Κεφάλαιο 2

21 4 2
                                    

Άνοιξε τα μάτια της αλλά το μετάνιωσε αμέσως και τα έκλεισε την ίδια στιγμή. Το φως που έμπαινε στο δωμάτιο ήταν εκτυφλωτικό και την εμπόδιζε.
'Ο καιρος στην Ελλάδα έχει τρελαθεί. Κοντεύει χειμώνας και ο ήλιος τυφλώνει'
Δειλά-δειλά ξανάνοιξε το ένα της μάτι, δοκιμαστικά, για να συνηθίσει.
'Πάντα κλείνω της κουρτίνες. Πώς γίνεται να τις ξέχασα χτες;'ήταν το πρώτο πράγμα που της έκανε εντύπωση. Έκανε κίνηση να σηκώθει από το κρεβάτι αλλά ο πονοκέφαλος την εμπόδισε. Πρέπει να είσαι γερό ποτήρι για να πιείς 7 ποτήρια βότκα και να μην σε πειράξουν την επόμενη μέρα.

Με λίγη παραπάνω προσπάθεια κατάφερε να σηκωθεί. Μηχανικά πήγε προς το μπάνιο χωρίς να παρατηρήσει στο ελάχιστο τον χώρο που βρισκόταν. Νόμιζε ότι ξύπνησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα κρύο ντουζ για να ξεξυπνήσει, και γενικά έκανε ό,τι έκανε κάθε πρωΐ.
Βγήκε από το μπάνιο και τότε ήταν που έμεινε κάγκελο.
'Τι κάνει αυτός στο κρεβάτι μου;'τα μάτια της περιεργάστηκαν τον χώρο καλύτερα. Ήθελε να ανοίξει η Γη να την καταπιεί. Καθώς τον παρατηρούσε, άρχισαν να ξεπηδάνε εικόνες από το προηγούμενο βράδυ.
'Είσαι χαζή, χαζή, χαζή. Πώς παρασύρθηκα εγώ έτσι;'έλεγε και ξανάλεγε. Ποτέ δεν αντιδρούσε αυθόρμητα και απερίσκεπτα. Όμως κάτι πάνω του, την τράβηξε και δέχτηκε να φύγει μαζί του χτες

Κάνοντας όσο πιο σιγά μπορούσε, μάζεψε τα ρούχα της που ήταν σκορπισμένα σε όλο το δωμάτιο και έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω της.
Περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, έχοντας τα τακούνια στο χέρι πήγε προς την έξοδο του σπιτιού. Μόνο όταν βγήκε έξω κατάφερε να αναπνεύσει ξανά κανονικά. Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο.

[...]

Άπλωσε το χέρι του για να την αγκαλιάσει, αλλά το κρεβάτι ήταν κενό. Από το μπάνιο δεν άκουγε φασαρία και σκέφτηκε ότι ίσως ήταν στην κουζίνα και έπινε καφέ. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ρολόι τοίχου. Ήταν ακόμα 8.30.
'Αποκλείεται να έφυγε τόσο νωρίς.'σκέφτηκε αλλά και μόνο στην σκέψη τσιτώθηκε. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και έψαξε σε όλο το σπίτι. Η κοπέλα όμως ήταν άφαντη.
'Γιατί έφυγε σαν τον κλέφτη; Και τώρα γαμώτο που θα την βρω;'
Δεν ήξερε τίποτα γι'αυτήν. Ούτε καν το όνομα της. Άμα το ήξερε θα ήταν πιο εύκολο να την βρει. Αστυνομικός ήταν και είχε αρκετές άκρες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Αλλά τώρα χρειαζόταν ένα θαύμα. Πήρε το κινητό του στα χέρια και άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθμό του Πέτρου. Χρειαζόταν κάποιον να τον συμβουλέψει και ο Πέτρος ήταν ο κατάλληλος.

"Ρε μαλάκα στον ύπνο σου με έβλεπες; Τι θες και με πήρες τόσο πρωΐ;"

"Πρωτον, δεν κοιμόσουν. Φαίνεται από την φωνή σου και δεύτερον μπορείς να έρθεις σπίτι μου; Χρειάζομαι βοήθεια;"

"Τι έγινε ρε μπαγάσα; Προβλήματα με την ξανθούλα;"δεν απάντησε. Του το έκλεισε και περίμενε.
Επέστρεψε στο δωμάτιο και φόρεσε ότι βρήκε μπροστά του. Το μυαλό του έπλαθε μόνο του, σενάριο. Δεν σκεφτόταν κάποιον καλό λόγο που θα την ανάγκαζε να φύγει.
'Ίσως συνήθιζε να το κάνει και μετά να εξαφανίζεται.'σκέφτηκε αλλά του φαινόταν αδύνατο. Φαινόταν τόσο αθώα και απονήρευτη. Κούνησε το κεφάλι του για να αποβάλλει αυτή την σκέψη.
Στηριζόμενος στον πάγκο, έπινε τον καφέ του και προσπαθούσε να καταλάβει τι πήγε λάθος.

[...]

"Δεν ξέρω ρε φίλε τι έγινε. Απλά έφυγε χωρίς να πει ούτε μία κουβέντα."

"Μήπως δεν την ικανοποίησες πλήρως και έφυγε;"τον πείραξε ο φίλος του και λύθηκε στα γέλια. Ο Στέφανος τον αγριοκοίταξε, κάτι που τον έκανε να σταματήσει. Για εκείνον δεν ήταν ώρα για παιχνίδια.

"Ρε φίλε θα την βρω. Πρέπει να την βρω. Δεν γίνεται..θα την πετύχω κάπου"μπορεί να ήταν 29 χρονών αλλά ποτέ δεν είχε φερθεί σοβαρά. Συνήθως δεν σκεφτόταν, απλά δρούσε. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να την βρει. Να την βρεί και να μην την αφήσει να του ξαναφύγει.

Η Λίζα από την άλλη προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμη. Το πρωινό συμβάν δεν το θεώρησε και τόσο σημαντικό. Καταρχάς πίστευε ότι ο άντρας με τον οποίο πέρασε το βράδυ θα την είχε ήδη ξεχάσει. Μπορεί να μην θυμόταν καν πως έμοιαζε.
Μεγάλο λάθος. Βαθιά μέσα της σπάραζε. Χαζομάρα της που έφυγε αλλά βρέθηκε απροετοίμαστη. Πρώτη φορά το έκανε αυτό μα δεν το μετάνιωσε καθόλου.

"Και δηλαδή έφυγες;"

"Τι σου λέω ρε Κατερίνα τόση ώρα;"είπε στην αδερφή της, η οποία δεν πίστευε στ'αυτιά της;
'Πώς γίνεται να αφήσεις τέτοιον άντρα;'

"Και τώρα τι θα κάνεις;"την ρώτησε

"Απολύτως τίποτα. Σαν τι να κάνω; Θα φύγω για Γαλλία και όλα θα ξεχαστούν."απάντησε με σιγουριά και ήπιε μία γουλιά από τον καφέ της.

Τότε το θεωρούσε εύκολο. Η φυγή δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Τουλάχιστον αυτό νόμιζε εκείνη!!

Μετά από χρόνιαTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon