Το πρόσωπο του φόβου

108 9 7
                                    


Τρίτη 25 Νοεμβρίου, νύχτα. Βρέχει, βρέχει πολύ.
Μία αστραπή φώτισε το σπίτι μέσα από το ανοιχτό παράθυρο.
Δεν φυσούσε ήταν ήρεμη καταιγίδα, από αυτές που αρχίζουν απαλά και τελειώνουν ώρες αργότερα.

Χαλάρωνα σε μία πολυθρόνα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ακουμπισμένο στο τραπέζι δίπλα μου και μόνο ήχο αυτόν της βροχής να με ηρεμεί, από τα απίστευτα γεγονότα της ημέρας.

Ένα μολύβι, ένα χαρτί και ένα αναμμένο πορτατίφ είναι τα μόνα όπλα που μπορούν να με οδηγήσουν μακριά από την τρέλα. Έχω ξεκινήσει να γράφω, να διηγούμαι αλλά σε ποίον;

Ποιος θα με πιστέψει; Ίσως τα γράφω για να μπορέσω να τα πιστέψω και εγώ ο ίδιος...

Ένα εικοσιτετράωρο πριν άρχισε ο εφιάλτης κυριολεκτικά σε έναν ύπνο ανήσυχο γεμάτο από εικόνες που θυμάμαι αμυδρά. Εικόνες μαύρες, κατάμαυρες εναλλάσσονταν με εικόνες που με θάμπωναν από τα υπερβολικά έντονα χρώματα τους γεμάτα με γραμμές που σχημάτιζαν πότε κύκλους και πότε σχήματα γεμάτα γωνίες. Έντονα χρώματα που έβγαιναν από το σκοτάδι και μετά απορροφιόντουσαν ξανά από αυτό σε μία διαδοχική και επαναλαμβανόμενη σειρά κινήσεων για ώρες ολόκληρες. Εικόνες που με ρουφούσαν κρατώντας με σε μία ισορροπημένη εγρήγορση μεταξύ της πραγματικότητας και τον κόσμο των ονείρων αδυνατώντας να καταφέρω να ξυπνήσω.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτισαν το δωμάτιο και κατάφερα να ανοίξω τα μάτια μου τρέμοντας με το σώμα μου λουσμένο από ιδρώτα και αγωνία που κυλούσε μέχρι τα κόκαλα μου. Ένιωθα υπερβολικά κουρασμένος... Σηκώθηκα από το κρεβάτι αργά, άναψα το φώς του μπάνιου και χώθηκα κάτω από την βρύση. Σκούπισα τα μαλλιά μου από τα νερά με μια πετσέτα. Σήκωσα το κεφάλι μου στο επίπεδο του καθρέπτη με την πετσέτα στο πρόσωπο μου. Την αφαίρεσα, κοίταξα στον καθρέπτη και τότε το είδα! Στεκόταν πίσω μου! Τρομερό απειλητικό ένα πρόσωπο βγαλμένο από τον χειρότερο εφιάλτη μου, γεμάτο έντονες γωνίες, τετράγωνο με τα κόκκινα μάτια του να κοιτάνε τα δικά μου διαβάζοντας την ψυχή μου.

Κοίταξα κατευθείαν πίσω μου και δεν υπήρχε τίποτα. Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά να διώξω τις δεισιδαιμονίες και ξανά χώθηκα τρέμοντας κάτω από την βρύση. Επόμενη στάση η κουζίνα. Έφτιαξα έναν ελληνικό καφέ που ποτέ δεν ήπια... γιατί μόλις τον έβαλα σε μια κούπα και πήγα να κάτσω στο τραπέζι άκουσα ένα γρύλισμα! Γρύλισμα σκύλου! Νευριασμένου σκύλου! Άγριο και δυνατό να ακούγεται μέσα από το υπνοδωμάτιο με αποτέλεσμα η κούπα να μου πέσει σπάζοντας πάνω στα πλακάκια. Τα γρυλίσματα στο υπνοδωμάτιο συνεχιζόντουσαν. Με αργά προσεκτικά βήματα πήγα προς τα εκεί. Τα σεντόνια είχανε χάσει κάθε χρώμα αφήνοντας το μαύρο να υπερέχει πάνω αυτά. Μία επίσης μαύρη φιγούρα σε σχήμα ενός τεράστιου σκύλου με έντονα κόκκινα μάτια στεκόταν στην μέση του κρεβατιού γρυλίζοντας άγρια. Έκλεισα το στόμα μου με το χέρι μου για να μην ακουστεί η κραυγή μου. Ο σκύλος γύρισε και με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο, πήδηξε κάτω και άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου. Έκλεισα την πόρτα γρήγορα. Ο ήχος της πρόσκρουσης του σκύλου σε αυτήν με έκανε να αναπηδήσω. Ο σκύλος έπεφτε πάνω στην πόρτα με δύναμη ξανά και ξανά προσπαθώντας θαρρείς να την κατεδαφίσει. Πήγα στην κουζίνα τρέχοντας, πήρα τα κλειδιά μου, επέστρεψα στην πόρτα του υπνοδωματίου και την κλείδωσα. Ο σκύλος από μέσα χάλαγε τον κόσμο χτυπώντας την πόρτα μανιωδώς και γρυλίζοντας σαν λυσσασμένος. Προσπαθούσα να βρω την ανάσα μου. Γύρω μου τα χρώματα ξέφτιζαν, αλλοιωνόντουσαν, ο διάδρομος σκοτείνιαζε. Τα χρώματα στους τοίχους... στα πλακάκια... στα έπιπλα... χανόντουσαν αφήνοντας πίσω τους ένα βαθύ μαύρο να παίρνει την θέση τους.

Ιστορίες τρόμου -κύκλος δεύτερος (2ο μέρος)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora