Η Εμπιστοσύνη

18 2 0
                                    

Με τον Γιώργο γίναμε πολύ καλή φίλη.Είμασταν συνέχεια μαζί.Ήμουν τόσο χαρούμενος που είχα με κάποιον να μηλάω.Δεν με ενδιέφερε τίποτα.Από τοτέ κανένα παιδί δεν με κορόΐδεψε,άλλα ποτέ δεν μου είπε το λόγο που στεναχωρέθηκε εκείνη την ημέρα,που χτύπησε το παιδί.Δεν του είχα μηλήσει για αυτό το θέμα.Μια μέρα όμως ήρθε πολύ στεναχωριμένος.Και τότε ήταν η μέρα που τα είπαμε όλα.Όλα αυτά που κρατούσαμε μέσα μας.

-Γιώργο τι εχεις?Γιατί είσαι χάλια?
-Πάμε σε εκείνο το παγκάκι?Που σε είχα πρωτογνωρήσει.
-Ναι πάμε. Ήμουν ξαφνιασμένος δεν ήξερα τι θα μου πει ή τι θα γίνει.Προχωρούσαμε προς το παγκάκι και κανείς δεν μηλούσε.Δεν ήξερα τι να πω,ούτε να σκευτώ.Απλά ήμουν περίεργος.

-Γιώργο έγινε κάτι?
-Κάθησε και θα σου πω.
Κάθησα,ήμουν αγχομένος και φοβησμένος.

-Νίκο?
-Ναι
-Θυμάσαι εκείνη την μέρα που σου είχα πει οτι η γονείς μου χώρισαν?
-Ναι θυμάμαι.
Ήμουν πολύ περιεργός το τι θα έλεγε.
-Ψέματα σου είπα.
Όταν το άκουσα δεν θύμωσα λόγικο να μου πει,δεν με ήξερε,δεν μπορούσε να ανοιχτή.
-Δεν πειράζει,λογικό είναι.Σηκώθηκα και τον ακούμπησα στον ώμο.
-Σε παρακαλώ.Κάθησε κάτω,δεν τελίωσα.Κάθησα δεν μήλησα.
-Ναι.Η μήτερα μου με παράτησε,όταν ήμουν ποιό μικρός.Στην Γερμανία ήμουν με την γιαγιά μου.Πέθανε και έτσι ήρθα εδώ,να μείνω με τον πατέρα μου.Δεν είχα φίλους ήμουν μόνος.Κανείς δεν ήταν δίπλα μου σε αυτές τις στιγμές.

Έσκηψε το κεφάλι του,και άρχησε να κλαίει.Έμεινα άφωνως,δεν ήξερα τι να πω.Δεν μηλούσα,απλά τον κοιτούσα.Δεν άντεχα ποιά όμως,έτσι και εγώ ξέσπασα σε κλάματα.Με κοίταξε και μου είπε
-Γιατί κλαίς?Σκούπησα τα δακρυά μου.Και άρχησα να του λεω αυτα που κρατούσα μέσα μου.
-Η γονείς μου δεν μαγαπάνε,δεν ήταν πότε δίπλα μου.Ο πατέρας μου πίνει πολύ,και χτύπαει την μητέρα μου.Δεν άντεξε άλλο και την έχουν σε ψυχίατρο.Και τώρα είμαι μόνος.Ούτε εγώ δεν είχα φίλους.Μέχρι που γνώρισα εσένα.Κάθησε δίπλα μου ,μου έδωσε μια σφυχτή αγκαλιά,και μου είπε.
-Θα είμαι για πάντα δίπλα σου,δεν θα σε αφήσω πότε. Και όλα θα τα ξεπεράσουμε μαζι.Τον κοίταξα,και του χαμογέλασα.Ήμουν ο ποιό ευτυχησμένος άνθρωπος του κόσμου.Γιατί έχω έναν υπέροχο φίλο,και σκευτόμουν όλο το βράδυ,ότι έχουμε πολλά κοινά.Κοίταξα τον ουρανό και είπα απο μέσα μου.Σε ευχαριστώ θεούλη μου.

Άπο εκείνη την ημέρα είμασταν ακόμα ποιο δεμένη.Διαβάζαμε μάζι,κοιμώμασταν μάζι,είμασταν συνέχεια μαζί.Όχι για πολύ όμως!

Η Τυχερή ΜεράWhere stories live. Discover now