Νιώσε ελεύθερη...να κατέβεις από το αμάξι

37 4 2
                                    

Οδεύουμε προς την καταιγίδα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Να κατέβω από το αμάξι του; Θα τον πληγώσω αν κατέβω, σωστά; Το κεφάλι μου κουδουνίζει. Τι κόσμος είναι αυτός; Γιατί τα πράγματα είναι τόσο μεταφυσικά και αινιγματικά; ΄Όλα περιστρέφονται γύρω από τα συναισθήματα. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, δημιουργούνται από αυτά. Έτσι συμπεραίνω. Τα ερωτήματα τριβελίζουν στο κεφάλι μου και μου προκαλούν έναν οξύ πονοκέφαλο. Μα γιατί με μάζεψε αν ξέρει ότι μπορώ να φύγω; Γιατί το έκανε αυτό στον εαυτό του; Δεν φοβάται;

Ο κόσμος έξω είναι απόμακρος και σκοτεινός. Υπό άλλες συνθήκες θα τον άφηνα μόνο, να παλεύει σε αυτή την βασανιστική ευθεία, για να βγει από το σκοτάδι. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Υπήρχε και υπάρχει ένας λόγος που με ανέβασε στο αμάξι του. Φοβάμαι τόσο να ρωτήσω όμως. Μα γιατί με μάζεψε; Τι τον έκανε να θέλει να με μαζέψει;

Οι βροντές μου κόβουν την χολή. Ο Άνεμος δεν νιώθει καλά. Τι μπορώ να κάνω για να τον κάνω να ηρεμήσει; Για να βγει ξανά ήλιος; Δεν νιώθει καθόλου καλά. Περνάει δύσκολα και πρέπει να του σταθώ.

Παραμένω αμίλητη όσο εκείνος γίνεται όλο και πιο νευρικός, δημιουργώντας ακραία καιρικά φαινόμενα γύρω μας. Αστραπές, χαλάζι, βροχή... Αέρας. Θολούρα...Άλλα αμάξια στο πλάι μας, πίσω η μπροστά μας, οδηγούν κάτω από την λιακάδα. Δεν θέλω να τον αφήσω. Είναι άσχημο να βλέπεις τους γύρω σου καλά και εσύ να νιώθεις ένα τίποτα. Και να μην έχεις κανέναν να σε βοηθήσει.

Ανοίγει το στόμα του να πει κάτι. Το ξανακλείνει απότομα και παίρνει βαθιές ανάσες. ''Αν δεν θες να με συνοδέψεις, μπορώ να σε κατεβάσω. Δεν υπάρχει λόγος να μείνεις στο αμάξι αναγκαστικά''. Ξέρω τι εννοεί. Εννοεί ότι δεν θέλει να με υποχρεώσει να μείνω στο αυτοκίνητό του επειδή με έσωσε. Αναστατώνομαι. Αυτό το συναίσθημα το έχω ξανανιώσει. Μήπως εκείνος νιώθει ότι...;Μήπως...;

Απλώνω το χέρι μου διστακτικά και πιάνω το δικό του. ''Θα μείνω μαζί σου, ευχαριστώ'', ψιθυρίζω και στρέφεται προς το μέρος μου. Χαμογελάει τόσο βαθιά και εγκάρδια. Και όχι στον καθρέφτη. Χαμογελάει σε...εμένα.

Ο καιρός αλλάζει. Τα σύννεφα φεύγουν, προτού φτάσουμε στο κέντρο της καταιγίδας. Δεν στάζει χρώματα πια. Τελείωσε όλο αυτό. Το πρόσωπό του απορροφά τις αποχρώσεις του σκοτεινού ουρανού, του καπνού και του φρέσκου χώματος με μιας. Παίρνει σχήμα, μαζοποιείται, μορφοποιείται. Βλέπω επιτέλους έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο σαν εμένα.

''Πέρασα δύσκολα. Έδωσα τα πάντα μου και έμεινα μόνος. Η πτώση στον γκρεμό ήταν... επώδυνη. Οδυνηρή. Καταστροφική. Είμαι καλά όμως, όσο είσαι εδώ. Θα είμαι καλά σίγουρα, γιατί με ακούς και... είσαι εδώ για εμένα. Μην φοβηθείς να κατέβεις από το αμάξι, όποτε και αν το θελήσεις αυτό. Ακόμα και όταν μπω στην πιο ισχυρή καταιγίδα, ή χάσω τον έλεγχο, ή ο καιρός είναι καλός... Ανεξάρτητα από τις συνθήκες, μπορείς να κατέβεις. Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Εσύ αποφασίζεις για το δικό σου καλό'', λέει αργά αλλά αυθόρμητα. Σαν να του βγήκαν οι λέξεις με ευκολία. ''Δεν θέλω να είμαι η αιτία που θα βρεθείς ξανά στον γκρεμό'', συμπληρώνει με πιο σοβαρό ύφος και απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου. Τραβιέμαι αβέβαιη. Παραμένει ανέκφραστος καθώς ανοίγει την ασφάλεια της πόρτας μου. ''Είσαι ελεύθερη να φύγεις. Όποτε θες'', επαναλαμβάνει.


Ένα διαφορετικό ''τροχαίο''...Место, где живут истории. Откройте их для себя