Ανεβαίνω αργά τις σκάλες για να μην ξυπνήσω την μητέρα μου, πηγαίνω στο δωμάτιο μου , αλλάζω και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Ακόμα νιώθω τα χείλη του Τρέντον στο μάγουλο μου , τον ήχο της φωνής του να ζεσταίνει το αυτι μου , τους γυμνασμένους μυς του. Μα τι σκέφτεσαι Σέλ, αυτο το αγόρι δεν είναι του γούστου σου,ειναι μπελας , διωχνω αυτες τις σκέψεις απο το μυαλό μου και προσπαθώ να κοιμηθώ .
Ο ήχος κλήσης του κινητού μου χτυπάει ασταμάτητα
<< Ναι >> προσπαθώ να βγάλω φωνή
<< Σέλ, κοιμάσαι, δεν σε ειδα στο λεωφορείο και φαντάστηκα οτι θα είσαι ακομα κάτω από τα σκεπάσματα >> η Έμιλυ φωνάζει στην αλλη γραμμή . Ανοιγοκλεινω τα βλέφαρα μου και βλεπω το ρολόι ήταν οχτώ σε ενα τέταρτο είχα μάθημα. Κλείνω το κινητό, πεταγομαι από τα σκεπάσματα , τρέχω προς το μπάνιο, μα καλα γιατι δεν με ξύπνησε η μαμά αναρωτιέμαι. Πάω στην ντουλάπα διαλεγω να φορεσω ενα σκούρο μπλέ τζίν και μια μπορντο μπλούζα παίρνω την τσάντα και τρέχω προς τα κάτω. Η μητέρα μου άφαντη, τότε βλέπω ενα σημείωμα στην κουζίνα << Αγάπη μου , κάτι έτυχε στην δουλειά και έφυγα νωρίς, έχει πρωινό στο ψυγείο, φιλία >> , που χρόνος για πρωινό. Τρέχω προς την στάση για να προλάβω το επόμενο λεωφορείο , εχω ήδη αργήσει. Αφού φθάνω στο σχολείο κατευθύνομαι προς την τάξη, χτυπάω με τα δάχτυλα μου ελαφρά την πόρτα και ανοίγω.
<< Άργησες δεσποινίς Χέιλ, τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό, μπορείς να κάτσεις στην θέση σου.>>
Κοιταζόμαστε με την Έμιλυ και γελάμε, πηγαίνω στην θεση μου
<< Κάποια δεν μπορούσε να ξυπνήσει σήμερα >> λεει κοροϊδευτικά ο Τρέντον << Μάλλον επειδή με ονειρευόταν >> προσθέτει αυταρεσκα
<< Θα ήθελες >> απαντάω βγάζοντας την γλώσσα έξω, γελάει.
Στο τέλος της ώρας η Μαρίσα κάθεται στο μπροστά θρανίο και η Έμιλυ στο πίσω .
<< Σορρυ που δεν γυρίσαμε μαζί χθες >> απολογείται η Μαρίσα
<< Δεν υπάρχει πρόβλημα, ξεχνά το >> απαντάω και της στέλνω ενα φιλάκι
<< Μονη γύρισες ; >> ρωτάει η Έμιλυ, ωχ...
<< Εε βασικά με γύρισε ο Τρέντον με την μηχανή >> απανταω επιφυλακτικα , η Μαρισα σηκώνει το φρύδι και με κοιτάει ύποπτα << Απλώς με γύρισε επειδή μένει κοντά >> λέω για να σώσω την κατάσταση
<< Είσαι τυχερή, ξέρω πολλές από το σχολείο που θα ήθελαν να ανέβουν στην μηχανή του !>> η Έμιλυ μου κλείνει το μάτι
<< Ναι και πολλές έχουν ανέβει οχι μόνο στην μηχανή αλλά και καπου άλλου >> λεει αηδιασμένα η Μαρίσα, γελάμε
<< Κορίτσια δεν θέλω να θυμώσεται αλλά μου πρότεινε ο Νίκ να βγούμε και να παρω και δύο φιλες μου μαζί, οποτε πρότεινα εσάς >> μας λεει και κάνει μια φατσούλα μωρού
<< Ποιοί αλλοι θα είναι ;>> ρωτάει η Μαρίσα, διστάζει λίγο και απανταει
<< Θα ειναι ο Μέιξον και ο Τρέντον >> , κοιταζόμαστε με την Μαρίσα και έπειτα κοιτάμε εκείνη πριν προλάβουμε να απαντήσουμε συνεχίζει
<< Σας παρακαλω, μόνο μία φορά >> ικετευει
<< Εντάξει , αν ειναι μονο για μία φορά θα σου κάνουμε το χατίρι >> απαντάω
<<Που κανονίσατε να παμε; >> ρωτάει η Μαρίσα
<< Στο σπίτι του Νίκολας >> απαντάει διστακτικά η Έμιλυ
<< Εε τωρα το παράκανες >> λέμε ταυτόχρονα με την Μαρίσα , κοιταζόμαστε και γελάμε.
Το σχολείο σήμερα ηταν κουραστικό, πολλές ώρες χημείας και φυσικής που δεν ήταν το φόρτε μου. Αφού σχολασαμε αποχαιρετήσαμε την Μαρίσα και κατευθυνθηκαμε με την Έμιλυ προς την στάση του λεωφορείου.
<< Δεν μου είπες, τι τρέχει με τον Τρέντ ;>> η Έμιλυ με κοιτάει με ενα πονηρό χαμόγελο
<< Τίποτα, σαν τι να τρέχει; >>
<< Δεν ξέρω χθες μου ειπε ο Νίκ οτι ρωτούσε για εσένα.>>
Παραδέχομαι οτι οσο και αν δεν ήθελα αυτή η πληροφορία με ευχαρίστησε. Κουναω το κεφάλι μου ανηξερη .
Πριν το καταλάβω ειχα φθάσει έξω από το σπίτι μου , της στέλνω ενα φιλί , κατεβαίνω απο το λεωφορείο και μου ανταποδιδει .
Η μητέρα μου είναι ήδη σπίτι
<< Αγάπη, έλα να φας >> ακούγεται η μητέρα μου απο την κουζίνα
<<Έρχομαι, μισό >> απαντάω και αφήνω την τσάντα στις σκάλες. Καθόμαστε και η μητέρα μου με κοιτάει
<< Δεν μου είπες, τι ωρα γύρισες χθες Σέλ ; >> ωχ τώρα τι απαντάμε
<< Εε νωρις ήταν, νομίζω μία- δυο >> απαντάω κοιτάζοντας το πιάτο μου.
<< Ήταν καθημερινή και δεν μ' αρέσει να βγαίνεις όταν την αλλη μερα έχεις σχολείο >> μου λεει αυστηρά. Τοτε θυμήθηκα την βολτα στο σπίτι του Νίκ, παίρνω μια έκφραση κουταβιου και ξεκινάω να την εκλιπαρώ
<< Μαμακα σε παρακαλώ θα μου κανείς μια χάρη, τελευταία φορά μανούλα >> , ξεφύσαει και περιμένει να ακούσει τι θα της ζητήσω
<< Κανονισα με τα κορίτσια να βγούμε με μια παρέα απο το σχολείο και δεν θέλω να το ακυρώσω, θα με αφήσεις να παω ; >>
Κατεβάζω το κατω χείλος μου λυπημένα και εσμιξα τα φρυδια μου προς τα πάνω
<< Τελευταία φορά Σέλ! >> τονίζει αυστηρά, την βομβαρδίσω με κάποια φιλία μου και γελάει. Ανεβαίνω στο δωμάτιο μου και ξεκινάω το διάβασμα , λίγο πριν τελειώσω χτυπάει το κινητό μου
<< Ελα Μαρίσα, τι έγινε ; >>
<< Τίποτα, απλώς σε πήρα, ηθελα να με βοηθήσεις με το θέμα "Μέιξον" >> λεει απεγνωσμένα, μου εξηγεί οτι της αρέσει αρκετά αλλα διστάζει λόγω της φήμης του " γυναικα" που εχει αυτος και ολη η παρεα του , της δινω κάποιες συμβουλές και κανονίζουμε να περάσω απο το σπίτι της να τα πούμε από κοντά. Μετά απο λίγο ξεκινάω να ετοιμάζομαι, λύνω την ελαφριά πλεξούδα που εχω συνήθως όταν είμαι σπιτι , βάζω ενα μαύρο τζιν με δυο σκισηματα στα γονατα ,μια άσπρη μπλούζα αερινη με χαμόγελο στο στήθος και αλλ σταρ. Κατεβαίνω, αποχαιρετάω την μαμα μου και ξεκινάω για το σπίτι της Μαρίσα . Αφου εχω φθάσει και μετά απο ατέλειωτες ώρες συζητήσεις και ανάλυσεις του θέματος , η Μαρ ξεκινάει να ετοιμάζεται, η Έμιλυ τηλεφωνεί και μας ενημερώνει οτι θα ειναι ήδη εκει και θα μας περιμένει. Επειτα παίρνουμε το αμάξι της μαμάς της Μαρ για να παμε στην πολυκατοικία που μένει ο Νίκ, φθάνουμε στην είσοδο και βλεπω τον Τρέντ και την Καμίλ να μιλάνε σε απόσταση αναπνοής. Εκείνη του έκανε κάποια ναζια και εκεινος έδειχνε να ανταποκρίνεται, τοτε η Καμίλ σκύβει και τον φυλάει στον λαιμο...
VOUS LISEZ
My destiny
AléatoireΈνα ταξίδι που δεν επιθυμεί θα γίνει λίκνο μίας νέας γνωριμίας που θα αλλάξει τη ζωή της. Η Σελέν , μία κοπέλα με φιλοδοξίες, ήσυχη και μετρημένη αναγκάζεται να μετακομίσει στο Σικάγο. Εκεί γνωρίζει τον Τρέντον κάτω από όχι και τόσο ρομαντικές συνθή...