Πρόλογος

112 9 4
                                    

Τότε τον είδα, ήταν εκει μαζί της και την φιλούσε. Το στομάχι μου σφίχτηκε, ενιωσα τα ποδια μου να μουδιάζουν και μία κραυγή ανέβαινε στον λαιμό μου ζητώντας απελπισμένα να βγει. Η όραση μου θόλωσε, εκλαιγα , αμεσως σκουπισα τα μάτια μου και έτρεξα προς την έξοδο. Τότε με είδε , ακουσα να φωνάζει το όνομα μου αλλα δεν γύρισα. Προσπαθούσα να φτάσω στην αυτοκίνητο , ηθελα να μπω στο αμάξι και να συνειδητοποιήσω τι είχα δεί μόλις. Με πρόδωσε ο άνθρωπος που αγάπησα και εμπιστεύτηκα οσο κανεναν αλλο.  Ενιωσα ενα σφίξιμο στο μπράτσο και κάποιον να με ακινητοποιεί, ηταν ο Τρέντ,μυριζε αλκοόλ και ήταν χλωμός.
<< Σέλ περίμενε, σε παρακαλω ακουσε με , ασε με να σου εξηγήσω >>
Όσο τον κοιτούσα ο πόνος βάραινε μέσα μου, δεν κατάφερα να μιλήσω,συνεχισε..
<< Δεν θελω να σε χασω , ολα ειναι μια παρεξηγηση ,σ'αγαπώ, Σέλ>>
Τοτε λάβα από έκρηξη θυμού πλημμύρισε τις φλέβες μου,τραβηξα απότομα το χέρι μου και τον χτύπησα με όση δύναμη ειχα στο στήθος.
<< Πώς τολμάς να το λές αυτό δεν μ'αγάπησες ποτέ. . >>
Μπήκα στο αμάξι, τα χέρια μου έτρεμαν, με δυσκολία έβαλα μπροστά ...θα έφευγα, θα έφευγα για πάντα!

                                                 
                                      Κεφαλαιο 1

Ήταν η δευτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια που έπρεπε να μετακομίσουμε . Αυτή την φορά με προορισμό το Σικάγο,  ήταν ένας από τους όρους για δεχτούν την μητέρα μου στην ασφαλιστική εταιρία. Μου είχε υποσχεθεί όμως ότι το Σικάγο θα ενιωσ το τελευταίο μας ταξίδι. Αν και ήμουν ακόμα δεκαοχτώ είχα γνωρίσει πολλές χώρες της ευρώπης Ρωσία, Τουρκια,Ιταλία και τον τελευταιο χρόνο στν Νορβηγία όπου ήταν και η μοναδική μου φίλη Τοέλα . Ήταν ομορφη ψηλή με δερμα άσπρο σαν το χιόνι και μαλλια ξανθά μέχρι την μέση,  τα αγόρια την φλέρταραν συχνά εκείνη όμως είχε μάτια μόνο για τον Κρίς ,μπασίστας στην μπάντα του σχολείου. Μου λυπεί αρκετά και τώρα που ημουν στο Σικάγο μιλούσαμε σπάνια. Το καλοκαίρι τελείωνε και το είχα ξοδέψει σχεδόν όλο μέσα στους μωβ τοίχους του δωματίου μου! Σιγά σιγά ξεκινούσαν οι ετοιμασίες για το νέο μου σχολείο, πρώτη φορα γράφτηκα σε δημόσιο λόγω οικονομικών, όποτε δεν ήξερα τι να περιμένω.
<Σελ ,σήκω, έχει πάει δώδεκα και θα παω δουλειά, πρεπει να κανείς κάποια ψώνια για το σπίτι >>
Η φωνή της μητέρας μου ηχεί σε ολο το σπίτι,  παίρνω το μαξιλάρι και το βάζω πάνω απο το κεφάλι μου ,σκέπαζομαι και ευελπιστώ ότι δεν θα μου φωνάξει ξανά. Τοτε ακουω βήματα στην σκάλα, είμαι καταδικασμένη η μητέρα μου ανεβαίνει πάνω...
<<Σέλ σου μιλάω, σήκω και πετάξου πάρε κάποια πράγματα >>
<< Είναι ανάγκη τωρα ;>>
<< Σήκω αγάπη μου, έχει λεφτά στην κουζίνα, πάρε και οτι χρειάζεσαι για σένα >>
<< Ναι,ναι >> απαντάω με πνιχτή φωνη , με φυλάει και φεύγει!  Τοτε παίρνω απόφαση να σηκωθώ, βάζω ενα τζιν σωληνα μπλέ που τον εχω διπλώσει κατω κάτω μια ριχτη άσπρη μπλούζα τα πέδιλα μου και βγαίνω,  με την ελπίδα να μην έχει κόσμο στο σούπερ μάρκετ όπως την τελευταία φορά.
Βλέπω κόσμο μαζεμένο στην παράλια, πλησιάζω και βλέπω αγώνες βόλεϊ, κάνω αναστροφή και πάω να φύγω, τότε νιωθω ενα χτύπημα στο κεφάλι και πριν το καταλάβω είχα πέσει κάτω. Προσπαθώ να βρω τις αισθήσεις μου και να σηκωθώ, ενα χερι απλώνεται μπροστά μου...
<< Έλα, δώσε μου το χέρι σου να σε βοηθήσω >>
Σηκώνομαι, Κοιταω γύρω μου και βλεπω μία μπάλα δίπλα μου ,τοτε συνειδητοποιώ τι εγινε.Στα χείλη του ήταν σχηματισμένο ένα περιπαιχτικο χαμόγελο.
<<Συγγνώμη,  έγινε κατάλαθος>> απολογείται
<< Εντάξει ειμαι .>>
Υπάρχει μια παύση και συνεχίζει...
<< Τρέντον , χάρηκα! >>
<< Εγώ δεν ξέρω αν χάρηκα μόλις μου έστειλες μία μπαλα στο κεφάλι >>
Γελάει , με μια πρώτη ματιά  ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με μεγάλες πλάτες, σκούρα  κάστανα μαλλια και τα μάτια του στην απόχρωση του πρασινου.  Το βλέμμα του ομολογούσε οτι γνωρίζει καλά την εξωτερική του γοητεια!
<< Τελικά,  δεν θα μου πείς το όνομα σου ; >>
<< Δεν νομίζω ότι ειναι απαραίτητο >>
Φεύγω γρήγορα,  φθάνω στο σούπερ μάρκετ κάνω τα ψώνια και πηγαίνω σπίτι, ξαπλώνω στον καναπέ και αμέσως τηλεφωνώ στην Τοέλα!

My destinyDonde viven las historias. Descúbrelo ahora