~Κεφάλαιο 7~

138 1 0
                                    


                                                                                                                                                                          Ζωή...


Ζωή: «Μυρτώ, έλεος! Μη με πιέζεις! Δεν έχω διάθεση και εξάλλου πριν μισή ώρα γύρισα στο σπίτι.»

Μυρτώ: «Ρε κορίτσι μου, αυτοί θα φύγουν αύριο. Ποιος ξέρει πότε θα τους ξαναδούμε. Στο κάτω κάτω, έλα για την υπόλοιπη παρέα. Θα δεις, θα περάσουμε υπέροχα, θα πιούμε τα κρασιά μας, θα φάμε τις ποικιλίες μας.»

Ζωή: «Αλήθεια, δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη όσο και να επιμένεις. Θα αράξω εδώ στον καναπέ και θα βάλω να δω καμιά ταινία.»

Μυρτώ: «Αν τελικά αποφασίσεις να έρθεις, στο La Gitana θα πάμε, στο Κουκάκι.»

Ζωή: «Καλώς! Να περάσετε υπέροχα. Φιλιά.!»

Έλυσα τα μαλλιά μου και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο.

«Χριστέ μου..», αναφώνησα ενώ κοιταζόμουν στον καθρέφτη, «Τι μάτια είναι αυτά ρε Ζωίτσα. Πόσο καιρό έχεις να κλείσεις έναν κανονικό οκτάωρο ύπνο;»

Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα για ένα χλιαρό μπάνιο.
Οι υδρατμοί που είχαν σχηματιστεί τριγύρω με είχαν χαλαρώσει απίστευτα.
Τύλιξα την πετσέτα γύρω μου και άπλωσα τη λοσιόν στο σώμα μου με άρωμα καρύδα.
Έβαλα λίγη ενυδατική στο πρόσωπο και αυτοκόλλητα κάτω από τα μάτια για να φύγουν κάπως οι μαύροι κύκλοι.
Χτένισα τα μαλλιά μου για να ξελυθούν οι κόμποι και έτρεξα προς το δωμάτιο για να ψάξω την τοποθεσία που μου είχε πει η Μυρτώ.
Όσο και να αρνιόμουν να πάω, αλλά τόσο με έξυνε να εμφανιστώ μπροστά του για να δω την αντίδρασή του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξα την ντουλάπα και άρχισα να βγάζω τα βραδινά φορέματα πάνω στο κρεβάτι.
Κατέληξα πολύ γρήγορα σε ένα ιβουάρ σατέν φόρεμα μέχρι τον αστράγαλο με ανοιχτή πλάτη και κλειστή λαιμόκοψη που θα το συνδύαζα με τα μαύρα ψηλά πέδιλα.
Έβαλα ένα κραγιόν προς το σάπιο μήλο που έκανε τα χείλη πιο υγρά και άπλωσα με δυο πινελάκια τις σκιές σε πορτοκαλί και καφέ απόχρωση.
Με προσεκτικές κινήσεις σχεδίασα και τις γραμμές του αιλάινερ, βάζοντας παράλληλα λίγες στρώσεις μάσκαρα για να τονίσω πιο πολύ το βλέμμα μου.
Κούμπωσα προσεκτικά το μενταγιόν με τη μωβ πεταλούδα και τοποθέτησα στα αυτιά μου μικρές κρεμαστές πέρλες.
Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να πιάσω έναν απλό σινιόν κότσο και να αφήσω τις μακριές αφέλειές μου στο πλάι για να φαίνεται το αποτέλεσμα πιο σέξι.
Βεβαιώθηκα πως έχω βγάλει τις πρίζες, έσβησα τα φώτα, κλείδωσα δυο φορές και κατέβηκα στο αυτοκίνητο.
Σε σαράντα λεπτά, είχα φτάσει πέριξ του μαγαζιού και έψαχνα χώρο να παρκάρω.
Απορώ γιατί δεν πήρα απλά το μετρό.
Φαίνεται ότι το έχω χόμπι να κόβω κύκλους τουλάχιστον για ένα τέταρτο μέχρι να βρω κάποιον χριστιανό που θα φεύγει.
Με τα πολλά, κατάφερα και έχωσα σε ένα σχετικά μεσαίο κενό το μαύρο yaris μου και στάθηκα γεμάτη αυτοπεποίθηση έξω από την πόρτα του μαγαζιού για να στρώσω λίγο το φόρεμα μου.
Μόλις πλησίασα το τραπέζι τους, η Μυρτώ σηκώθηκε να με αγκαλιάσει.

Μυρτώ: «Αχ, ήρθες!!»

Ζωή: «Ναι, τελικά αποφάσισα πως δεν θα ήταν σωστό να λείψω απόψε. Τι κάνετε παιδιά;»

Με χαιρέτησαν όλοι και τα αγόρια άρχισαν να μας μιλάνε για τις μεταθέσεις τους.
Ο Δημήτρης από την ώρα που έκατσα στο τραπέζι, δεν είχε σταματήσει να με κοιτάει.
Τόσο που τα κορίτσια με σκούνταγαν κάθε λίγο και λιγάκι κάτω από το τραπέζι.

Ζωή: «Εσύ Δημήτρη;», τον ρώτησα δήθεν άνετη, «Εγκλιματίστηκες;»

Δημήτρης: «Πολύ. Βγήκα δύο φορές και τολμώ να πω ότι η συμπρωτεύουσα έχει πολύ δυνατή νυχτερινή ζωή.»

Ζωή: «Σιγά μην έχανες ευκαιρία»
, γρύλισα μέσα από τα δόντια μου.

Δημήτρης: «Είπες κάτι;», με κοίταξε χαμογελώντας.

Ζωή: «Όχι, όχι.», απάντησα σε ίδιο ύφος.

Η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας ήταν ηλεκτρισμένη και εγώ δεν έχανα ευκαιρία να του πετάω σπόντες μια στο τόσο.

Κατερίνα: «Αλήθεια Δημήτρη, έμαθα πως πλέον θα είσαι κυβερνήτης ε;»

Δημήτρης: «Ναι ναι, συνεχίζω κανονικά σε μονοθέσιο μαχητικό αεροσκάφος, όμως.»

Κώστας: «Πήρε προαγωγή ο φίλος μας. Ανέβηκε η θέση του τώρα. Και ξέρεις ε; Οι Σαλονικιές είναι και ωραίες γυναίκες και αν τον δουν με τη στολή, θα πέσουν πάνω του σαν αρπακτικά.»

Ζωή: «Ναι, είναι γνωστός γύπας άλλωστε, σαν πουκάμισα τις αλλάζει.»
, είπα και ήπια λίγο από το κρασί μου.

Η Μυρτώ με κλώτσησε δυνατά στο δεξί πόδι.

Δημήτρης: «Εμένα με συγχωρείτε. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο γιατί πολύ αποπνικτικά είναι εδώ μέσα.»

Μυρτώ: «Ε τι να σου πω τώρα ρε παιδάκι μου! Είσαι απαράδεκτη!»

Ζωή: «Άλλος θα έπρεπε να ντρέπεται. Αγόρια συγνώμη αλλά ο φίλος σας δεν είναι τελικά τόσο ντόμπρος.»

Μυρτώ: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά του οφείλεις μια συγνώμη σίγουρα.»

Ζωή: «Εγώ; Σε αυτόν; Ας γελάσω!»

Κατερίνα: «Έχει δίκιο η Μυρτώ. Νομίζω πως παραφέρεσαι!»

Νίκος: «Κοίτα Ζωή, σε κανένας μας δεν αρέσει που χωριζόμαστε, εδώ καλά καλά εμείς που ήμασταν καθημερινά μαζί, διασπαστήκαμε. Και δεν συγκρίνω τη δική μας περίπτωση με τη δική σας όμως πραγματικά, ο Δημήτρης είχε σαλτάρει αυτές τις μέρες. Και μπήκε και σε θέση ευθύνης, έτσι; Δευτέρα έχει μια πολύ σημαντική πτήση και βλέπεις, έκανε ολόκληρο ταξίδι για εσένα.»

Μυρτώ: «Μπράβο Νίκο!! Της τα είπες όπως πρέπει! Μήπως είναι η ώρα να πας να τον βρεις και να το λύσετε;»

Ζωή: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κανείς σας δεν σκέφτεται και τη δική μου πλευρά! Τι ήθελα και ήρθα!»

Άφησα τριάντα ευρώ πάνω στα τραπέζι, πήρα το τσαντάκι μου και άρχισα να περπατώ προς την έξοδο.
Για κακή μου τύχη, όμως, έπεσα πάνω του.
Τον προσπέρασα χωρίς να του ρίξω ούτε ένα βλέμμα μέχρι που έκανα να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου και εκείνος την έκλεισε δυνατά.

Δημήτρης: «Ήξερα ότι δεν μπορείς να κρατήσεις κλειστό το στόμα σου αλλά εσύ είχες το θράσος να με προσβάλλεις μπροστά σε όλη τη παρέα. Και για να το σκας έτσι, να υποθέσω ότι δεν πήγε και πολύ καλά αυτό, ε;»

Έκανα πάλι να ανοίξω την πόρτα όμως την ξανά έκλεισε.

Δημήτρης: «Τι έγινε; Όταν δεν αντέχεις την αλήθεια, το βάζεις στα πόδια;»

Ζωή: «Τουλάχιστον εγώ, σε αντίθεση με εσένα, δεν υπόσχομαι πράγματα. Ξέρεις, αγάπες, έρωτες..»

Δημήτρης: «Σου αρέσει να είσαι διαρκώς σε μια ένταση ε; Δεν θέλεις ηρεμία στη ζωή σου.»

Ζωή: «Θέλω απλά εσύ δεν είσαι ικανός να μου την προσφέρεις.»

Δημήτρης: «Και που ξέρεις εσύ για τι είμαι ικανός;»

Ζωή: «Στο μόνο, που ας το πούμε έχεις έφεση, είναι να γνωρίζεις νέες γκόμενες και να τις παρατάς όταν πια έχεις πάρει αυτό που θέλεις.»

Δημήτρης: «Για πρόσεχε τα λόγια σου. Με έχεις προσβάλλει τόσες φορές από χθες, όμως, βλέπεις, κάνω τον μαλάκα σε κάθε σου λέξη. Μαζέψου γιατί δεν θα τα πάμε καλά.»

Ζωή: «Με απειλείς;»

Δημήτρης: «Πάρ' το όπως θες.»

Τον κοίταξα με απειλητικό βλέμμα μέχρι που έβγαλε ένα πνιχτό γελάκι.

Δημήτρης: «Όταν παίρνεις αυτό το ύφος, είναι σαν να θέλεις να με χαστουκίσεις.»

Ζωή: «Τι θέλεις από εμένα άνθρωπέ μου; Γιατί ήρθες; Και θέλω μια πειστική απάντηση!»

Στήριξε την πλάτη του στο αυτοκίνητό μου και έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του.
Το άναψε και ρούφηξε δύο τζούρες, αφήνοντας τον καπνό να χαθεί στον ουρανό.
Ομολογώ πως όταν τον έβλεπα να καπνίζει, αναστατωνόμουν κάπως.
Έπαιρνα αυτό το καυλωτικό ύφος, του κυρίαρχου, του άντρα που ξέρει τι θέλει και που δεν θα διστάσει να το διεκδικήσει.
Και αυτό με τρέλαινε..

Ζωή: «Λοιπόν, έχεις σκοπό να μου πεις;», τον ρώτησα πάλι με αυστηρό τόνο.

Δημήτρης: «Από την ώρα που σε γνώρισα, κατάλαβα αμέσως ότι εμείς οι δύο θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Όμως δεν ήθελα να είμαι προκατειλημμένος. Προτίμησα να σε γνωρίσω καλύτερα. Και δεν το μετανιώνω. Εκείνο τα βράδυ στη Θεσσαλονίκη, είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Γιατί δεν έχω νιώσει έτσι για καμία. Και το εννοώ. Η αύρα σου, τα μάτια σου, το χαμόγελό σου. Όλα μαζί. Με έκαναν να σε σκέφτομαι συνέχεια και να ανυπομονώ να σε δω. Όταν έμαθα για τη μετάθεση, δεν είχα χρόνο να δηλώσω την παραμικρή ένσταση. Την Δευτέρα έχω εναέρια πτήση στην γραμμή των συνόρων.  Σε ένα αεροσκάφος χωρίς να έχω τον Κώστα δίπλα μου. Χωρίς να έχω κανέναν. Και για πρώτη φορά μετά από χρόνια πτήσεων, νιώθω ότι δεν θα καταφέρω να πετάξω.»

Ζωή: «Φταίω εγώ για αυτό;», τον ρώτησα ήρεμα και εκείνος έτεινε προς το μέρος μου, βάζοντας τα χέρια του πάνω στην οροφή, εγκλωβίζοντάς με.

Δημήτρης: «Αν θέλεις να συνεχίσεις να μου μιλάς σαν να είμαι κάνας μαλάκας, κάνε το. Όμως, ποτέ δεν θα σου φερόμουν με άσχημο τρόπο. Ούτε συνηθίζω να φιλάω όμορφες γυναίκες και μετά να τις παρατάω.»

Ξεροκατάπια και έφτιαξα με το δάχτυλό μου, τις αφέλειές μου.

Δημήτρης: «Λοιπόν; Σε κάλυψαν οι απαντήσεις μου;»

Ζωή: «Ξέρεις, τώρα που τα είπες αυτά, είναι αργά. Δεν θα αλλάξει και κάτι. Εσύ αύριο φεύγεις. Εγώ θα συνεχίσω εδώ την δουλειά μου. Οι ζωές μας δεν κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Μπορεί το timing να ήταν λάθος. Μπορεί υπό άλλες συνθήκες να ήμασταν το τέλειο ζευγάρι. Όμως δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε την πραγματικότητα.»

Δημήτρης: «Ωραία, τι θέλεις να κάνω; Να παραιτηθώ από τη δουλειά μου;»

Ζωή: «Εγώ δεν σου είπα να κάνεις απολύτως τίποτα. Ναι, και για εμένα ισχύει πως περνάω ωραία όταν βρίσκομαι μαζί σου αλλά εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να ξεκινήσει το ο,τιδήποτε ανάμεσά μας.»

Δημήτρης: «Μάλιστα! Τις προθέσεις μου, τις ξέρεις. Τα συναισθήματά μου, τα ξέρεις. Εφόσον δεν υπάρχει ανταπόκριση, μη σε κρατάω άλλο. Καλή συνέχεια στη ζωή σου!»

Έφυγε, αφήνοντάς με άναυδη.

«Και πολλή αξία σου έδωσα..!», μονολόγησα από μέσα μου.

Έβαλα μπρος και έφυγα με γκάζι για το σπίτι μου.
Όλο το βράδυ πήγε κατά διαόλου.
Πραγματικά, δεν ήθελα να ξαναδώ κανέναν τους!

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Oct 27 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Γλυκιά ΑνεμοζάληWhere stories live. Discover now