Κεφάλαιο 1: Κένα

159 11 3
                                    

Οταν επιτέλους έσβησε το κερί δεν ήθελε και πολύ ώρα να ξημερώσει , αυτό σήμαινε ότι με τον ερχομό της καινούριας μέρας , στοίβες άπλυτα ποτήρια και πιάτα θα περίμεναν την σειρά τους για να πλυθούν.
Όπως κάθε πρωί η Κένα πέταξε τα σκεπάσματα της, πλυθηκε και κατέβηκε στην τραπεζαρία για πρωινό.
Χελγκα: Α... Εδω είσαι , ανησύχησα , λίγο ακόμα και θα ερχόμουν να σε ξυπνήσω Κενά.
Κενά: Συγγνώμη θεία απλά είδα ενα παράξενο όνειρο , αυτό είναι ολο.
Η Χελγκα - μια πολύ αδύνατη γυναίκα με σγουρά ξανθά μάλια που έπεφταν στους ώμους της - έβαλε δύο βραστά αυγά μπροστά στην Κενά.
Χελγκα : Δεν πειράζει μικρή μου , μόνο φάε καλά γιατί μάς περιμένει δύσκολη μερα στο μαγαζί.
Κενά: σήμερα δεν είναι που περνάνε για τους φόρους;
Χελγκα : ναι αλλα μην το θυμίσεις στον θείο σου , θα του χαλάσεις την μέρα.
Όση ωρα η Κενά έτρωγε πρωινό , η Χελγκα προσπαθούσε να ξυπνήσει την μικρή Λόλα για να φύγουν για το μαγαζί τους που βρισκόταν κοντα στο λιμάνι.
Οταν τελικά η Λόλα ξύπνησε , έφαγε μουτρωμενη το πρωινό τις και ξεκίνησαν όλες μαζί για την ταβέρνα "το καραβάκι".
Εαν και ταπεινό "το καραβάκι" καθημερινά τραβούσε πολύ κόσμο και οι κάτοικοι της Μπελαντόνα το γνώριζαν και το επισκεπτόταν όταν ήθελαν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν ενα καλό γεύμα.
Οταν τελικά φτάσανε στην ταβέρνα την βρήκαν σχεδόν άδεια , μίας και ηταν πολύ ακομα πολυ πρωί , εκτός απο δύο φίλους που έτρωγαν πρωινό και συζητώντας, για τον βασιλιά και τους αβάσταχτους φόρους του.
Η Κενά χαιρέτησε τον θείο της Τόμας που σκούπιζε ενα ποτήρι και όπως κάθε πρωί εδω και 5 χρόνια μετα τον θάνατο των γωνιών της απο τον σφετερίστη του θρονου και τωρα βασιλιά Μορζάν , πήγε στην κουζίνα και φόρεσε την ποδια της καθώς έβλεπε την αντανάκλαση της στον καθρέφτη.
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένεια που όλοι ήταν ανοιχτόχρωμοι , η Κενά ειχε μεγάλα καστανά μάτια ενω τα μάλια της ηταν μακριά και τόσο κάστανα που θύμιζαν φλοιούς δέντρων.
Λόλα: πάλι ονειροπόλης ; δεν υπάρχουν ιππότες ποιά, το λέει ο μπαμπάς συνέχεια.
Κενά: Σταματά να γίνεσαι ενοχλητική Λόλα. Εξάλλου εσύ τη ξέρεις για τούς ιππότες.
Φασαρία ακούστηκε απο μέσα και πριν προλάβει η Λόλα να απάντηση η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και έντρομη πετάχτηκε μέσα η Χελγκα , πήρε αγκαλιά της την Λόλα και έκανε νόημα να στην Κενά να την ακολουθήσει στην πίσω πόρτα της ταβέρνας, ενω απο μέσα ακουγόταν τωρα φωνές και φασαρία.Βγαίνοντας απο την ταβέρνα ακούγανε τον Τόμας να φωνάζει και να παρακαλάει να τον λυπηθούν.
Τρέχοντας στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης τελικά φτάσανε στο σπίτι ιδρωμένες και με κομμένη την ανάσα. Η Χελγκα κλείδωσε την πόρτα και ασφάλισε τα παράθυρα χωρίς να ακούει τα κορίτσια που τις έκαναν ερωτήσεις. Στο τέλος η Κένα αγανακτισμένη έπιασε την θεία της απο το μπράτσο και κοιτάζοντας την στα μάτια την ρώτησε.
Κένα: τι συμβαίνει ;
Χελγκα: πιάσανε τον Τόμας για χρέοι και τωρα κυνηγάνε και εμάς. Είπε χωρίς να πάρει ανάσα , στην στιγμή η Κένα άσπρισε σαν το πανί ενω η Λόλα άρχισε να κλαίει. Λες και ξαφνικά η Χελγκα συνήλθε πήρε στην αγκαλιά της τα δύο τρομοκρατημένα κορίτσια και για λίγα λεπτά ησυχία απολύθηκε στο ακατάστατο σπίτι.
" Η Ιστορία επαναλαμβάνεται" έλεγε και ξανάλεγε η Κένα στον εαυτό της " πρώτα οι γονείς μου και τώρα οι θείοι μου " σκέφτονταν και για πρώτη φορά μετά απο τόσα χρόνια ο θυμός και η απογοήτευση της άρχισαν να φουντώνουν μέσα της ξανά.
Τραβήχτηκε τόσο απότομα απο την σφιχτή αγκαλιά της θείας της που παραξενευτικε και η ίδια ήταν όμως αποφασισμένη να αναλάβει δράση.
Κένα : θα πάω να βρώ τα λεφτά και θα βγάλω τον θείο έξω απο την φυλακή.
Δήλωσε σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Τα καλοσινατα ματια της Χελγκα την κοίταξαν με στοργή και ενα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε για ένα λεπτό στα χείλη της.
Χελγκα : Κένα δεν μπορείς να τον βγάλεις απο την φυλακή...
Κένα: ΜΑ..
Η θεία της σήκωσε επιτακτικά το χέρι της και την σταμάτησε πρίν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση της . Η Κένα πρώτη φορά έβλεπε έτσι την Χελγκα και φευγαλέα της φάνηκε απίστευτα ίδια με τον μπάμπα της.
Χελγκα : είχα σκοπό να σου πω όλη την ιστορία για το πως πέθαναν οι γονείς σου οταν θα γινόσουν 18 χρόνων για να μπορείς να πάρεις την σωστή απόφαση , αλλα έτσι όπως ηρθαν τα πράγματα θα πρέπει να βρεις ενα μέρος να είσαι ασφαλείς και μετά να μάθεις την αλήθεια. Εγώ και η Λόλα θα φύγουμε απο την Μπελαντόνα και θα κατασκηνωσουμε με κάτι πρώην επαναστάτες στο δάσος του Ερμουντ κοντά στην λίμνη με τα τριαντάφυλλα. Εσυ γλυκιά μου πρέπει να βρεις τον πύργο του νότου.
Κένα : δεν μπορεί να το εννοείς. Νόμιζα ότι είναι απλά παραμύθια.
Χελγκα : Είναι τόσο αληθινός όσο είναι και οι ιππότες.
Η Κένα τα έχασε για δεύτερη φορά , και έμεινε ακινιτη να κοιτάει την θεια της σαστισμένη προσπαθώντας να χωνέψει αυτά που μόλις της είχε πει , βαθειά μέσα της όμως ήξερε οτι αυτά που μόλις είχε μάθει ήταν αλήθεια και οτι η θεία και η ξαδέρφη της θα ήταν ποιό ασφαλείς εαν δεν ήταν κοντά τούς εκείνη. Πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο , η θεία της επανέφερε στην πραγματικότητα.
Χελγκα : πήγανε να βρεις την θεραπεύτρια Αμπέκε που μένει μέσα στην αγορά..
Κένα: την Αμπέκε;
Χελγκα : ναι
Κένα : μα νόμιζα οτι ήταν τρελή.
Χελγκα : Κένα δεν έχουμε ώρα για χάσιμο. Η Αμπέκε ξέρει πως να σε βοηθήσει και σίγουρα δεν είναι αυτό που δείχνει.
Κένα: την εμπιστεύεσαι;
Χελγκα : απόλυτα
Χάρη στα καλά αντανακλαστικά της, η Κένα έπιασε την βαριά τσάντα που τις πεταξε η θεία της άρχισε να κοιτάει το σπίτι προσπαθώντας με δυσκολία να κρατήσει τα δάκρια της.
Ένιωσε ενα δυνατό χέρι να την σπρώχνει προς την πόρτα και τότε παρατήρησε την θεία της που τωρα έδειχνε πολύ ποιό μεγάλη απο την κούραση και την στεναχώρια.
Κένα: εσείς θα είστε καλά;
Χελγκα : ναι , μην ανησυχείς για εμάς...
Η φωνή της Χελγκα έσπασε και η Κένα κατάλαβε οτι η θεία της έκλαιγε , τότε δεν μπόρεσε να αντισταθεί και έπεσε ξανά στην αγκαλιά της. Εκείνη την φίλησε και την αγκάλιασε για τελευταία φορά , το μέχρι τότε βουβό κλάμα της τώρα συνοδευόταν και με λυγμούς.
Χελγκα : όλα αυτά τα χρόνια ευχόμουν να μπορούσα να σου πω την αλήθεια Κένα, και το κυριότερο να σταθώ δίπλα σου όπως θα στεκόταν ο πατέρας σου , αλλα τώρα το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου ευχηθώ καλή τύχη και καλό κατευόδιο.
Κένα : θέλω να ξέρεις οτι σας αγαπάω σαν τους γονείς μου και με η χωρίς βοήθεια θα βγάλω τον θείο απο την φυλακή
Η Κένα δεν άντεχε την αποπνικτική κατάσταση μέσα στο σπίτι και χερετοντας την Λολα που έκλαιγε,βγήκε τρέχοντας απο την ξεχαρβαλωμένη πόρτα και κρυμμένη στης σκιές άρχισε να περπατάει προς την αγορά.

Οπως η Χελγκα πριν , έτσι η Κένα τώρα διέσχιζε τα στενάκια χωρίς να βλέπει που πηγαίνει. Ο νους της έτρεχε στα γεγονότα της ημέρας , που δεν είχε τελειώσει ακόμα και τα μάτια της ετσουζαν απο τα δάκρια. Κωκαλοσε μπροστά στην θέα της καμένης ταβέρνας και ξαφνικά θυμήθηκε το βράδυ που έχασαν την ζωη τους οι γονείς της. Αιδιασμενη τίναξε τα μακια της και συνέχισε για το σπίτι της θεραπεύτριας.

Αυτή την φορά δεν κρύφτηκε στα στενά γιατί δεν συνάντησε πουθενα την φρουρα , κρυβόταν όμως που και που ανάμεσα στο πλήθος για να είναι σίγουρη οτι δεν την ακολουθούσαν.
Η θεραπεύτρια Αμπέκε έμενε ενα στενό πριν το τέλος της αγοράς ετσι η Κένα άνοιξε το βήμα της.
Η πόρτα απο την καλύβα της ξεχώριζε γιατί επάνω της κρεμόταν διάφορα στολίδια απο κοχύλια και αποξηραμένα φυτά
Με κομμένη την ανάσα της από το περπάτημα αλλα και απο την αγωνία στάθηκε και ετοιμάστηκε να χτυπήσει την πόρτα.
Αμπέκε: Πέρασε μικρή μου Κένα σε περίμενα.

..............................................................
Καινούρια ιστορία !!! Σας ευχαριστώ που με στηρίξετε στην άλλη και ελπίζω να σας αρέσει όπως και η άλλη.

Ο Πύργος Του ΝότουWhere stories live. Discover now