Χαοτικά τα μάτια σου,
Στέκονται στην άκρη της γέφυρας.
Το ξύλο της, σαπισμένο, διαβρωμένο απ'την αλμύρα.
Μυρίζει κάρβουνο, ίσως κάπου κοντά στο ξέφωτο έχουν κάποιες ψυχές κατασκηνώσει.
Σύννεφα κολυμπούν στον ορίζοντα, αφήνοντας τα φώτα νεκρών πυγολαμπίδων στο πέρασμά τους.Η θάλασσα ηχεί θλιμμένη.
Μοιάζει και αυτή νεκρή, παγωμένη.Και τα μάτια σου όλο κοιτάνε τη πορφυρή σελήνη που ξεμυτίζει στον θολό ουρανό.
Δεν έχει νυχτώσει, τα πουλιά πετάνε χαμηλά πάνω απ' τα σύννεφα.
Ακούγονται στο βάθος γρύλλοι, με το θλιμμένο τραγούδι της μοναξιάς τους, και συ αφουγκράζεσαι προσεκτικά, και δεν μιλάς.
Το δάσος γύρω σου μοιάζει να αναπνέει, αργά και σταθερά, ήρεμα και σιωπηλά.
Τα μάτια σου ταξιδεύουν πέρα από τα όριά τους, η παλίρροια μέσα τους δείχνει το πάθος που κρύβεις στην καρδιά σου.Τα μαλλιά σου, στάχια μπλεγμένα στολίζουν το λαμπερό πρόσωπό σου.
Η θέρμη της ψυχής σου ζεσταίνει το τοπίο, ενώ σουρουπώνει.
Τα βλέφαρά σου, φτερά ασθενικής πεταλούδας, πετούν αργά.Δροσοσταλίδες φωτός κεντούν τον ουρανό καθώς πια ξημερώνει, και μια άρπα από αγριολούλουδα παίζει τη μελωδία της καθώς ο αέρας διασχίζει τα πέταλά τους.
Είναι πια πρωί.
Αυτή είναι η τελευταία φορά που η πεταλούδα πέταξε πάνω απ' τα μάτια σου.Αλήθεια, τι χαοτικά που είναι τα μάτια σου.