Το κουδούνι χτυπάει για διάλειμμα, όλοι βγαίνουν ανυπόμονα από την αίθουσα. Ο Τρέντον στέκεται μπροστά στο θρανίο μου
<< Δεν θα βγεις διάλειμμα ;>> ρωτάει νευοντας προς την πόρτα
<< Σε λιγο >> απανταω κοφτά , τι τον ένοιαζε!
Δύο κορίτσια πλησιάζουν προς το μέρος μου, η μια ειναι ψηλη, μελαχρινη με μαυρα μάτια ενω η αλλη είναι καστανοξανθη με ματια γαλάζια.
<< Μαρισα και απο 'δω η Έμιλυ >> μου χαμογελάει
<< Χάρηκα, Σελεν >> ανταποδιδω το χαμόγελο
<< Η καινούρια σωστά ;>> ρωτάει, νευω καταφατικά .
Μιλάμε για λίγο και κατευθυνόμαστε προς τον διάδρομο, φτάνουμε στο προαύλιο και ακούμε απο μία παρέα κοριτσιών χαχανιτα , μας κοιτούσαν έντονα
<< Αυτή ειναι η Καμίλ >> λεει η Έμιλυ
<< Νομίζει οτι είναι η ντίβα του σχολείου, αυτές ειναι τα "τσιρακια" της >> προσθέτει νευριασμένη η Μαρισα << Οτι και να σου πει μην δώσεις σημασία >>
Μετά από λίγο το κουδούνι χτυπάει για μάθημα, η τελευταία ωρα πέρασε ευχάριστα κάνοντας αγγλικά. Σχολαμε, αποχαιρετάω τις κοπέλες και πηγαινω προς το αμαξι της μητέρας μου που με περιμένει. Με τα κορίτσια είχαμε ανταλλάξει ηδη τηλέφωνα και ειχαμε κανονίσει για το βράδυ.
<< Πώς ήταν η πρώτη μέρα; >>ρωτάει η μητέρα μου ενθουσιασμένη
<<Καλά νομίζω! >>απαντάω αδιάφορα
<< Σκεφτόμουν αγαπη μου , αν ήθελες να παμε μια βόλτα στα μαγαζια>>
<< Δεν ξέρω, εχω κανονίσει με κάποια κορίτσια απο το σχολείο και πρεπει να διαβάσω >> απαντάω δήθεν στεναχωρημένη, η αλήθεια είναι πως δεν είχα πολυ όρεξη και θα ήθελε να μάθει περισσότερα για το σχολείο , οποτε προσπαθούσα να το αποφύγω. Φθάνω σπίτι, τρωω και αμεσως ξεκινάω το διάβασμα. Έπειτα κανω μπάνιο ωστε να ξεκινήσω να ετοιμάζομαι για την βόλτα με τις κοπέλες. Χτυπάει το τηλεφωνώ
<< Σελεν , η Μαρίσα είμαι, τελικα ακυρώνεται η βραδιά με πίτσα, κανονισαμε για ποτό θα έχει και αλλα παιδιά απο την τάξη, θα έρθεις σωστά ;>>
<<Μα ειναι καθημερινή, αύριο έχουμε σχολείο! >> της υπενθυμίζω
<< Ελα σε παρακαλω >> κανει την φωνη της σαν μωρού
Αυτή η αλλαγή των σχεδίων δεν με έβρισκε σύμφωνη αν και ειχα καιρο να βγω και ήθελα να ξεσκάσω.
<< Εντάξει τότε >>
<< Να περάσουμε με την Έμιλυ απο το σπίτι ;>>
<< Φυσικά, αν θέλετε >>
<< Τέλεια, στις 11 να είσαι έτοιμη, φιλία >>
Ίσιωσα τα μαλλιά μου ,βαφτηκα ελαφρά και άρχισα να ψαχνω ενα απλό φόρεμα που ταιριάζει στην περίσταση. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου εντυπωσιακα ομορφο αλλα νομιζω ημουν καλή, ημουν μελαχρινή σχεδόν μαυρομάλλα , λεπτή, με δέρμα μελαψό και λάδι ματια που έτειναν προς πρασινα . Τελικά φοράω ενα κολλητό μαύρο φόρεμα που ήταν δώρο απο την Τοέλα και γόβες στο χρωμα του δέρματος . Είμαι έτοιμη στην ώρα μου κατεβαίνω της σκάλες και χτυπάει η πόρτα
<< Ανοίγω εγω>> φωνάζω στην μητέρα μου για να με ακούσει. Τα κορίτσια ειναι πανεμορφα η Μαρισα φοράει μια μαύρη ψηλομεση φούστα και ενα μπλέ σκούρο τοπ ενώ η Έμιλυ ενα μπορντό αέρινο φόρεμα.
<< Είσαι εντυπωσιακή >> λεει ενθουσιασμένα η Μαρισα, χαμογελάω
<< Εσείς να δείτε >> και της κλείνω το μάτι . Στον δρόμο η Έμιλυ μας μίλαγε για τον Νίκολας με τον οποίο ήταν πολυ τσιμπημενη.
Φτάνουμε στο κλάμπ , είχε πολυ κόσμο και πολλά παιδιά στην ηλικία μας ! Η Έμιλυ πηγαίνει να βρει τον Νίκολας και η Μαρίσα με τραβάει προς την μπάρα. Τότε σκοντάφτω σ'ενα αγόρι... Ωχ οχι αυτό το αγόρι !
<< Ώστε και εσυ εδω ;>> ρωτάει ειρωνικά, με παρατηρει..
<< Ναι , συγγνωνη κατάλαθος σκόνταψα >> απαντάω και πάω να φύγω
<< Εγώ νομίζω δεν μπορείς να μου αντισταθείς >> γελάει <<αλλά και πάλι είμαστε πάτσι >> προσθέτει, τον αγριοκοιταζω.
Ηταν ωραίος , φορούσε ενα σκισμένο μπλε σκούρο τζίν ,με μια μαύρη μπλούζα και η κολόνια του ηταν έντονη και μεθυστική , εξέπνεε έντονη αυτοπεποίθηση και αλαζονεία κάτι που με εκνεύριζε.
Η Μαρίσα πλησιάζει
<<Γεια σου Τρέντ >> λέει σοβαρή
<< Γεια >> απανταει και φεύγει
<< Τι τρέχει με αυτόν; >> με ρωτάει σχεδόν νευριασμένη
<< Τίποτα >> την κοιταω απορημένα
<< Όσο μπορείς να τον αποφεύγεις, είναι μεγάλος μπελάς και φέρεται σαν μ@λακ@ς στις κοπέλες >>
<< Μην ανησυχείς >> απαντάω και της κλείνω το μάτι
Παίρνουμε ποτό και πάμε να χωρέψουμε . Η Μαρίσα χορεύει με τον Μέιξον ενω η Έμιλυ μας ενημερώνει πως θα την γυρίσει ο Νίκολας σπίτι, ανυπομονούσα για λεπτομέρειες την επόμενη μέρα. Η ώρα περνούσε και ειχα αρχίσει να νυστάζω, πηγαίνω στην Μαρίσα και της λεω ότι θα φύγω, μου προτείνει να φύγουμε μαζί και την πείθω να κάτσει με τον Μέιξον ουτως συ άλλος το σπίτι μου βρίσκεται κοντά. Βγαίνω απο το κλάμπ και ξεκινάω, τότε τα φώτα μίας μηχανής σταματάνε δίπλα μου
<< Σελέν >> γυρνάω και κοιτάω τον Τρέντον , τον αγνοώ και συνεχίσω
<< Μισό, δεν θες να σε πάω σπίτι ,κοντα μένω >> δηλαδή ήξερε και που έμενα ; Θυμήθηκα την συμβουλή της Μαρίσα
<< Δεν νομίζω, μπορώ να παω και μόνη μου !>>
Στο βάθος του δρόμου διακρινω μια παρέα αγοριών , που δεν τους είχα πετύχει στο σχολείο, συνειδητοποιεί οτι τους ειδα και μου κάνει νόημα να ανεβώ. Κατεβάζω το βλέμμα μου ηττημένη και ανεβαίνω στην μηχανη,φοραω το κρανος του και δένω τα χέρια μου γυρω από την πλάτη του , νιώθω ενα περίεργο συναίσθημα να με πλημμυρίζει. Έβαλε μπρος και έφυγε, το σπιτι μου ηταν όντως κοντά, ένιωθα καθε ανασα του και καθε χτυπο της καρδιάς του ,η μυρωδιά του τσιγάρου και του αρώματος του ήταν τέλειος συνδυασμός. Σταμάτησε έξω απο το σπιτι, κατέβηκα και προσπαθούσα μάταια να ξεμπλεξω τα μαλλιά μου , κοιτούσε έντονα ..
<< Είδες δεν ήταν και πολύ άσχημα τελικά >>
<< Ίσως και να μην ήταν, ευχαριστώ...>>
<< Απο Νορβηγία λοιπόν;>>
<< Που το ξέρεις ;>> ρωταω έκπληκτη, δεν απανταει
Σηκώνεται και στέκεται μπροστά μου
<< Θέλω να σου πω κάτι >> τον κοιταω και περιμένω, τοτε σκύβει στο αυτί μου <<είσαι πολύ όμορφη >> και με φιλάει στο μάγουλο. Τον αγριοκοιταζω και φεύγω οταν εχω ηδη γυρίσει πλάτη χαμογελάω...
YOU ARE READING
My destiny
RandomΈνα ταξίδι που δεν επιθυμεί θα γίνει λίκνο μίας νέας γνωριμίας που θα αλλάξει τη ζωή της. Η Σελέν , μία κοπέλα με φιλοδοξίες, ήσυχη και μετρημένη αναγκάζεται να μετακομίσει στο Σικάγο. Εκεί γνωρίζει τον Τρέντον κάτω από όχι και τόσο ρομαντικές συνθή...