»

Ζωή: «Αχ δεν ξέρω. Θα δούμε. Δεν υπόσχομαι τίποτα!»

Μυρτώ: «Εντάξει, σε ξέρουμε χαχα. Κάθε φορά έτσι λες και φεύγεις τελευταία.»

Μιλήσαμε κάνα μισάωρο ακόμη μέχρι που νύσταξα πλήρως και αποφάσισα να κοιμηθώ.
Σε έντονους ρυθμούς κύλησε όλη η Παρασκευή.
Οι πολύ κοντινές πτήσεις με κουράζουν περισσότερο.
Για την ακρίβεια, με τρελαίνουν, με αποδιοργανώνουν.
Ίσως να είχα κουραστεί και από αυτό το χάος της Αθήνας.
Μπορεί οι ευκαιρίες για δουλειά και βόλτες να ήταν σαφέστατα περισσότερες, όμως οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και για να πας από Πειραιά στο Χαλάνδρι για παράδειγμα, είτε με το αμάξι είτε με το μετρό, έτρωγες σχεδόν δυο ώρες για το πήγαινε έλα.

Γλυκιά ΑνεμοζάληWhere stories live. Discover now