Book Cover: Eirini.Di
Τραγούδι: Saviour- Black Veil Brides
Ρούφηξε μια τελευταία φορά το μισοτελειωμενο τσιγάρο της και το έσβησε στο ξύλινο παγκάκι οπου καθόταν. Έβαλε το πακέτο στην τσέπη του τζιν τζάκετ της και σηκώθηκε από το παγωμένο ξύλο. Έστριψε αριστερά και πήρε το δρόμο για τη θάλασσα.
Ήταν τέλη Μαϊου. Απειροελαχιστα σύννεφα στόλιζαν τον πρωινό ουρανό και τα ανθισμένα λουλούδια σκόρπισαν τα αρώματα τους σε όλη την περιοχή.
Κάθε άνθρωπος, όντας παρών σε αυτό το τοπίο, θα μαγευονταν από την επικράτηση της ομορφιάς και της γαληνης που παρουσίαζε αυτή η ημέρα.Κάθε άνθρωπος, όχι όμως και η Lydia. Για εκείνη, η βροχή με το χιόνι, ο ήλιος με τα σύννεφα, δεν είχε καμιά διαφορά, καμιά σημασία. Ο καιρός ήταν υποκειμενικός. Για εκείνη σημασία είχε μόνο ο εσωτερικός καιρός. Ο δικός της ουρανός ήταν καλυμμένος με βαριά, σκουρα σύννεφα. Η βροχή δε σταματούσε ποτέ. Για εκείνη, υπήρχε μόνο κρύο. Είχε ξεχάσει το κίτρινο του ήλιου, το γαλάζιο του ανοιξιάτικου ουρανού. Για εκείνη, δεν υπήρχαν χρώματα. Μόνο μαυρο.
Ακολούθησε το μονοπάτι που κατηφοριζε μέχρι την πιο ερημική παραλία, τη δική της παραλία. Εκεί πήγαινε τα τελευταία δύο χρόνια για να κλάψει και να καπνίσει κρυφά. Εκεί πήγαινε με ένα ή και δύο καλά βιβλία στο χέρι μέχρι το φως να σβήσει. Εκεί πήγαινε τα βραδυά με πανσέληνο για να μιλήσει με το μοναδικό της φως, το φεγγάρι.
Στάθηκε για μια στιγμή και θαύμασε τριγύρω, προτού ανέβει στο δρομάκι που ανηφοριζε προς τα ψηλότερα βράχια. Από εκεί μπορούσες να θαυμασεις όλο τον ωκεανό. Να χαθείς στη λεπτή γραμμή που διαχωριζε τη θάλασσα με τα βουνά που υψώνονται στον ορίζοντα. Εκεί ήθελε να χαθεί κι εκείνη.
Δεν είχε κάνει καμιά προετοιμασία. Ούτε γράμμα, ούτε αποχαιρετισμός, ούτε τίποτα. Δεν ήθελε να αφήσει σημάδια πίσω της. Ήθελε να φύγει απλά, μια συνηθισμένη μέρα, όταν κανένας δε θα περίμενε πως θα έκανε κάτι τέτοιο. Όταν θα ήταν ήρεμη και έτοιμη να αφήσει πίσω της αυτή την κόλαση που ονομάζουν ζωή.
Μονάχα με το νύχι της, σκάλισε μια λέξη στο βράχο όπου στεκόταν.
"Freedom". Σήμαινε τα πάντα για Αυγή, κι ας μην το είχε νιώσει. Έστρεψε την πλάτη της προς την απέραντη θάλασσα, γιατί ήθελε πέφτοντας το τελευταίο πράγμα που θα κοιτούσε να ήταν ο ουρανός. Ήθελε να αποτυπώσει λίγο από το γαλάζιο του στην ψυχή της, ή σε ότι είχε μείνει από αυτή."Άραγε τι είναι πιο άδικο" είπε, "να τερματιζεις την ίδια σου τη ζωή χωρίς να σκέφτεσαι τους γύρω σου και τις επιπτώσεις που θα έχει ο θάνατος σου σε αυτούς, ή μήπως" συνέχισε, "εκείνοι που αγαπάς περισσότερο, να σε αφήνουν να πεθανεις?". Άφησε το ερώτημα να πλανιέται στον αέρα και έκλεισε τα μάτια της έτοιμη να πάρει την τελευταία της πνοή.
"Βασικά, πραγματικά άδικο είναι να καταστρέφεις έναν άνθρωπο τόσο πολύ, που να τον κάνεις να θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του" είπε μια άγνωστη φωνή στη Lydia.
"Δε συμφωνεις?"
YOU ARE READING
Savior
Teen FictionΗ Lydia μισεί τη ζωή της. Τη μισεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Μισεί τον εαυτό της, μισεί τους γύρω της, μισεί ότι βλέπει. Το μόνο που θα μπορούσε να την κάνει χαρούμενη, είναι ο θάνατος. Μονάχα αυτος θα μπορούσε να πάρει τον πόνο της μακριά. Κλ...