ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

219 16 0
                                    

Η Μαρίνα κατάφερε να ξεχάσει τον Στέφανο με σκληρή δουλειά. Καθημερινά δούλευε ασταμάτητα όπως δούλευαν όλοι στην πόλη του Λονδίνου. Οι ρυθμοί της πόλης πάντα ήτανε γρήγοροι. Το μετρό, τα αυτοκίνητα στους δρόμους, οι άνθρωποι που έτρεχαν πάντα κάτι να προλάβουν και η Μαρίνα έτρεχε χωρίς σταματημό να ανέβει τα σκαλιά της ιεραρχίας στην δουλεία της. Είχε ξεκινήσει σαν μια απλή υπάλληλος και μετά από ένα χρόνο και πολλά σεμινάρια και εξετάσεις στην εταιρεία που δούλευε την προώθησαν σε υπέυθυνη ενός απο τα πολλά οικονομικά τμήματα που είχανε. Είχε πάρα πολύ δουλειά καθημερινά και μερικές φορές έκανε και υπερωρίες. Ήθελε πολύ να τα καταφέρει στην καριέρα της και να κάνει υπερήφανους την γιαγιά και τον παππού της που την είχαν βοηθήσει πολύ στην ζωή της. Βέβαια της έλειπαν πολύ μιάς και δεν ταξίδεψε για ένα χρόνο καθόλου και έμεινε στο Λονδίνο λόγω δουλειάς και κάποια στιγμή το σκεφτόταν να πάρει διακοπές και να τους επισκεφτεί για λίγο καιρό.


Όταν όμως σκεφτόταν την Ελλάδα, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, γιατί δεν είχε ξεχάσει. Όσο και να έθαβε την πληγή της μέσα βαθιά στην καρδιά της ποτέ δεν ξέχασε και ποτέ δεν μπόρεσε να τον ξεχάσει. Είχε γνωρίσει δυό κοπελιές απο την δουλειά της και έκαναν παρέα και είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους λόγω της δουλειά της. Έβγαινε πολλές φορές σε διάφορες συγκεντρώσεις με τους συναδέλφους της ή για καφέ και φαγητό με τις φίλες της. Το Λονδίνο είχε πάρα πολλά να κάνεις κάθε ώρα και κάθε στιγμή της ημέρας είτε ήταν μεσημέρι είτε ήταν βράδυ. Σήμερα το βράδυ ήταν ξεχωριστή βραδιά γιατί είχε κανονίσει με τα κορίτσια να πάνε στην συναυλία της αγαπημένης της τραγουδίστριας της Ελευθερίας Αρβανιτάκης που είχε έρθει στο Λονδίνο για να τραγουδήσει στο Ρουαγιάλ Άλμπερτ Χόλ.

Η Μαρίνα ήταν πολύ χαρούμενη και έτσι συναντήθηκε με τις φίλες της για να πάνε στην συναυλία. Η Κάρλα ήταν ιταλίδα και η Ραφαέλα ισπανίδα αλλά τους άρεσε πολύ το ελληνικό τραγούδι και έτσι ξετρελάθηκαν με τα τραγούδια της Αρβανιτάκης. Στον γυρισμό για τα σπίτια τους τραγουδάγανε χαρούμενες και οι τρείς. Η κάθε μιά έλεγε το τραγούδι για τον δικό της πόνο γιατί έιχαν πονέσει και οι τρείς τους και γι'αυτό είχαν συνδεθεί σαν φίλες. Και έτσι τραγούδαγανε μπαίνοντας μέσα στο μετρό και ας της κοίταγαν όλοι με απορία.

Τα κορμιά και τα μαχαίρια
άντε κάποτε αλλάζουν χέρια,
τα σημάδια τους αφήνουν
που πονανε και δε σβήνουν.

Άγγιξέ με, φίλα με, μύρισέ με
κρύψου μέσα μου, κατοίκησε με,
σαν παλιό κρασάκι φύλαξέ με
ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά,
αχ! ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά
είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά.

Η Μαρίνα όμως δάκρυσε όταν άκουσε την Αρβανιτάκη να τραγουδάει το Τζιβαέρι μου. Όσο και να το έκρυβε μέσα της και να μην το έδειχνε δεν μπορούσε την ξενιτιά. Γιατί έτσι ένοιωθε ότι ζούσε στην ξενιτιά και ας είχε φάει με το κουτάλι το Λονδίνο. Ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει στην Ελλάδα και το σκεφτότανε πολύ σοβαρά. Είχε φτάσει σπίτι της και σιγοτραγουδούσε.....

Αχ! Η ξενιτιά το χαίρεται
Τζιβαέρι μου
Το μοσχολούλουδο μου
σιγανά και ταπεινά

Αχ! Εγώ ήμουνα που το 'στειλα
Τζιβαέρι μου
Με θέλημα δικό μου
σιγανά πατώ στη γη

Αχ! Πανάθεμά σε ξενιτιά
Τζιβαέρι μου
Εσέ και το καλό σου
σιγανά και ταπεινά

Αχ! Που πήρες το παιδάκι μου
Τζιβαέρι μου
και το 'κανες δικό σου
σιγανά πατώ στη γη

Το ξημέρωμα την βρήκε με μάτια πρησμένα απο το κλάμα και ευτυχώς που ήτανε Κυριακή και δεν δούλευε. Ήθελε να σκεφτεί τι να κάνει. Ήταν δύσκολη απόφαση να βρεί δουλειά άλλη στην Αθήνα και να γυρίσει πίσω για πάντα μιάς και ήτανε δύσκολες εποχές. Στην Ελλάδα υπήρχε κρίση και πολύ ανεργία παντού. Ειδικά για τους νέους και μορφωμένους επιστήμονες δεν υπήρχε πρόοδος και καμιά θέση δουλειάς στην Αθήνα. Το είχε συζητήσει και με την γιαγιά της που την συμβούλευε να μείνει στο Λονδίνο και ας της έλειπε πολύ. Η Γιαγιά της της έλεγε να κοιτάξει το μέλλον της και να μην τους σκέφτεται γιατι έτσι και αλλιώς αυτοί είχαν ζήσει την ζωή τους και παρόλο που τους έλειπε πολύ ήθελαν την εγγόνα τους να την δούνε ευτυχισμένη με μια καλή δουλειά και με ένα καλό παλικάρι.

Αυτά σκεφτόταν τώρα η Μαρίνα και ήταν αγανακτισμένη. Ήταν αναγκασμένη να ζεί σε μια χώρα μακρινή και δίχως αγάπη. Αυτό που την πόναγε περισσότερο ήταν που δεν είχε ακόμα ερωτευτεί ξανά. Αλλά αυτήν την φορά δεν ήθελε να ερωτευτεί ξανά και να τα δώσει όλα, απλά ήθελε να την ερωτευτεί κάποιος παράφορα και να είναι αμοιβαία τα αισθήματα. Είχε κουραστεί πιά μονάχη της. Ήθελε να παντρευτεί και να κάνει μια ευτυχισμένη οικογένεια με πολλα παιδιά γιατί τα αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Δεν ήξερε βέβαια τι θα ξημέρωνε την άλλη μέρα. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει!!!



Το Νέκταρ της ΑγάπηςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang