Η σειρά μου να μιλήσω

48 3 2
                                    

''Είναι εντάξει. Όλοι λυγίσαμε'', ψιθυρίζω. Ο κόσμος αυτός είναι πολύ παράξενος. Με το που ο οδηγός μου, ο Άνεμος, φορτίζεται συναισθηματικά, μπαίνουμε σε νέο τούνελ. Δεν του βάζω τις φωνές, παρακαλώντας τον να γίνει όπως πριν, ή έστω να συγκρατήσει τα κύματα θλίψης που τον διακατέχουν. Ξέρω πως αν χαμογελάσει, ο ουρανός θα γίνει γαλανός. Ρύθμιζε τον καιρό ο Άνεμος.

   ''Όχι όπως εγώ'', απαντάει γρήγορα και οι πρώτες ψιχάλες αρχίζουν να πέφτουν πάνω στα τζάμια του αυτοκινήτου, στο οποίο με έβαλε η ζωή πολύ γρήγορα χωρίς να θέλω. Του χρωστάω όμως, όπως και να έχει. Ήταν ο μόνος που σταμάτησε να με μαζέψει.

            Όταν βλέπω πως δεν ηρεμεί, αρχίζω να εξιστορούμαι τον δικό μου πόνο. Όσο ακούει, φαίνεται ότι συμπάσχει τόσο... διότι η βροχή γυρνάει σε απότομο χαλάζι.  ''Και εγώ πέρασα δύσκολα, μην νομίζεις''. Σωπαίνω για λίγο. Χαμηλώνει ταχύτητα. Με ακούει με προσοχή, χωρίς να με κοιτάξει. Αποφεύγει το βλέμμα μου, σαν να είναι αναγκασμένος να το κάνει. Σαν να μην πρέπει να συναντηθούν τα βλέμματά μας. Σαν να φοβάται ότι τα χρώματά του θα με λερώσουν. Και γίνονται τόσο σκούρα στα ξαφνικά...  ''Μπήκα σε εκείνο το αμάξι δυναμικά τότε. Ήταν η πρώτη φορά που δεν με ένοιαζε αν ο συνοδηγός μου ζήταγε κάτι παράλογο. Ο μόνος μου φόβος ήταν μήπως τελειώσω από εφόδια. Μήπως τελειώσει η βενζίνη. Μήπως δεν το βοηθήσω να φτάσει εκεί που η καρδιά του επιθυμούσε...Βρισκόμουν σε αυτό το αμάξι δύο ολόκληρα χρόνια. Τον υπηρετούσα πιστά. Χαμήλωνα κεφάλι. Όποτε κατάπινε τα δικαιολογημένα ευχαριστώ του, κατάπινα τον εγωισμό μου. Ήταν εκείνος καλά; Ήμουν και εγώ. Τον πήγαινα στα μέρη που ήθελα. Όταν τα παρατούσε, άραζα το αμάξι και του μιλούσα για ώρες. Δεν τον άγγιζα ποτέ με τα χέρια. Τον άγγιζα με τα λόγια. Και εκείνος με διέταζε να ξαναβάλουμε μπρος. Τι θυμάμαι από όλο αυτό; Μαύρες αγκαλιές, κενές, χωρίς ουσιαστικό σκοπό ή συναίσθημα. Μαύρες στιγμές, μαύρα σ'αγαπώ που δεν έγιναν ποτέ πράξεις. Τον άφησα να με φιλήσει μία φορά. Το θυμάμαι καλά. Ήταν τόσο... τόσο κενό. Ήταν ψεύτικο. Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός. Δεν υπήρχε συναίσθημα, δεν υπήρχε ουσία, ανάγκη, αφορμή, ούτε λόγος. Μαύρα όλα. Μαύρες στιγμές, μαύρο φιλί. Ήταν το δικό του ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ που νόμιζε ότι θα με ευχαριστούσε, για μία μονάχα μέρα. Λες και ο αγωνιζόμενος ξεδιψά με την ανταμοιβή της μία ημέρας. Και μετά απλά έφυγε. Το ήξερα ότι θα το έκανε. Με φίλησε και ήξερα ότι το έκανε από υποχρέωση. Από μαύρη υποχρέωση. Υπάρχει τίποτα χειρότερο από αυτό;''

          Κάπου κοντά ηχεί ένας κεραυνός. ''Σκληρή κατάσταση...'', λέει ψιθυριστά. Ο κόσμος έξω είναι σκοτεινός. Υπάρχουν παντού σύννεφα, μαυρίλα. ''Το ξέρω. Δεν του είπα κάτι. Εγώ ήμουν που είπα ευχαριστώ ξανά. Ευχαριστώ που με φίλησες, έτσι είπα. Λες και μου έκανε χάρη. Που συνέβη αυτό εννοώ. Ποιος φιλάει κάποιον χωρίς να το εννοεί άραγε...;''

            ''Είσαι θαρραλέα. Και ξεχωριστή. Καμία δεν θα το έκανε αυτό'', λέει με στόμφο και απότομα, απλώνει τα χέρια του, κοιτώντας με στα μάτια. Και σφίγγει την ζώνη. Την σφίγγει γύρω μου πολύ σφιχτά, σχεδόν δολοφονικά. Το κάνει για να με προστατέψει. Ανασαίνω βαθιά. Κάποιος φροντίζει επιτέλους για το δικό μου καλό. '''Ήρθα για να σε βγάλω από το μαύρο'', λέει με αποφασιστικότητα και τα χρώματα του, γίνονται πολύχρωμα, ζωηρά, ζωντανά. ''Όχι άλλο μαύρο'', προσθέτει ενθαρρυντικά  και οδεύουμε προς την καταιγίδα, με έναν ξέφρενο και ανέμελο ρυθμό.


Ένα διαφορετικό ''τροχαίο''...Место, где живут истории. Откройте их для себя