Ανέβηκαν στο κατάστρωμα για να αποφύγουν την οχλαγωγία στο εσωτερικό του πλοίου.
«Τι να σας φέρω να πιείτε;» τις ρώτησε ο Αντρέας.
«Ένα νεράκι» είπε η Νεφέλη.
«Για μένα ένα καφέ, αγάπη μου.» του είπε η Ελευθερία χαμογελώντας γλυκά. Ο Αντρέας τη φίλησε πεταχτά στα χείλη και πήγε στο μπαρ.
Την αμήχανη σιωπή έσπασε πρώτη η Νεφέλη που έκανε την ερώτηση που την έκαιγε εδώ και ώρα.
«Πόσο καιρό είστε μαζί;»
Η Ελευθερία την κοίταξε σαν να ένιωθε τύψεις γι'αυτό που θα απαντούσε.
«Κοντά τρία χρόνια.»
«Τρία χρόνια και μου το λες τώρα;» αναρωτήθηκε έντονα η Νεφέλη.
«Το κρατούσαμε μυστικό απ'όλους»
«Ακόμα και από μένα;»
«Ήταν παντρεμένος, Νεφέλη.» απάντησε η Ελευθερία έντονα.
Κοίταξε την μάνα της με μάτια διάπλατα.
«Είχες σχέση με παντρεμένο;» ψέλλισε σα να μη πίστευε στα αυτιά της.
«Η γυναίκα του αυτοκτόνησε πριν δυο χρόνια. Ήταν ψυχικά άρρωστη πολύ καιρό και δεν είχαν σχέσεις, αλλά ο Αντρέας δε μπορούσε να την αφήσει.»
«Μαμά, είναι πολύ μεγάλος για σένα. Πως είναι δυνατόν να είσαι ερωτευμένη μαζί του;»
Η Ελευθερία κοίταξε πίσω της μη τυχόν και ερχόταν ο αρραβωνιαστικός της και άκουγε κατά λάθος. Έπειτα κοίταξε την κόρη της.
«Ο έρωτας έρχεται στη δική σου ηλικία. Εγώ τώρα έχω άλλα πράγματα ανάγκη. Θέλω έναν άντρα να είναι καλός.... Να με προσέχει και τον προσέχω και γω. Να ζήσουμε μαζί το υπόλοιπο της ζωής μας και να γεράσουμε συντροφιά.»
«Αυτός όμως είναι ήδη γέρος. Μέχρι να γεράσεις εσύ θα πεθάνει.»
«Νεφέλη!» τη μάλωσε η μαμά της.
«Τον αγαπάς;» τη ρωτά κοφτά και κατά βάθος ένιωθε να την τσιμπά η ζήλια.
«Ναι τον αγαπώ και είμαι ευτυχισμένη δίπλα του και οφείλεις αν όχι να χαρείς, τουλάχιστον να σεβαστείς την απόφαση μου.»
Εντάξει χαιρόταν για λογαριασμό της. Αλλά μια σκέψη ότι θα κατέληγε μόνη και γεροντοκόρη σαν την συνονόματη θεια της μάνας της ,πέρασε αυτόματα από το μυαλό της και την έκανε να τρομάξει. Φαντάστηκε τον εαυτό της είκοσι χρόνια μετά και είκοσι κιλά πιο βαριά, κλεισμένη σε ένα μουντό διαμέρισμα ,με μόνη της συντροφιά μια γάτα να βολοδέρνει στα πόδια της. Η εικόνα αυτή την έκανε να ανατριχιάσει. Ήταν σίγουρη ότι δε θα έκανα ποτέ της οικογένεια. Κανένας άντρας δε θα την ήθελε ποτέ δίπλα του , εκτός αν ήταν τυφλός. Ο έρωτας για τη Νεφέλη ήταν μια τραυματική εμπειρία, που δε θα ήθελε με τίποτα να ξαναζήσει . Της χτύπησε τη πόρτα για πρώτη φορά στα δεκαέξι της, όταν είχε ερωτευτεί τρελά ένα συμμαθητή της στο σχολείο. Τον έλεγαν Ιάκωβο και της έδινε σημασία μόνο όταν έγραφαν διαγωνίσματα ή όταν ήθελε να του λύσει δύσκολες ασκήσεις στα μαθηματικά. Έστω και αυτό όμως την έκανε χαρούμενη . Ώσπου μια μέρα τον είδε να φιλιέται με μια συμμαθήτρια τους στην αυλή του σχολείου και έπεσε να πεθάνει από τον καημό της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κλαίει ασταμάτητα για ένα μήνα και να πάρει άλλα δυο κιλά. Το ξεπέρασε κάποια στιγμή και έδωσε υπόσχεση στον εαυτό της να μη ξαναπεράσει τέτοιο δράμα.