/ περί τέχνης / [8]

252 24 2
                                    

.... Έκλεισα τα ματια μου και ξεκινησα

"Είναι κάτι ψεύτικο που εκφράζει κάτι αληθινό. Είναι μία αισθανομενη οντότητα , δαίμονας που ζει και αναπνέει μέσα από τον καλλιτέχνη τον οποίο δαιμονίζει. Τότε, του αποκαλύπτει τα μυστικά της.
Τον οδηγεί σε μια εξωπραγματικη διάσταση της πραγματικότητας. Μια ξεχωριστή, απόκρυφη πλευρά της που εμφανίζεται μονάχα στους καλλιτέχνες. Διαπερνάει την επιφάνεια μιας κατάστασης, πλέκει και μετατρέπει τη ζωή σε κάτι τόσο απλοϊκό και κατανοητό όσο μια εικόνα, είτε αυτη βρίσκεται μπροστά μας από τα χέρια του ζωγράφου, είτε καλείται στη φαντασία μας από τον συγγραφέα και ποιητή, είτε αναπαρισταται από τον ηθοποιό.
Η Τέχνη λατρεύει τις ψυχές που ασθμαινουν με οδύνη, και διαδοχικά τη λατρεύουν και αυτές, γιατί αναπαυει και καθησυχάζει με την ομορφιά και τη σαγηνευτική της φύση, κάνει την σκληρή αλήθεια υποφερτή. Είναι σαν τη γυναίκα. Αποπλανεί, αγαλλιαζει τη ψυχή του ανθρώπου με το ωμό συναίσθημα της : " Με ξέρει , καταλαβαίνει τι όμορφη που είναι ..."
Ένα έργο τέχνης λοιπόν , δεν είναι τίποτα παρά το παραλήρημα ενός δαιμονισμένου, ο οποίος δαμαζεται με τα γυναικεία θελγητρα, καθώς η Τέχνη παίζει με τις πιο τρυφερές περιοχές των πληγών του ώστε να παράγει τους καρπούς της μαγείας της. Η έκθεση του θεατή όμως, σε τόσο έντονες και γλαφυρες παραστάσεις της πραγματικότητας, κινητοποιεί τις εσωτερικές χορδές της ψυχής, τον προκαλεί και αυτό απλά απαιτεί να μετουσιωθει σε λέξης, φράσεις ή εικόνες. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος "

Τέλειωσα τον μονόλογο μου ναι επιτέλους άνοιξα τα μάτια μου . Κοίταξα τριγύρω και όλοι κοιτούσαν μαγεμένοι. Για λίγα λεπτά υπήρχε απολυτη σιγή. Λες και ήθελαν όλοι να απολαύσουν το συναίσθημα και τα λόγια που είχαν προΰποθει. Ήξερα ό,τι ένιωθα το μετέδωσα σε όλους . Γιατί αυτά τα λόγια βγήκαν από την ψυχή μου . Ξαφνικά ο καθηγητής άρχισε να χειροκροτει μαζί και όλο το αμφιθέατρο. Ένιωσα πρώτη φορά τα μάγουλα μου ελαφρώς να καίνε και κατάλαβα ότι κοκκινησαν είπα ένα ευχαριστώ και κάθισα κάτω στην θέση μου.
Η ώρα πέρασε το μάθημα τελείωσε όλοι μάζευαν τα πράγματα και το ίδιο και εγώ πήγα να σηκωθώ να φύγω αλλά μια φωνή με σταμάτησε
" Τζόνσον μην φύγεις θέλω λίγο να σου μιλήσω " απευθύνθηκε ο κος.Σμιθ εγώ έγνεψα και περίμενα μέχρι να αδειάσει ο χώρος. Αφού όλοι έφυγαν κατευθύνθηκα προς την έδρα του κυρίου .

" Τι θα θέλατε κύριε? " είπα σοβαρά

" Λοιπόν πρώτον ας με λες Γκρεισον δεν είμαι και τόσο μεγάλος στην τελική δεν έχουμε και μεγάλη διαφορά ηλικίας. " είπε αφήνοντας ένα γελακι

Feels' [ON HOLD]Where stories live. Discover now